του Άρη Χατζηστεφάνου
Μετά την ήττα που υπέστη στις πρόσφατες εκλογές, η πρωθυπουργός και ηγέτης των Τόρις χρησιμοποιείται πλέον άλλοτε σαν πολιορκητικός κριός και άλλοτε σαν σάκος του μποξ,
με στόχο να περάσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα αντιλαϊκά μέτρα, τα οποία λίγοι πολιτικοί θα είχαν το θάρρος ακόμη και να ψελλίσουν στους ψηφοφόρους τους.
Με την ουρά κάτω από τα σκέλια προσήλθαν οι Βρετανοί αξιωματούχοι στις πρώτες διαπραγματεύσεις για το Brexit, μετά τις εκλογές. Ο λόγος δεν ήταν φυσικά ούτε η πορεία της βρετανικής οικονομίας, ούτε η έλλειψη ισχυρών διαπραγματευτικών θέσεων αλλά η εκλογική πανωλεθρία που υπέστη η Τερέζα Μέι, καταφέρνοντας να κερδίσει τις ψήφους και να χάσει την πολιτική μάχη. Έτσι, οι Βρυξέλλες ξεκίνησαν με… γκολ από τα αποδυτήρια, αναγκάζοντας τον αρμόδιο Βρετανό υπουργό για τις διαπραγματεύσεις, Ντέιβιντ Ντέιβις, να αποδεχθεί το χρονοδιάγραμμα του διαζυγίου πριν ξεκινήσουν οι συνομιλίες για τις σχέσεις της χώρας του με την κοινή αγορά της ΕΕ.
Η πρόσκαιρη αισιοδοξία της Μέι, ότι θα μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού με το ακροδεξιό και «ψεκασμένο» κόμμα των Ιρλανδών Ενωτικών φαίνεται να πέφτει στο κενό. Το πρόβλημα στη συνεργασία δεν ήταν ούτε οι ακραίες θέσεις του DUP σε σειρά κοινωνικών ζητημάτων ούτε το γεγονός ότι στους κόλπους του κόμματος συναντάς ακόμη στελέχη του τρομοκρατικού παρακράτους που μάχονταν τον IRA. Η διαφωνία προέκυψε από τις απαιτήσεις των Ενωτικών για αύξηση των κρατικών δαπανών και προνομιακή φορολογική μεταχείριση εταιρειών στη Βόρεια Ιρλανδία. Το αποτέλεσμα είναι ότι η κυβέρνηση μειοψηφίας μπορεί να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή με την πρώτη κατάθεση πρότασης μομφής.
Για πρώτη φορά εδώ και τέσσερις δεκαετίες, η πρωθυπουργός μιας μειοψηφικής κυβέρνησης παρουσίασε το νομοθετικό έργο της κυβέρνησης κατά τη διάρκεια της περίφημης ομιλίας της βασίλισσας (κάτι σαν τη ΔΕΘ για μοναρχικά καθεστώτα). Παρά το γεγονός πάντως ότι αναγκάστηκε να αποσύρει ορισμένα από τα πιο επιθετικά μέτρα με υψηλό πολιτικό κόστος, όπως η κατάργηση των γευμάτων στα σχολεία, η Μέι δεν υποχώρησε στην πολιτική λιτότητας και το πάγωμα των επιδομάτων και των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων. Στο επίκεντρο βρέθηκε το νομοθετικό πρόγραμμα που σχεδιάζουν οι Συντηρητικοί για το πέρασμα της ευρωπαϊκής νομοθεσίας στο βρετανικό δίκαιο, όταν ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις. Στόχος τους είναι να παρακάμψουν το κοινοβούλιο και να δώσουν σε υπουργούς και δημόσιους λειτουργούς υπερεξουσίες με τις οποίες θα εισάγουν ή θα τροποποιήσουν περίπου 19.000 νόμους, πέρα από κάθε άμεσο δημοκρατικό έλεγχο.
Αρκετοί σχολιαστές σημείωναν ότι το πολιτικό κουφάρι της Μέι χρησιμοποιείται πλέον άλλοτε σαν πολιορκητικός κριός και άλλοτε σαν σάκος του μποξ για να περάσουν αντιλαϊκά μέτρα, τα οποία λίγοι πολιτικοί θα είχαν το θάρρος να ψελλίσουν στους ψηφοφόρους τους. Σε κάθε περίπτωση, καθώς συμπληρωνόταν ένας χρόνος από το δημοψήφισμα για το Brexit, η πρωθυπουργός δέχθηκε καταιγισμό χτυπημάτων, για τα οποία βέβαια ευθύνεται η πολιτική που άσκησε η ίδια και οι προκάτοχοί της. Άλλωστε, τα τρία πρόσφατα τρομοκρατικά χτυπήματα συνδέονται άμεσα με τις δυνάμεις τζιχαντιστών που ενίσχυε το Λονδίνο (άμεσα ή μέσω της συνεργασίας του με τη Σαουδική Αραβία και τις ΗΠΑ) για την ανατροπή του Καντάφι στη Λιβύη και αργότερα του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία. Ακόμη όμως και τα τρομοκρατικά χτυπήματα εναντίον μουσουλμάνων είναι αποτέλεσμα της ρητορικής μίσους και ισλαμοφοβίας που προωθεί συντεταγμένα το πολιτικό και μιντιακό κατεστημένο, προκειμένου να δικαιολογεί την επιθετική πολιτική της Βρετανίας στη Μέση Ανατολή. Όσο για την τραγωδία στον πύργο του Γκρένφελ ήταν μια προδιαγεγραμμένη οικονομική «δολοφονία», για την οποία συνεργάστηκαν κυβερνητικοί και κρατικοί αξιωματούχοι, η δημοτική αρχή και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις του real estate, στις οποίες έχει περάσει ο έλεγχος των εργατικών κατοικιών από τα χρόνια της Θάτσερ.
Πάντως, η πολιτική πανωλεθρία της Μέι, που επιτρέπει στον Τζέρεμι Κόρμπιν να δηλώνει πρωθυπουργός εν αναμονή, δίνει τη δυνατότητα στην ΕΕ να κουνά το δάχτυλο στην Βρετανία, παρά το γεγονός ότι τα πραγματικά δεδομένα της διαπραγμάτευσης δεν έχουν αλλάξει. Είναι χαρακτηριστικό ότι με τη συμπλήρωση ενός χρόνου από το δημοψήφισμα είναι πλέον σαφές ότι διαψεύσθηκαν οι Κασσάνδρες που προέβλεπαν την κατάρρευση της βρετανικής οικονομίας.
Αν και οι περιστάσεις δεν προσφέρονται για εύκολους απολογισμούς (καθώς το Brexit δεν έχει ξεκινήσει και η βρετανική οικονομία βρισκόταν ήδη σε συστημική κρίση — γεγονός άλλωστε που καθόρισε και την ψήφο των Βρετανών) ο μέχρι στιγμής απολογισμός είναι θετικός. To Βρετανικό ΑΕΠ σημείωσε αύξηση ενώ οι εξαγωγικοί τομείς γνωρίζουν τρομακτική άνθηση, λόγω της πτώσης της ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος. Ο βασικός δείκτης του βρετανικού χρηματιστηρίου FTS100 πραγματοποιεί ράλι σχεδόν από τις πρώτες ημέρες του δημοψηφίσματος μέχρι σήμερα.
Προφανώς η πτώση της λίρας δεν αποτελεί ευλογία για όλους, καθώς μάλιστα συνοδεύτηκε και από μικρή αύξηση του πληθωρισμού (ένα πολύ πιο σύνθετο φαινόμενο το οποίο σχετίζεται με την ευρύτερη πολιτική της κεντρικής τράπεζας). Οι επιπτώσεις όμως για τον πληθυσμό, που ούτως η άλλως είναι προς το παρόν ανεπαίσθητες, θα μπορούσαν να αντισταθμιστούν πολύ εύκολα αν η κυβέρνηση της Τερέζα Μέι δεν επιδίδονταν σε ολομέτωπη επίθεση λιτότητας απέναντι στα χαμηλότερα στρώματα. Εξαίρεση αποτελεί το κόστος των διακοπών στο εξωτερικό αλλά και το κόστος λειτουργίας για τους ιδιοκτήτες ορισμένων μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ που είδαν τα κέρδη τους να μειώνονται και τις μετοχές τους να πέφτουν.
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο απόηχος του δημοψηφίσματος και η προετοιμασία για το Brexit δημιουργούν νικητές και ηττημένους στην οικονομική ελίτ — γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στα διαφορετικά στρατόπεδα του «μαλακού» και «σκληρού» Brexit στο εσωτερικό των δυο μεγάλων κομμάτων. Παρ’ όλα αυτά, για τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα η απαγκίστρωση από τη νεοφιλελεύθερη ΕΕ προσφέρει πολύ μεγαλύτερη ευελιξία για διεκδικήσεις — ακόμη και στο πλαίσιο της μετριοπαθούς κεϋνσιανής πολιτικής που υπόσχεται ο Κόρμπιν. Οι Συντηρητικοί, όμως, με την τελευταία τους ανάσα θα προσπαθήσουν να μετατρέψουν την ευκαιρία για τους πολλούς σε πλεονέκτημα για τους λίγους.