Η τάση για ενίσχυση της συνοχής, άρα και της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ, που εμφανίζεται το τελευταίο διάστημα και ως απάντηση στην κρίσης της, εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ευρωενωσιακών μονοπωλίων, ανισόμετρα βέβαια, έναντι των διεθνών ανταγωνιστών τους. Οι εργαζόμενοι και οι λαοί των κρατών-μελών δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν, απεναντίας θα δουν να ενισχύεται ο αντιδραστικός μηχανισμός της ολοκλήρωσης.
του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Η τάση για την ενίσχυση της εμβάθυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης βασίζεται στα πέντε σενάρια που παρουσιάστηκαν απ’ τον Γιούνκερ στα τέλη του Μάη. Αυτές οι διεργασίες εντείνονται σε συνθήκες που φουντώνουν οι ανταγωνισμοί της ΕΕ με άλλους ηγετικούς καπιταλισμούς (Ρωσία, Κίνα), ενώ κλονίζεται και η συμμαχία ΕΕ-ΗΠΑ (αναστολή ΤΤΙΡ) και δοκιμάζεται η συνοχή της ίδιας της ΕΕ, όπως αποδεικνύει το Brexit, η εθνικιστική διαφοροποίηση των χωρών του Βίζεγκραντ και η ενίσχυση γενικά των εθνικιστικών και ακροδεξιών δυνάμεων στην ΕΕ.
Η κοινή τάση για ενίσχυση της συνοχής, άρα και της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ, σε τελευταία ανάλυση εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ευρωενωσιακών μονοπωλίων, ανισόμετρα βέβαια, έναντι των διεθνών ανταγωνιστών τους. Η ηγετική Γερμανία με την εμβάθυνση της ενότητας της ΕΕ επιχειρεί να πείσει τις αστικές τάξεις της ΕΕ να εντείνουν τις προσπάθειές τους, γιατί μόνο στα πλαίσια μιας ισχυρότερης και αυτόνομης οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά, ΕΕ θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους στο διεθνή στίβο των οξυμένων οικονομικών και γεωπολιτικών ανταγωνισμών.
Οι συζητήσεις για την εμβάθυνση της ΕΕ καλύπτουν τέσσερα θέματα:
Πρώτο, την ενδυνάμωση της αρχιτεκτονικής της ΕΕ, ώστε να προωθείται η «κρατικοποίησή» της. Προτείνονται: η καθιέρωση μόνιμου προέδρου του Γιούρογκρουπ, η θέσπιση υπουργείου Οικονομικών, η ενιαία εξωτερική εκπροσώπηση της Ευρωζώνης, σε ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, η ίδρυση Δημόσιου Ταμείου και Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, ακόμη και η θεσμοθέτηση ενισχυμένοι Προϋπολογισμού που θ’ αποτελέσει την πιο βαρύνουσα αναδιάρθρωση.
Δεύτερο, την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, με την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, με μέτρα που θα καθιστούν ανθεκτικότερες τις ευρωπαϊκές τράπεζες, αλλά και βασικό δανειοδότη της καπιταλιστικής ανάκαμψης. Παράλληλα, η ολοκλήρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην ΕΕ θα θέσει κανόνες, στους ανταγωνισμούς των τραπεζικών κεφαλαίων, ενώ σε περίπτωση κρίσης του τραπεζικού συστήματος θα καθορίζεται ποιος θα επωμίζεται την ευθύνη της ανακεφαλαιοποίησης, ώστε να μην προκύπτουν αντιπαραθέσεις, όπως συνέβη πρόσφατα με την ανακεφαλαιοποίηση των ιταλικών τραπεζών.
Τρίτο, την ολοκλήρωση της Δημοσιονομικής Ένωσης, την ενίσχυση δηλαδή των «Ευρωπαϊκών Εξάμηνων», στα οποία θα εξετάζεται η δυνατότητα στήριξης απ’ τον προϋπολογισμό της ΕΕ (εφόσον θεσμοθετηθεί) διαρθρωτικών μέτρων για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και αντίστροφα, ο αποκλεισμός απ’ αυτή τη χρηματοδότηση χωρών, που δεν προωθούν τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις.
Τέταρτο, κομβική θέση στις συζητήσεις για την εμβάθυνση-ενδυνάμωση της ΕΕ κατέχει η «Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας», σύμφωνα με την οποία η προστασία της ΕΕ δεν μπορεί να ανατίθεται σε εξωτερικούς συνεργάτες, όπως το ΝΑΤΟ, στο οποίο ηγεμονεύουν οι ΗΠΑ. Αντίθετα, κρίνεται αναγκαίο η ΕΕ με γρήγορους ρυθμούς να προχωρήσει στη συγκρότηση των δικών της αυτοτελών στρατιωτικών μηχανισμών, ικανών να υπηρετούν τα συμφέροντα του ευρωενωσιακού κεφαλαίου, στους οξυνόμενους ανταγωνισμούς, των ηγετικών καπιταλισμών για το ξαναμοίρασμα και έλεγχο των αγορών και εδαφών, των δρόμων μεταφοράς εμπορευμάτων και Ενέργειας. Τη διττή ενίσχυση της «Ασφάλειας και Άμυνας» στο εξωτερικό και εσωτερικό της ΕΕ επιβεβαιώνει η πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τη μόνιμη συνεργασία των Ενόπλων Δυνάμεων και των πολεμικών βιομηχανιών των κρατών-μελών, η απόφαση της Κομισιόν για τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας, η αναβάθμιση των σχηματισμών μάχης και των αποστολών της ΕΕ, η στενή διασύνδεση στο επίπεδο των πληροφοριών, μεταξύ των μηχανισμών καταστολής στο εσωτερικό των χωρών-μελών της ΕΕ.
Παρά τις κοινές τοποθετήσεις των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που τάσσονται υπέρ της εμβάθυνσης και ενδυνάμωσης της ΕΕ, αυτές διαφοροποιούνται ως προς την κατεύθυνση που δίνουν στην εμβάθυνση ανάλογα με τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους. Τα κυρίαρχα γερμανικά μονοπώλια προσβλέπουν στην «περισσότερη Ευρώπη» ως ενίσχυση της ανταγωνιστικής τους δύναμης έναντι των άλλων ηγετικών καπιταλισμών για την αναδιανομή της διεθνούς αγοράς. Εύγλωττη από ταξική σκοπιά είναι η τοποθέτηση του προέδρου του Συνδέσμου Γερμανικών Βιομηχανιών, που συνδέει την εμβάθυνση της ΕΕ με την ανάγκη για μεγαλύτερη «μεταρρυθμιστική πειθαρχία», όπερ μεθερμηνεύεται σε μεγαλύτερη λιτότητα και καταπίεση. Ο Μακρόν ως εκφραστής της κυρίαρχης μερίδας των γαλλικών μονοπωλίων καθόλου δεν προτίθεται να παραστήσει τον υπερασπιστή των «αδικημένων του Νότου». Τάσσεται υπέρ μιας χαλαρότερης δημοσιονομικής πολιτικής στο μέτρο που ευνοεί τη χρηματοδοτική μόχλευση και την ανταγωνιστικότητα των γαλλικών μονοπωλίων έναντι των γερμανικών, ενώ ευελπιστεί ότι η Γερμανία θα υποχρεωθεί να επωμιστεί το βάρος για τις υπερχρεωμένες οικονομίες της ΕΕ αλλά και για τις μεγάλες προβληματικές τράπεζες. Απ’ τη σκοπιά αναπόφευκτων ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων υποστηρίζουν την εμβάθυνση της ΕΕ και οι άλλες ευρωπαϊκές αστικές τάξεις.
Απεναντίας, τμήματα των λαϊκών τάξεων που αντιμετωπίζουν θετικά την εμβάθυνση της ΕΕ, δεν έχουν τίποτε να περιμένουν απ’ την αλλαγή της αρχιτεκτονικής της ΕΕ προς μια πιο ορθολογική κρατική μορφή. Η θεσμοθέτηση, επί παραδείγματι, προϋπολογισμού της Ευρωζώνης δεν θα «αναστήσει» το αστικό κράτος πρόνοιας της «χρυσής τριακονταετίας» (1945-75), αλλά κυρίως θα αξιοποιηθεί για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου, όπως και η χρηματοδοτική στήριξη για επιπλέον «διαρθρωτικές» αλλαγές. Προφανή, εξάλλου, κίνδυνο για τα λαϊκά συμφέροντα συνιστά η γενναία στρατιωτική και κατασταλτική ενίσχυση της ΕΕ.