του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Οι νικήτριες ιαχές του Τσίπρα υψώνονται για μια ακόμη φορά αλλά με προεξάρχουσα την ιλατροτραγωδία. Ιλαρότητα για τα καμώματα του Φασουλή που παριστάνει τον Ήρωα, τραγωδία για τα νέα βάρη που επισωρεύονται χωρίς ορατό και πραγματικό τέλος –μαρτύριο του Σίσυφου– στις πλάτες του ελληνικού λαού. Ακόμη και οι αστοί δημοσιολόγοι εν χορώ εκτιμούν ότι το ουσιαστικό κέρδος της συμφωνίας του Γιούρογκρουπ συνιστά η λήψη της δόσης για την αποφυγή και της τυπικής (η ουσιαστική είναι δεδομένη) χρεοκοπία. Αλλά και η δόση δεν θα δώσει κάποια ανάσα στην εσωτερική αγορά, αφού απ’ τα 8,5 δισ. της δόσης, τα 8,2 θα δοθούν στους δανειστές — Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει…
Η συμφωνία είναι άκρως εξευτελιστική για την κυβέρνηση, αφού αναγκάστηκε να προνομοθετήσει εξοντωτικά αντιλαϊκά μέτρα που η ίδια χαρακτήριζε αντιδημοκρατικά και αντισυνταγματικά, χωρίς να εξασφαλίσει τη, δεσμευτική έστω, δήλωση για ρύθμιση του χρέους. Η πρόσδεση της κυβέρνησης στους εκβιασμούς της χρεομηχανής εκφράζεται και με την ωμή απειλή των δανειστών ότι δεν θα δρομολογηθεί η «ρύθμιση» του χρέους, αν δεν εφαρμοστούν μέχρι κεραίας τα μέτρα. Το χείριστο όμως δεν είναι ο εξευτελισμός της κυβέρνησης. Ο διαρκής συμβιβασμός, εξάλλου, την έχει προικίσει με το σύνδρομο του μιθριδατισμού. Το χείριστο είναι ότι η κυβέρνηση, που κομπάζει ότι «θα μας βγάλει απ’ τα μνημόνια», στην πραγματικότητα μας επιβάλλει ένα μνημόνιο διαρκείας, μέχρι το 2060 ή και το 2075, αν υπάρξει επιμήκυνση αποπληρωμής ως 15 έτη. Πράγμα που σημαίνει ότι θα εφαρμοστούν και θα παγιωθούν στη χώρα μας οι νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις του ολοκληρωτικού καπιταλισμού που θα εδραιώσουν την υποδεέστερη θέση της ελληνικής οικονομίας στην ΕΕ, θα υποβαθμίσουν σταθερά το βιοτικό επίπεδο του λαού, θα μονιμοποιήσουν το κράτος έκτακτης ανάγκης.
Οι ψηφίδες της συμφωνίας συνθέτουν μια εκτρωματική εικόνα. Στα προαπαιτούμενα της συμφωνίας περιλαμβάνει πλεόνασμα 2,7% για το 2017. Αν δεν καλυφθεί απ’ την ανάπτυξη, πράγμα σχεδόν βέβαιο, αφού προβλέπεται ανάπτυξη 1% έως 1,5%, το κενό θα καλυφθεί από νέους φόρους και περικοπές. Το ίδιο ισχύει για την πενταετία 2018-2022 των πρωτογενών πλεονασμάτων του 3,5-4%. Επιπλέον, η χώρα οφείλει να καταβάλει υψηλά τοκοχρεολύσια στο διάστημα 2019-2022. Επειδή το μνημονιακό πρόγραμμα ολοκληρώνεται το 2018, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να προσφύγει στις αγορές. Αν όμως λόγω δυσκολιών και υψηλού επιτοκίου, δεν καλύψει απ’ αυτήν την πηγή το απαιτούμενο ποσό, αναπόφευκτα θ’ ακολουθήσει την πεπατημένη: την προσφυγή, δηλαδή, σε νέο μνημόνιο, το πέμπτο κατά σειρά. Αυτός ο κίνδυνος θα κάνει την ελληνική κυβέρνηση ενδοτική και στις πιο εξωφρενικές απαιτήσεις των δανειστών.
Η ταύτιση της ολοκλήρωσης του τρίτου μνημονιακού προγράμματος με την οριστική έξοδο απ’ τα μνημόνια αποτελεί μια ακόμη ακραία δημαγωγία. Από το 2018 εγκαινιάζεται ένα ιδιόμορφο τέταρτο μνημόνιο που αποτελείται από τα μέτρα του 2019-20 και τα πρωτογενή πλεονάσματα του μεσοπρόθεσμου προγράμματος μέχρι και το 2022. Εξάλλου, δεν έχει αποκλειστεί ένα πέμπτο τυπικό μνημόνιο, αν ναυαγήσει η έξοδος στις αγορές ή δεν αποδώσει τα αναμενόμενα. Και φυσικά η εποπτεία των δανειστών δεν αναιρείται αλλά παρατείνεται μέχρι το 2060 ή και ως το 2075 για να ελέγχεται η εξασφάλιση και καταβολή του πλεονάσματος του 2% του ΑΕΠ απ’ το 2023 ως το 2060 τουλάχιστον. Αλλά, πέραν τούτων, οι φωστήρες των μνημονίων παραβλέπουν τη θεσμοθετημένη στην ΕΕ εποπτεία του προϋπολογισμού σε εξαμηνιαία βάση για τον έλεγχο της δημοσιονομικής ισορροπίας (όριο του ελλείμματος κάτω του 3% του ΑΕΠ και του ελλείμματος του προϋπολογισμού ως το 60% του ΑΕΠ) και την υποχρεωτική –με μέτρα– διόρθωση των υπερβάσεων.
Η ρύθμιση του χρέους αποτελεί «το άγιο δισκοπότηρο» του ΣΥΡΙΖΑ. Επιδιώκει μία συμφωνία με τους δανειστές που θα του επιτρέψει να τη χρησιμοποιήσει ως μεγάλη αναπτυξιακή αφήγηση για να παραπλανήσει τις μάζες ότι έτσι θα ανοίξει ο κρουνός των επενδύσεων. Οι ελπίδες αναδιάρθρωσης του χρέους με κάποια μορφή μείωσής του έχουν οριστικά αποκλειστεί, αφού θεωρείται ασύμβατο με τη λογική των αγορών και τη συνείδηση της πλειοψηφίας των πολιτών, που έχουν διαβρωθεί από το στερεότυπο ότι «χαρίζονται λεφτά στους τεμπέληδες Έλληνες». Απεναντίας, οι κυρίαρχες οικονομικά χώρες χρησιμοποιούν το χρέος σαν «χρυσοτόκο όρνιθα», για να απομυζούν υποδεέστερες οικονομίες. Με το θηριώδες πλεόνασμα του 3,5% του ΑΕΠ για την πενταετία 2018-2022 και το πλεόνασμα του 2% του ΑΕΠ για το διάστημα 2023-2060, οι δανειστές ευελπιστούν ότι το χρέος στο 2060 θα έχει μειωθεί στο όριο του 60-65% του ΑΕΠ, δηλαδή στα όρια που επιβάλει το Δημοσιονομικό Σύμφωνο της ΕΕ. Προβλέπεται επιμήκυνση αποπληρωμής (0-15 έτη) που επιφέρει κάποια μείωση στις δόσεις αλλά παρατείνει το βραχνά του χρέους, την επιτήρηση και αυξάνει τους τόκους. Παρά τα λεγόμενα, στη συμφωνία δεν περιλήφθηκε μείωση των επιτοκίων. Τα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2018 έως το 2060 θα αποδώσουν το μυθώδες ποσό των 185-190 δισ. περίπου, ήτοι 37,5 δισ. για την πενταετία 2018-2022 και 148 δισ. για το διάστημα 2023-2060. Εξάλλου, καταστροφική απειλεί να αποδειχθεί η εξόφληση του χρέους βάσει της ρήτρας ανάπτυξης για μια χώρα που θα προσπαθεί να ορθοποδήσει οικονομικά. Σε περιόδους κρίσης ή ύφεσης θα υπάρχουν μικρότερες αποπληρωμές και το υπόλοιπο της αποπληρωμής θα προστίθεται στο ποσό που θα καταβάλλεται σε καλύτερη περίοδο. Αντί, δηλαδή, μια παραπαίουσα οικονομία να αξιοποιεί την καλή οικονομική περίοδο για να τονώσει την ανάπτυξή της θα πολλαπλασιάζει τις πληρωμές της στους δανειστές.
Η κυβέρνηση πανηγυρίζει γιατί στη συμφωνία συμπεριλήφθηκε η απόφαση του Γιούρογκρουπ από το Μάιο του 2016 για «μείωση» των χρηματοδοτικών δαπανών για αποπληρωμή του χρέους στο 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και στο 20% μακροπρόθεσμα. Όποιος όμως πανηγυρίζει για τέτοια επιτυχία είναι για τα πανηγύρια…
Σαν σανίδα σωτηρίας για την επιβίωση όχι της χώρας, αλλά της επιρροής του στο αριστερό ακροατήριο βλέπει ο ΣΥΡΙΖΑ το τρίπτυχο: χρέος – έξοδος στις αγορές – ανάπτυξη. Στην πραγματικότητα, η συμφωνία υποθηκεύει το παρόν και το μεσομακροπρόθεσμο μέλλον (2060 και βάλε) της χώρας. Η «καθαρότητα» της διευθέτησης του χρέους που επαιτούσε η ελληνική κυβέρνηση δεν δόθηκε. Έτσι, απετράπη η ένταξη στο πολυδιαφημισμένο QE (2-3 δισ. θα έδινε), που κατά πάσα πιθανότητα τερματίζεται το 2017. Η απεξάρτηση από τα μνημόνια και η δανειοδότηση απ’ τις αγορές αφενός θα πραγματοποιηθεί με υψηλά επιτόκια (γύρω στο 5%) δεν αποτελεί επομένως πανάκεια (μην ξεχνάμε ότι η ελληνική οικονομία απ’ τις αγορές δανειζόμενη δημιούργησε το δυσθεώρητο χρέος), αφετέρου θα εξασφαλιστεί με όρους «αξιοπιστίας», που απαιτούν ΕΕ και αγορές, δηλαδή με την ασφυκτική υποταγή της ελληνικής οικονομίας και πολιτικής. Είναι χαρακτηριστική η ιταμή δήλωση του επικεφαλής του ESM Κ. Ρέγκλινγκ που «κάρφωσε» υπουργούς της ελληνικής κυβέρνησης γιατί αντιδρούν στις «μεταρρυθμίσεις» και δη στις αποκρατικοποιήσεις. Η μονοδιάστατη εξάρτηση της ανάπτυξης απ’ τις αγορές (στο όνομα της «ανάκτησης» της εθνικής ανεξαρτησίας), οψέποτε υπάρξει, θα είναι αναιμική και αντιλαϊκή. Γι’ αυτό συνηγορούν: οι διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, όπως το ασφαλιστικό, η ανεργία, το χρέος, η λιτότητα, η συρρίκνωση της εσωτερικής αγοράς, το χάσμα της ανταγωνιστικότητας που επισημαίνει και το ΔΝΤ, η επιταχυνόμενη εκποίηση στρατηγικών τομέων της οικονομίας (βλ. ΔΕΗ) που θα αποτελούσαν τους πυλώνες μιας ανάπτυξης, η διαρροή των κερδών στο εξωτερικό, η κατεύθυνση της όποιας ανάπτυξης με γνώμονα τα συμφέροντα των αγορών και των μονοπωλίων, χωρίς στοιχειώδη σχεδιασμό. Τέλος, η Τράπεζα Ανάπτυξης που αναγγέλθηκε είναι ακόμη ένας δούρειος ίππος για τη δημιουργία παραρτήματος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανάπτυξης για «μπίζνες» των τοκογλύφων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Τούτων δοθέντων, είναι ηλίου φαεινότερο ότι η όποια καπιταλιστική ανάπτυξη θα αποτελεί τη δεύτερη προωθημένη φάση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, με προεξάρχοντα το ξένο κεφάλαιο και την ελληνική ολιγαρχία, με εργασιακό Νταχάου, άγρια λιτότητα και μαζική ανεργία. Άρα, όσο ποτέ αναγκαία η έξοδος από ΕΕ.