του Κώστα Πετρόπουλου
Βήμα στην κατεύθυνση της περαιτέρω ιδιωτικοποίησης-εμπορευματοποίησης του νερού, αποτελεί η Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) που υπογράφτηκε το προηγούμενο μήνα, σχετικά με τους κανόνες κοστολόγησης και τιμολόγησης υπηρεσιών ύδατος.
Η κυβέρνηση, από τη μία διακηρύσσει το δημόσιο χαρακτήρα του νερού ως κοινωνικό αγαθό και από την άλλη, με τη συγκεκριμένη απόφαση, επιβάλει «σφικτούς» λογιστικούς κανόνες στους παρόχους νερού (ύδρευσης και άρδευσης), μετατρέποντας το νερό από κοινωνικό αγαθό σε εμπόρευμα, για το οποίο θα χρειαστεί να βάλουμε βαθιά το χέρι στη τσέπη.
Στην ΚΥΑ που δημοσιεύτηκε στις 22/5 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 1751Β΄) τέθηκαν οι κανόνες κοστολόγησης του νερού και της τιμολόγησής του από τους παρόχους υπηρεσιών ύδατος, με στόχο την ανάκτηση του κόστους των υπηρεσιών ύδρευσης.
Ο πολίτης, πλέον, καλείται να πληρώσει για την παροχή δημόσιων υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, προκειμένου να έχει πρόσβαση στο κοινωνικό αγαθό που λέγεται νερό, σε «δημόσιους» –που ανεξαρτήτως του ιδιοκτησιακού τους καθεστώτοςθα λειτουργούν πλέον με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια– αλλά και ιδιωτικούς φορείς, οι οποίοι αναφέρονται ως «λοιποί φορείς», στον ορισμό των «Παρόχων υπηρεσιών ύδατος» στο άρθρο 3 της ΚΥΑ. Από τη στιγμή που τα χρήματα από τη διαρκώς ογκούμενη φορολόγηση των πολιτών κατευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση του χρέους, δεν περισσεύει δεκάρα τσακιστή για τις κοινωνικές ανάγκες.
Εκτός αυτού, η διαχείριση του νερού αλλά και γενικότερα των φυσικών πόρων, μπορεί να αποτελέσει ένα πεδίο ανάπτυξης επιχειρηματικής δραστηριότητας με σκοπό το κέρδος, όπως δείχνει και η διεθνής εμπειρία τόσο από τη Λατ. Αμερική όσο και από τη Δυτ. Ευρώπη. Έτσι, λοιπόν, και με τη συγκεκριμένη ΚΥΑ, διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις προκειμένου να καταστεί ο τομέας του νερού δελεαστικός για τους επενδυτές.
Χαρακτηριστικό της απόσυρσης του δημοσίου από την άσκηση κοινωνικής πολιτικής στην παροχή νερού είναι το γεγονός ότι ενώ δίδεται η δυνατότητα να υπάρχει κάποιας μορφής κοινωνικό τιμολόγιο (αρ. 9 παρ. 5.2) για τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, αυτό θα πρέπει να χωρέσει στα λογιστικά όρια που επιβάλει η πάση θυσία ανάκτηση του κόστους. Όπως ρητά αναφέρεται στην παρ. 5.4 του άρ. 9 «πιθανά κενά στην ανάκτηση κόστους, που θα προκύψουν λόγω της εφαρμογής των διατάξεων των παραγράφων 5.1 και 5.2 (βλ. κοινωνικό τιμολόγιο), θα καλύπτονται από τους υπόλοιπους χρήστες ύδατος του παρόχου». Όπως και στο ηλεκτρικό έτσι και στο νερό το «κοινωνικό τιμολόγιο» χρηματοδοτείται από μία –επιπλέον– «εισφορά κοινωνικής αλληλεγγύης» της πλειοψηφίας για τη στήριξη των κοινωνικά ασθενέστερων. Με απλά λόγια, παίρνουμε από τους φτωχούς για να δώσουμε στου φτωχότερους…
Σύμφωνα με την ΚΥΑ, δεν νοείται ελλειμματικός πάροχος. «Ο προσδιορισμός των τιμολογίων γίνεται κατά τρόπο ώστε τα συνολικά έσοδα να καλύπτουν το συνολικό κόστος των υπηρεσιών ύδατος του συγκεκριμένου παρόχου» (αρ. 9, παρ.1). Για τη βελτίωση της ανάκτησης κόστους υπηρεσιών, δίνεται προτεραιότητα στη μείωση του κόστους με πιθανές συνέπειες στη συντήρηση του δικτύου, αφού η διεθνής εμπειρία από την εμπορευματοποίηση δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών καταδεικνύει ότι είναι το πρώτο που πλήττεται. Στην περίπτωση που το συγκεκριμένο μέτρο δεν αποδώσει τα αναμενόμενα στον ισοσκελισμό εσόδων-εξόδων, προβλέπεται αύξηση των τιμολογίων. Το ότι η αύξηση των τιμολογίων συσχετίζεται με την αύξηση του ΑΕΠ (βλ. αρ. 9, παρ. 3), δεν έχει κανένα θετικό κοινωνικό αντίκτυπο, από τη στιγμή που χιλιάδες νοικοκυριά σε όλη τη χώρα ήδη αδυνατούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς ύδρευσης.
Αύξηση των λογαριασμών ύδρευσης το επόμενο διάστημα θα προκληθεί και από την επιβολή του «Περιβαλλοντικού Τέλους», το οποίο θεσμοθετήθηκε με την εν λόγω υπουργική απόφαση και αποτελείται από το «κόστος απόκλισης της κατάστασης των υδάτων από την καλή κατάσταση» (βλ. περιβαλλοντικό κόστος) και το «κόστος άλλων εναλλακτικών χρήσεων του ύδατος, οι οποίες είναι αναγκαίες σε περίπτωση που το Υδατικό Σύστημα (ΥΣ) χρησιμοποιείται πέραν του ρυθμού της φυσικής του αναπλήρωσης» (βλ. κόστος πόρου).
Η κυβέρνηση εκμεταλλευόμενη την απουσία, ουσιαστικά δημόσιας –προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας και με μέριμνα για την προστασία του περιβάλλοντος– πολιτικής διαχείρισης και προστασίας των υδάτινων πόρων, με τα αντίστοιχα εργαλεία –επαρκώς στελεχωμένες δημόσιες υπηρεσίες, ελεγκτικούς μηχανισμούς και εργαστήρια– διαμορφώνει ένα πλαίσιο προκειμένου η παροχή υπηρεσιών νερού να αποτελέσει πεδίο ανάπτυξης κερδοφόρων σχεδίων του κεφαλαίου.
Αντί να λάβει όλα εκείνα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να λυθούν προβλήματα ανεπάρκειας υδατικών πόρων ή κακής τους ποιότητας, τιμωρεί-αναγνωρίζει ως συνυπεύθυνους για τα προβλήματα αυτά τους εργαζόμενους στις πόλεις και την ύπαιθρο και γι’ αυτό τους επιβάλλει νέα χαράτσια μέσω των λογαριασμών του νερού.