παρουσίαση: Μπάμπης Συριόπουλος
Τα 100χρονα του Οκτώβρη δεν μπορεί να είναι ένα καταφύγιο από τις σημερινές δυσκολίες ούτε νοσταλγική επιστροφή σε μία εποχή «χαμένης αθωότητας» για το κομμουνιστικό κίνημα. Αντίθετα, είναι μια αφορμή αναστοχασμού για τη στρατηγική και την τακτική που οδήγησε
σε αυτή την κοσμοϊστορική ανατροπή και τις αναλογίες με την παρούσα κατάσταση
Αυτές τις μέρες εκδόθηκε και κυκλοφορεί το 4ο τεύχος των Τετραδίων Μαρξισμού για την κομμουνιστική απελευθέρωση, το οποίο θα είναι διαθέσιμο στις εκδηλώσεις των φεστιβάλ των Αναιρέσεων.
Σε αυτό το τεύχος συνεχίζεται το αφιέρωμα στην Οκτωβριανή επανάσταση. Το αυξημένο ενδιαφέρον με αφορμή τα 100χρονα του Οκτώβρη που συμπληρώνονται φέτος, δεν μπορεί να είναι ένα καταφύγιο από τις σημερινές δυσκολίες ούτε νοσταλγική επιστροφή σε μία εποχή «χαμένης αθωότητας» για το κομμουνιστικό κίνημα. Αντίθετα, είναι μια αφορμή αναστοχασμού για τη στρατηγική και την τακτική που οδήγησε σε αυτή την κοσμοϊστορική ανατροπή και τις αναλογίες με την παρούσα κατάσταση. Κυρίως, όμως, είναι αναγκαία μία προσεκτική εξέταση των θεσμών που προέκυψαν και των απαντήσεων που δόθηκαν στα δύσκολα διλήμματα που τέθηκαν στους Ρώσους κομμουνιστές. Αυτή τη δεύτερη ανάγκη προσπαθεί να καλύψει το δεύτερο μέρος του αφιερώματος στον Οκτώβρη του 1917, που περιλαμβάνεται στο 4ο τεύχος. Το αφιέρωμα αρχίζει με τη συνέχεια του χρονολόγιου από το 1921 μέχρι το 1991, από τον Αντώνη Κασίτα με τη συμβολή του Γιώργου Μιχαηλίδη.
Ο Αλέξανδρος Χρύσης εξετάζει την Οκτωβριανή επανάσταση ως «συμβάν», σύμφωνα με την αντίληψη του γάλλου φιλοσόφου Αλαίν Μπαντιού. Ο Χρύσης απορρίπτει τη θεωρία σύμφωνα με την οποία τα επαναστατικά γεγονότα προκύπτουν χωρίς αιτία, χωρίς προμηνύματα, χωρίς ένα κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο και κυρίως χωρίς μια σταθερή πολιτική στράτευση, που να «οργανώνει» αυτό το υποκείμενο. Αντίληψη που εμφανίζει τον Οκτώβρη ως κάτι αναπάντεχο, σχεδόν θαύμα, που διασώζεται μεν στη σφαίρα των ιδεών αλλά όχι στη σφαίρα των ιστορικών και κοινωνικών δυνατοτήτων.
Ο Δημήτρης Καλτσώνης αναφέρεται στα πρώτα σοβιετικά συντάγματα και τις προσπάθειες κωδικοποίησης νομικών κανόνων που αποτύπωναν τις κοινωνικές κατακτήσεις της επανάστασης και πρωτοφανή δικαιώματα σε όλους τους τομείς του δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου. Ταυτόχρονα καταγράφει την αποτύπωση των υποχωρήσεων της σοσιαλιστικής δημοκρατίας και των ατομικών δικαιωμάτων, όπως αποτυπώθηκαν στα μετέπειτα συντάγματα της Σοβιετικής Ένωσης και άλλων χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ο Αλέξανδρος Καπακτσής εστιάζει στην εσωκομματική σύγκρουση και στις ολέθριες συνέπειές της στο «λεπτότατο στρώμα» της προλεταριακής και κομμουνιστικής πρωτοπορίας που είχε απομείνει μετά τον εμφύλιο και την παραγωγική καταστροφή, με αποτέλεσμα την κυριαρχία της λογικής της αυτάρκειας του αγρότη μικροϊδιοκτήτη που αποκρυσταλλώθηκε στο «σταλινισμό». Ο Αλέκος Αναγνωστάκης επικεντρώνει στην επίδραση που είχε η στρατιωτική οργάνωση και πειθαρχία στις κομματικές δομές, εξαιτίας του εμφυλίου, που κατέληξε στην ιεραρχική αποστέωση του κόμματος των μπολσεβίκων και στην υποκατάσταση της εργατικής εξουσίας από την εξουσία του κόμματος. Τονίζει επίσης την ανάγκη μιας θεωρίας της μετάβασης.
Ο Γιώργος Ρούσης αποδίδει την τελική αποτυχία του πρώτου αυτού σοσιαλιστικού εγχειρήματος, εκτός από τις αντικειμενικές δυσκολίες, στην απόλυτη προτεραιότητα που δόθηκε στην οικονομική ανάπτυξη (ένας τέτοιος «οικονομισμός» ανιχνεύεται και σε κείμενα του Μαρξ). Αυτή η αποτυχία δεν είναι τελική σε καμία περίπτωση, ενώ προκρίνεται ένα άλλο μοντέλο ανθρώπινων αναγκών μακριά από τα καπιταλιστικά καταναλωτικά πρότυπα. Ο Περικλής Παυλίδης θεωρώντας τα σοσιαλιστικά εγχειρήματα του 20ού αιώνα «πρώιμο σοσιαλισμό», εστιάζει στην ανεπάρκεια της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που χρειαζόταν τη «διεύθυνση ανθρώπου από άνθρωπο», σε αντίθεση με τη σημερινή τεχνολογία που την καθιστά σε μεγάλο βαθμό άχρηστη. Σήμερα μπορούν να λυθούν και οι άλλες κοινωνικές αντιθέσεις και όχι μόνο αυτή ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Οι Παναγιώτης Μαυροειδής και Βασίλης Μηνακάκης στο άρθρο τους εστιάζουν στο θετικό πρόσημο που δόθηκε στον «κρατικό καπιταλισμό» από το Λένιν και τους μπολσεβίκους με αποτέλεσμα, και μετά την πολιτική της ΝΕΠ, την απορρόφηση της σοβιετικής εξουσίας από τα καπιταλιστικά κριτήρια και τη σταδιακή κυριαρχία των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων.
Στο 4ο τεύχος φιλοξενούνται επίσης δύο παλιότερα μεταφρασμένα κείμενα δύο πολύ σημαντικών μαρξιστών φιλοσόφων. Στο πρώτο, του Έβαλντ Ιλιένκοφ, αναδεικνύεται η κριτική που διαπνέει το σύνολο του έργου του Μαρξ απέναντι στις αποξενωτικές συνέπειες της ατομικής ιδιοκτησίας, των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων και του ίδιου του κράτους, ενώ σ αυτούς τους παράγοντες αποδίδει και τα προβλήματα της τότε Σοβιετικής Ένωσης. Το δεύτερο κείμενο είναι του Ίστβαν Μεσάρος και εστιάζει στη διάσταση της εργατικής εξουσίας από την ίδια την εργατική τάξη. Αυτή η διάσταση είναι προβληματική και όχι οι συνθήκες στο όνομα των οποίων δικαιολογείται. Η απόσπαση πλεονάσματος, κρατικά οργανωμένη, είναι η κατάληξη.
Στη σοβιετική λογοτεχνία των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων και στη γενιά των λογοτεχνών που εμπνεύστηκαν από την εποποιία της επανάστασης και του εμφύλιου από τη μία άκρη στην άλλη της νεογέννητης Σοβιετικής Ένωσης, αναφέρεται ο Παναγιώτης Μανιάτης. Τα δύο επόμενα κείμενα του αφιερώματος, το ένα των Σπύρου Ποταμιά και της Ηρούς Μανδηλαρά και το άλλο του Γιώργου Γρόλλιου εξετάζουν τις απόψεις για τον πολιτισμό και το εκπαιδευτικό σύστημα των πρώτων σοβιετικών χρόνων καθώς και τις διαμάχες ανάμεσα στα παιδαγωγικά μοντέλα και στα πολιτιστικά ρεύματα σε σχέση με τις γενικότερες αντιπαραθέσεις γύρω από την οργάνωση της εργασίας και των συνδικάτων.
Εκτός από το αφιέρωμα στην Οκτωβριανή επανάσταση, στο 4ο τεύχος των Τετραδίων υπάρχουν μία σειρά σχολίων για επίκαιρα θέματα, παρεμβάσεις για τον πολιτισμό, βιβλιοκριτικές και άλλα κείμενα.