Τα λόγια είναι περιττά», τουίταρε πριν από λίγες ημέρες η Αναπληρώτρια Υπουργός Εργασίας, Ρ. Αντωνοπούλου, αναφερόμενη στην «επιτυχία» της κυβέρνησης να μειώσει το επίσημο ποσοστό ανεργίας στο 21,7% τον περασμένο Απρίλιο. Ωστόσο πίσω από τους αριθμούς που θέλει να δείχνει και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ — όπως άλλωστε και οι προκάτοχοί της- υπάρχει η άθλια πραγματικότητα που βιώνουν χιλιάδες άνεργοι και νεόπτωχοι της μνημονιακής καπιταλιστικής Ελλάδας. Αψευδής μάρτυρας η πρόσφατη έρευνα της Icap που παραδέχεται «βαριές απώλειες στο επίπεδο της απασχόλησης και εκτινάσσοντας την ανεργία σε επίπεδα ρεκόρ» και ποσοστά ανεργίας που παραμένουν «ανεπίτρεπτα υψηλά»! Μπορεί οι τελευταίες έρευνες εργατικού δυναμικού, να δείχνουν ότι το πρώτο τρίμηνο του 2017 οι απασχολούμενοι στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 1,5% σε σχέση με τις αρχές του 2016, και το πλήθος των ανέργων να μειώθηκε κατά 6,7% (σε ετήσια βάση), ωστόσο το εντυπωσιακά υψηλό ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας που έχει παγιωθεί στο 70%, καθώς και η ανεργία των νέων που παραμένει τραγικά υψηλή, έχει να καταρρίψει τους μύθους που καλλιεργεί η κυβέρνηση, το εγχώριο κεφάλαιο και οι δήμιοι-δανειστές του ελληνικού λαού ότι η «ανάπτυξη» …έρχεται και φέρνει και νέες θέσεις εργασίας…
Άλλωστε είναι πλέον γνωστό ότι οι νέες δουλειές που προσφέρουν στον κόσμο της δουλειάς είναι κυρίως υπό καθεστώς ελαστικής εργασίας και κακοπληρωμένες, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να δημιουργούν ένα νέο μαζικό τμήμα νεόπτωχων εργαζόμενων στην σύγχρονη Ελλάδα. Ας δούμε ορισμένα στοιχεία πιο συγκεκριμένα για το 2016. Το ποσοστό μερικής απασχόλησης κάλυψε το 10,5% της συνολικής σχεδόν διπλασιάζοντάς το μέσα σε μια πενταετία (ήταν 6,9% το 2011). Το δε ποσοστό προσωρινής απασχόλησης κάλυψε το 9,44% της συνολικής, στο πρώτο τρίμηνο του 2017. Εάν εστιάσει κανείς στις νέες προσλήψεις (αναγγελίες προσλήψεων που καταγράφει το σύστημα ΕΡΓΑΝΗ), θα δει ότι η πλειοψηφία των νέων προσλήψεων αφορά συμβάσεις μερικής ή εκ περιτροπής απασχόληση. Κατά το 2016 το 54,7% των νέων προσλήψεων αφορά συμβάσεις μερικής ή εκ περιτροπής απασχόληση, ενώ οι προσλήψεις μισθωτών με σχέση πλήρους απασχόλησης μειοψηφούν εμφανώς (καλύπτουν πλέον το 45,3% του συνόλου). Η ριζική αλλαγή στην αγορά εργασίας είναι λοιπόν γεγονός με την μείωση της ανεργίας να προέρχεται κυρίως από την επέλαση των νέων μορφών ελαστικής εργασίας την οποία κατά κόρον προτιμούν οι εργοδότες.
Όσον αφορά την ανεργία των νέων (ηλικίες 15-24 ετών), παραμένει εξαιρετικά υψηλή καθώς το 45,2% των ατόμων αυτής της ομάδας δεν βρίσκουν θέση στην αγορά εργασίας. Χωρίς δουλειά παραμένει ακόμα και ένας στους 10 διδακροτικούςή μεταπτυχιακούς (12,2%) και περίπου 2 στους 10 πτυχιούχους ΑΕΙ (17,6%), ενώ τα ποσοστά γιγαντώνονται για πιο χαμηλής μόρφωσης τμήματα της νέας εργατικής βάρδιας. Αλλά και σε πιο μεγάλες ηλικίες τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Από το 1,124 εκατομμύριο άνεργους (Δ΄ Τρίμηνο του 2016), ποσοστό 41,0% είναι άτομα ηλικίας 30-44 ετών, ενώ το ποσοστό ανέργων ηλικίας 45-64 ετών αυξήθηκε περαιτέρω, σε 32,7%, γεγονός ενδεικτικό της λογικής που έχει υιοθετήσει το κεφάλαιο να «σκοτώνει τα άλογα όταν γερνούν». Ένα ακόμα στοιχείο που πρέπει να κρατήσουμε σχετικά με την ανεργία είναι η εξαιρετική αντοχή της μακροχρόνιας ανεργίας, καθώς από το σύνολο των ανέργων (Δ τρίμηνο 2016) το 71,8% είναι μακροχρόνια άνεργοι, ποσοστό αυξημένο κατά 26,3% την τελευταία εξαετία.
Το τι γίνεται λοιπόν με την ανεργία και την ελαστική εργασία είναι η μία όψη του νομίσματος. Διότι η άλλη είναι τα διαρκώς αυξανόμενα τμήματα νεόπτωχων εργαζόμενων που εργάζονται λίγο και προσωρινά και αμείβονται με αμοιβές 200-300 ευρώ τον μήνα! Μάλιστα το ανησυχητικό είναι ότι οι εργαζόμενοι αυτοί είναι κυρίως μεταξύ 20 και 29 ετών. Αυτοί οι εργαζόμενοι δεν καταφέρνουν να πιάσουν σε ετήσια βάση ούτε καν το επίσημο όριο φτώχειας, αφού το εισόδημά τους υπολείπεται κατά πολύ των 4.500 ευρώ ετησίως. Αποκαλυπτικός ήταν ο καθηγητής Σ. Ρομπόλης, ο οποίος σημείωσε ότι «εκτός από τις παραδοσιακές ομάδες οι οποίες σήμερα αποτελούν την κατηγορία των φτωχών (άνεργοι και κοινωνικά αποκλεισμένοι, όσοι δεν λαμβάνουν σύνταξη κι όσοι λαμβάνουν επίδομα πρόνοιας 200 έως 250 ευρώ), έρχεται προοδευτικά με αυξανόμενη τάση να προστεθεί άλλη μια κατηγορία φτωχών που θα είναι οι εργαζόμενοι-φτωχοί». Το φαινόμενο έχει υπαίτιους και είναι οι κυβερνήσεις και οι δανειστές ΕΕ-ΔΝΤ που επέβαλαν και ψήφισαν το αντεργατικό νομοθετικό πλαίσιο της λεγόμενης απελευθέρωσης (για το κεφάλαιο!) των εργασιακών σχέσεων, που αμείβονται με ψίχουλα. Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα ο μέσος μισθός για πάνω από 100.000 εργαζομένους μερικής απασχόλησης διαμορφώνεται στα 393,79 ευρώ, ενώ ο ένας στους δύο εργαζομένους λαμβάνει μισθό κάτω των 800 ευρώ. Πώς να μην είναι το 35,6% του πληθυσμού, δηλαδή 3.789.300 άτομα, αντιμέτωπο με τον κίνδυνο της φτώχειας ή τον κοινωνικό αποκλεισμό, όπως ομολογεί και η ΕΛΣΤΑΤ, όταν η Ελλάδα τείνει να γίνει Βουλγαρία και Ρουμανία, καθώς κατέχει την τρίτη χειρότερη θέση για τον κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού;