Η Βρετανία, πάλαι ποτέ κυρίαρχη του πλανήτη και πρώτη αποικιοκρατική δύναμη, συνεχίζει να πρωτοστατεί στις επεμβάσεις σε διάφορες περιοχές και κυρίως στη Μέση Ανατολή. Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη και Συρία αποτελούν τους τελευταίους κρίκους σε αυτή την αλυσίδα, που μεγαλώνει βάσει του δόγματος ότι οι βομβαρδισμοί είναι το μόνο αξιόπιστο όπλο κατά της τρομοκρατίας. Μόνο που τα αποτελέσματα μαρτυρούν το ακριβώς αντίθετο…
του Νίκου Καπιτσίνη
Ένα ακόμη μέρος του πλανήτη βάφτηκε με αίμα αθώων. Σε ένα φαινόμενο που τείνει να γίνει καθημερινότητα στις χώρες της Μέσης Ανατολής και συνήθεια στο έδαφος της Ευρώπης, ήρθε η σειρά μιας ιστορικής πόλης της βορειοδυτικής Αγγλίας, του Μάντσεστερ, να γνωρίσει τη φρίκη της τρομοκρατίας. Ο μέχρι τώρα απολογισμός της βομβιστικής επίθεσης αυτοκτονίας σε συναυλιακό χώρο είναι 22 νεκροί, ανάμεσά τους πολλά παιδιά και 59 τραυματίες, καθώς το χτύπημα έγινε με τη λήξη της συναυλίας και τη ώρα που οι περίπου 21.000 θεατές αποχωρούσαν.
Πώς φτάσαμε, όμως, εδώ; Είναι γνωστό ότι το Ηνωμένο Βασίλειο πρωτοστάτησε στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή από το 2001 κι έπειτα, πιστό στο δόγμα ότι οι βομβαρδισμοί είναι το μόνο αξιόπιστο και σίγουρο όπλο κατά της τρομοκρατίας. Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη και Συρία αποτέλεσαν διαδοχικούς κρίκους στην αλυσίδα αυτού του δόγματος. Μόνο που η ιστορία έχει δείξει ότι φέρνει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα.
Οι πολεμικές επεμβάσεις κατά την τελευταία δεκαπενταετία έχουν δημιουργήσει ένα κλίμα και κίνημα ριζοσπαστικοποίησης, όχι μόνο σε πληθυσμούς της περιοχής αλλά και στις τάξεις Ευρωπαίων που εκπαιδεύονται και θέτουν ως στόχο ζωής την εκδίκηση και τη διασπορά του τρόμου στις πόλεις των δυνάμεων που ευθύνονται για τις επεμβάσεις. Ο βομβαρδισμός αμάχων από τις χώρες που συμμετέχουν στις «συμμαχίες των προθύμων» επιφέρει, σε αντίποινα, επιθέσεις και σφαγή αθώων τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και επί ευρωπαϊκού εδάφους.
Απόδειξη όλων αυτών αποτελεί το προφίλ του –κατά τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες– βομβιστή του Μάντσεστερ. Ο 22χρονος Σαλμάν Αμπεντί, βρετανός υπήκοος με καταγωγή από τη Λιβύη είχε περάσει όλη του τη ζωή στο Ηνωμένο Βασίλειο, προτού αποφασίσει να αφαιρέσει τη ζωή τόσων ανθρώπων τη νύχτα της 22ας Μαΐου. Ακριβώς τέσσερα χρόνια, δηλαδή, μετά τη δολοφονία του στρατιώτη Λι Ρίγκμπι στους δρόμους του Λονδίνου από ακραίο φανατικό μουσουλμάνο και δύο μήνες μετά την επίθεση με φορτηγό στη γέφυρα του Ουεστμίνστερ στο Λονδίνο, που είχε ως αποτέλεσμα 5 νεκρούς.
Το κλίμα που δημιουργείται μετά και το τελευταίο χτύπημα, για το οποίο η οργάνωση του Ισλαμικού Κράτους ανέλαβε την ευθύνη με το σύνηθες μήνυμά της στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, πρέπει να αποτιμηθεί στο φόντο των επικείμενων πρόωρων βουλευτικών εκλογών της 8ης Ιουνίου. Η πρωθυπουργός Μέι επέβαλε ήδη το ύψιστο επίπεδο συναγερμού, με το στρατό να αναλαμβάνει δράση: πολυπληθείς συγκεντρώσεις, όπως συναυλίες και αθλητικοί αγώνες, μαζί με τα σημεία υψηλού κινδύνου θα φυλάσσονται από το στρατό, έτσι ώστε οι δυνάμεις της αστυνομίας να αποφορτιστούν και να εργαστούν στη μεγαλύτερη αστυνόμευση του αστικού ιστού και του δικτύου των μεταφορών (τρένα, λεωφορεία κ.λπ.). Το αυταρχικό και αστυνομικό κράτος γιγαντώνεται πάνω στο παγωμένο αίσθημα του φόβου.
Από την άλλη, μετά από παύση τριών ημερών, ξεκίνησε από προχθές και πάλι η προεκλογική εκστρατεία, η οποία μέχρις στιγμής σφραγιζόταν από την αντιπαράθεση και τις διαφορετικές γραμμές αναφορικά με την έξοδο της χώρας από την ΕΕ και τις προγραμματικές δεσμεύσεις των κομμάτων για το κοινωνικό κράτος και τη φορολογία του κεφαλαίου. Πλέον, η –εμφανής εδώ και καιρό– ακροδεξιά κατεύθυνση αναμένεται να οξυνθεί, ενάντια στους μετανάστες και τους πρόσφυγες.
Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι οι κυβερνώντες Συντηρητικοί είχαν ερμηνεύσει μονοδιάστατα το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου 2016 με μία λογική αντιμεταναστευτική. Σε αυτή τη λογική πάτησαν και ξεδίπλωσαν τη ρητορική τους τόσο κατά το δεκάμηνο διάστημα από το δημοψήφισμα μέχρι την αναγγελία των πρόωρων εκλογών όσο και στις πρώτες μέρες της προεκλογικής εκστρατείας. Η ίδια λογική, ρητά διατυπωμένη και στο μανιφέστο των Τόρις (περιορισμός της καθαρής εισροής μεταναστών σε μερικές δεκάδες χιλιάδες από τις περίπου 300.000 το 2016), αναμένεται να γίνει ακόμη πιο αντιδραστική. Το ζήτημα της συνεργασίας για θέματα ασφαλείας μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ, μία από τις κορυφαίες πτυχές των επικείμενων διαπραγματεύσεων, είναι σίγουρο ότι θα επηρεαστεί επί τα χείρω.
Επιπλέον, η πολεμική μηχανή που εξυπηρετεί τις ανάγκες του υπερεθνικού κεφαλαίου δεν φαίνεται να πτοείται. Το αντίθετο, όπως φάνηκε στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ. Αν και τα περισσότερα κράτη-μέλη του αποτελούν εδώ και καιρό μέρος του διεθνούς συνασπισμού που, υπό την ηγεσία των Αμερικανών, πραγματοποιεί επιδρομές ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος, μετά την επίθεση στο Μάντσεστερ αναγγέλθηκε η συμμετοχή επισήμως και εν συνόλω της συμμαχίας στον πόλεμο — έστω και με την «υποσημείωση» ότι, για την ώρα, δεν θα μετέχει σε επιχειρήσεις, αλλά θα προσφέρει πολιτική στήριξη.
Από την άλλη, αξιοσημείωτες είναι και οι αντιδράσεις της κοινωνίας. Οι κάτοικοι του Μάντσεστερ έδειξαν πως η αλληλεγγύη μπορεί να είναι καθοριστικός παράγοντας. Από τα πρώτα λεπτά αλλά κυρίως τις επόμενες μέρες, η αλληλεγγύη ήταν έμπρακτη, με χιλιάδες ανθρώπους να βοηθούν τους πληγέντες. Πιο σημαντικό από όλα, όμως, είναι πως οι κάτοικοι της πόλης μέχρι στιγμής δεν έχουν φοβηθεί, πράγμα στο οποίο στόχευε η επίθεση. Αντιθέτως, αντιπαρατέθηκαν και αντιμετώπισαν στο δρόμο, μάλλον αυθορμήτως, τα μέλη του νεοναζιστικού EDL.
Σε αυτή την κατεύθυνση μπορεί και πρέπει να συνεχίσει να βαδίζει η κοινωνική πλειοψηφία. Με το εργατικό κίνημα να μπολιάζει και να αναδεικνύει τον αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό χαρακτήρα του, με έμφαση στην οργάνωση ενάντια στις πολεμικές και ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, αλλά και την ατομική και τυφλή τρομοκρατία. Αν υπάρχει ένα συμπέρασμα τα τελευταία 15 χρόνια που επιβεβαιώνεται σε κάθε επίθεση κατά αμάχων στο ευρωπαϊκό έδαφος είναι αυτό: Το επιχείρημα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων «μας χτυπάνε γι’ αυτό τους βομβαρδίζουμε» είναι όχι απλώς λαθεμένο, αλλά επιβαρυντικό και εγκληματικό για τους άμαχους, τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και στα εδάφη των χωρών που βομβαρδίζουν. Διότι όσο περισσότερες επεμβάσεις γίνονται τόσο θα αυξάνεται ο κίνδυνος για επιθέσεις τρομοκρατίας.