του Αντώνη Δραγανίγου
η πολιτική κατάσταση αλλάζει αρχίζει να γίνεται ευρύτερη συνείδηση. Μια κοινωνία που στενάζει, μια κυβέρνηση που χάνει με επιταχυνόμενο ρυθμό τα στηρίγματά της στα εργατικά λαϊκά στρώματα, μια απίστευτα «βαριά» αντιλαϊκή συμφωνία δεκαετιών που θα γίνει ακόμα πιο τραγική καθώς από Σεπτέμβρη ξεκινάει η τρίτη, η τέταρτη και ποιος ξέρει ακόμα ποια αξιολόγηση. Τα πολιτικά καύσιμα του ΣΥΡΙΖΑ εξαντλούνται.
Το ερώτημα σε αυτές τις συνθήκες είναι πώς μπορεί να σταματήσει η επέλαση, να υπάρξει εργατική λαϊκή αντεπίθεση, να ανατραπεί η βάρβαρη αστική, μνημονιακή πολιτική, να μπει σε κρίση και να ηττηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, να απελευθερωθούν δυνάμεις, όχι προς την νεοφιλελεύθερη αντιπολίτευση, αλλά προς το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και την αριστερά της ανατροπής. Αυτή πρέπει να είναι η φιλοδοξία μας.
Η αντιπαράθεση με την κυβερνητική πολιτική πρέπει να είναι συνολική και να έχει σαν στόχο την ανατροπή της. Όχι «στα σημεία», όπως για παράδειγμα κάνει το ΚΚΕ που δεν θέτει συνολικό ζήτημα ανατροπής της επίθεσης. Όσο σημαντικό και αν είναι το κάθε μέτωπο (ελαστική εργασία, συλλογικές συμβάσεις, δημοκρατία κλπ), μόνο όταν το εργατικό και λαϊκό κίνημα και η αριστερά φτάσουν να θέσουν πολιτικό ζήτημα ρηγμάτων και ανατροπής της μνημονιακής πολιτικής κεφαλαίου-ΕΕ-ΔΝΤ και της ίδιας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ, όταν τους επιστρέψουν το εκβιαστικό επιχείρημα «αν μας ρίξετε θα φέρετε τον Μητσοτάκη», θα αλλάζει ο συσχετισμός δυνάμεων προς τα αριστερά και οι αγώνες θα αποκτούν την αποφασιστικότητα και την κλιμάκωση που απαιτούν οι συνθήκες.
Το κίνημα που απαιτείται για την ανατροπή της κυβέρνησης και της καπιταλιστικής επίθεσης απαιτεί άλλο περιεχόμενο, διαφορετικό αγωνιστικό σχεδιασμό από τον υποταγμένο συνδικαλισμό, άλλο «κέντρο αγώνα» που θα επιδιώκει να τον υλοποιήσει.
Σε αυτό πάνω από όλα δεν ανταποκρίνονται οι άλλες δυνάμεις της αριστεράς, όπως φάνηκε και από την πρόταση για την «κοινή δράση» ενόψει της δεύτερης αξιολόγησης που τους απεύθυνε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ούτε η άρνηση του ΚΚΕ να την συζητήσει, συνεχίζοντας παράλληλα στο πανεργατικό επίπεδο να ακολουθεί τον δήθεν «αγωνιστικό» βηματισμό της γραφειοκρατίας, ούτε οι δικαιολογίες της ΛΑΕ περί «πλατύτητας», που παρά τα βήματα κοινής δράσης, αρνείται να συμβάλλει στις υπαρκτές προσπάθειες συντονισμού πρωτοβάθμιων σωματείων, θα αποτρέψουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ από το να συμβάλλει σε νέες πρωτοβουλίες για την ταξική ανασυγκρότηση του κινήματος και την οικοδόμηση ενός διαφορετικού κέντρου αγώνα.
Παράλληλα με την επιδίωξή μας αυτή και διαλεκτικά δεμένη μαζί της, είναι η πάλη για την συσπείρωση των πιο πλατιών δυνάμεων γύρω από ένα πρόγραμμα ρήξης και αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης. Σε αυτή την κατεύθυνση η ΑΝΤΑΡΣΥΑ διατύπωσε την πρόταση για τον «κοινό βηματισμό, τον διάλογο και τη πολιτική συνεργασία των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής, αντιιμπεριαλιστικής, αντιΕΕ αριστεράς και τις πολύμορφες δυνάμεις που κινούνται σε λογική ανατροπής και έρχονται σε ρήξη με τις λογικές της διαχείρισης του συστήματος». Η πολιτική αυτή παρέμβαση άνοιξε δρόμους. Έβαλε στο διάλογο τα μεγάλα θέματα της «άλλης αριστεράς» (ΕΕ, «αριστερή κυβέρνηση», πρόγραμμα, κίνημα κλπ), επικοινώνησε με αγωνίες και αναζητήσεις χιλιάδων αγωνιστών, άνοιξε διαύλους διαλόγου με ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων και ρευμάτων. Παρά το θετικό της πρόσημο και τη συμφωνία αρκετών δυνάμεων και αγωνιστών σε βασικούς προγραμματικούς της στόχους, φάνηκε ότι αυτή την στιγμή η δυνατότητα για ένα συνολικό μετωπικό βήμα δεν έχει ωριμάσει. Μας επιτρέπει όμως να συνεχίσουμε, πιο αποφασιστικά, πιο συστηματικά, την πολιτική πρωτοβουλία.
Με στήριξη και βήματα μαζί με εκείνο το δυναμικό που τοποθετείται πιο αποφασιστικά υπέρ της συνεργασίας των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής, αντιιμπεριαλιστικής, αντιδιαχειριστικής αριστεράς. Με συσπείρωση δυνάμεων που θα εμπνεύσει και θα «παρασύρει» όσους στέκονται με σκεπτικισμό. Με σαφή διαχωρισμό από προτάσεις για άλλα μέτωπα («αντιμνημονιακό, πατριωτικό, δημοκρατικό», ή «μέτωπο» γύρω από το «Κόμμα») και τις μορφές που τα προωθούν. Μακριά από εκλογικίστικες λογικές και αποσύνδεση της πολιτικής μας πρότασης (το περιεχόμενο και τις δυνάμεις που απευθύνεται) από τις «εκλογικές συμμαχίες».
Με σταθερότητα στην αντίληψη, αφού μόνο έτσι χτίζεις δεσμούς εμπιστοσύνης με το μαχόμενο κόσμο, με ανοιχτό πνεύμα απέναντι στα πολύμορφα και αντιφατικά ρεύματα που αποδεσμεύονται από τον κυβέρνηση και το ρεφορμισμό μπορούμε να δημιουργήσουμε την αριστερά της ανατροπής που δεν θα προδώσει τις ελπίδες ενός ολόκληρου κόσμου.