του Θανάση Κανιάρη
Με αφορμή τη συμπλήρωση ενός χρόνου από τη δημιουργία της «ΔιΕΕξόδου», ως συμβολή στο διάλογο που έχει αναπτυχθεί για την περαιτέρω εδραίωση και ενίσχυση της Κίνησης, κάνουμε τις ακόλουθες επισημάνσεις. Κατά πρώτο: Οι εκλογικές αναμετρήσεις που έγιναν σε μια σειρά χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ολλανδία) αλλά και στις ΗΠΑ κατέγραψαν την έντονη λαϊκή δυσαρέσκεια κατά των σκληρών πολιτικών λιτότητας που εφαρμόστηκαν πανευρωπαϊκά και με ιδιαίτερη οξύτητα τα χρόνια που ακολούθησαν τη διεθνή καπιταλιστική κρίση του 2007-2008. Η γιγάντια κινητοποίηση κεφαλαίων που σημειώθηκε με πρωτοβουλία των κυβερνήσεων των ιμπεριαλιστικών χωρών (ΗΠΑ, Ιαπωνία, ΕΕ) προκειμένου να διασωθεί το τραπεζικό σύστημα (το οποίο επλήγη βαρύτατα από την κρίση και ουσιαστικά χρεοκόπησε), σηματοδότησε την κλιμάκωση της επίθεσης του κεφαλαίου και των κυβερνήσεων σε βάρος των λαϊκών κατακτήσεων. Τα χρόνια αυτά οι αποκαλούμενες ελαστικές μορφές απασχόλησης ενισχύθηκαν σε βάρος της σταθερής και μόνιμης εργασίας, αυξήθηκε η ανεργία, οι μισθοί υποχώρησαν, ενώ συνεχίστηκε με πιο έντονους ρυθμούς η υποχρηματοδότηση των δημόσιων συστημάτων της παιδείας, της υγείας, της κοινωνικής ασφάλισης και της πρόνοιας.
Η θέση εκατομμυρίων ή και δεκάδων εκατομμυρίων εργαζομένων τη δεκαετία 2007-2017 επιδεινώθηκε, ενώ αντίθετα ενισχύθηκε η συσσώρευση του κεφαλαίου στα χέρια μιας μικρής μειοψηφίας μεγιστάνων του χρήματος (αντιπροσωπεύουν μόλις το 0,01% του παγκόσμιου πληθυσμού), η οποία ελέγχει την παγκόσμια οικονομία.
Η λαϊκή αντίδραση κατά των πολιτικών λιτότητας, πήρε τη μορφή της καταψήφισης των κομμάτων που πρωτοστάτησαν στην εφαρμογή των πολιτικών αυτών. Στην Ολλανδία το Εργατικό Κόμμα συντρίφθηκε στις τελευταίες εκλογές, το ίδιο και το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο πλήρωσε τις συνέπειες των αντιλαϊκών επιλογών της προεδρίας Ολάντ. Ήττα υπέστη και το συντηρητικό κόμμα των Τόριδων στην Αγγλία, το οποίο αποτελεί σήμερα την πιο συνεπή έκφραση της εφαρμογής των προγραμμάτων λιτότητας στη γηραιά Αλβιόνα.
Το γενικότερο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι τα λαϊκά στρώματα σε Ευρώπη και Αμερική εγκαταλείπουν τα παλιά αστικά κόμματα, που αντιμετωπίζουν πλέον κρίση εκπροσώπησης και αναζητούν νέα πολιτική έκφραση. Από την άποψη αυτή, η εποχή μας έχει όλα τα στοιχεία της μετάβασης από το παλιό που εμφανίζει σημάδια εξάντλησης και κόπωσης προς το νέο, το οποίο όμως παραμένει ακόμα θολό και ασαφές, δεδομένου ότι το επαναστατικό κίνημα έχει υποστεί σοβαρή ήττα. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, πάντως, έχει περάσει σε μία αργή και βασανιστική φάση αποσύνθεσης.
Κατά δεύτερο: Η ίδια η διεθνής καπιταλιστική κρίση, αλλά και τα προγράμματα λιτότητας που εφαρμόστηκαν στη συνέχεια σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες και με ιδιαίτερη ένταση στις «χώρες προσαρμογής» (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Κύπρος), επιβεβαιώνουν πλήρως τη λενινιστική θεωρία για το ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού (μονοπωλιακός καπιταλισμός). Στη διάσημη μπροσούρα του για τον Ιμπεριαλισμό (φέτος συμπληρώνονται 101 χρόνια από τη δημοσίευσή της), ο Λένιν προσδιόρισε τη νέα εποχή του καπιταλισμού μέσα από πέντε κριτήρια: α) η συσσώρευση της παραγωγής και του κεφαλαίου έχει φτάσει σε τέτοια υψηλά επίπεδα που οδηγούν στην εμφάνιση των μονοπωλίων τα οποία κυριαρχούν στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή β) οι τράπεζες, από μετριόφρονες μεσολαβητές που συγκεντρώνουν τις σκόρπιες καταθέσεις και τις θέτουν στην υπηρεσία του βιομηχανικού κεφαλαίου, χάρη στην τεράστια δύναμη κεφαλαίων που έχουν στη διάθεσή τους, υποτάσσουν το βιομηχανικό κεφάλαιο και συμφύονται μαζί του, δημιουργώντας τη χρηματιστική ολιγαρχία γ) εξαιρετικά μεγάλη σημασία αποκτά η εξαγωγή κεφαλαίου σε διάκριση με την εξαγωγή εμπορευμάτων δ) συγκροτούνται διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών οι οποίες μοιράζουν τον κόσμο ε) έχει τελειώσει το εδαφικό μοίρασμα της γης ανάμεσα στις μεγαλύτερες καπιταλιστικές δυνάμεις.
Ιδιαίτερα πρέπει να προσέξουμε την επισήμανση για υποταγή του βιομηχανικού κεφαλαίου στο τραπεζικό κεφάλαιο και την, με πρωτοβουλία του τελευταίου, δημιουργία της χρηματιστικής ολιγαρχίας, σαν αποτέλεσμα της σύμφυσης του τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου. Και τονίζουμε το σημείο αυτό επειδή το σύνολο σχεδόν της ελληνικής αλλά και διεθνούς Αριστεράς επιχειρεί να ερμηνεύσει τις καπιταλιστικές κρίσεις με κριτήριο τις αναλύσεις του Μαρξ για τις κρίσεις της παγκόσμιας αγοράς του 19ου αιώνα, κάτι που δεν τιμά πρώτα και κύρια τον θεμελιωτή της επιστημονικής θεωρίας του ιστορικού και διαλεκτικού υλισμού, ο οποίος ακριβώς στήριζε τα συμπεράσματα του στην επιστημονική ανάλυση των οικονομικών και κοινωνικών φαινομένων του καιρού του. Ετσι εξηγείται η αμηχανία των αναλυτών, όταν προσπαθούν να ερμηνεύσουν την κρίση του 1929-1933 αλλά και την πρόσφατη του 2007-2008, με τα εργαλεία του παρελθόντος –προμονοπωλιακός καπιταλισμός– με συνέπεια να οδηγούνται σε ιδεολογικά και πολιτικά αδιέξοδα, καθώς αυτό που επλήγη από την κρίση –στην κυριολεξία συνετρίβη και κατέρρευσε– δεν ήταν το βιομηχανικό, αλλά το τραπεζικό κεφάλαιο.
Και κάτι άλλο. Στην μπροσούρα του για τον Ιμπεριαλισμό, ο Λένιν μιλά για «κράτος τοκογλύφο». Πόσο αλήθεια ταιριάζει η φράση αυτή με την περίπτωση της Ελλάδας, η οποία, στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης υποχρεώθηκε από τους ευρωπαίους δανειστές-τοκογλύφους, να επιτυγχάνει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα ως το 2060 (!!!), ενώ το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων του Δημόσιου, αλλά και του ιδιωτικού τομέα, έχουν εκχωρηθεί στους δανειστές για τα επόμενα 99 χρόνια…