του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Γνωρίζετε τις παρακάτω εταιρίες; Moongold Investments Limited, Goodlass Investments Limited, Baltazi Investments Limited, Opalton Investments Limited, Elkin holdings SA, Ascope trading LTD, Cyrenia enterprises SA, Lagan enterprises SA, Tone business SA, Valens trading SA, Wako investments SA… Το πιο πιθανό είναι πώς όχι. Όμως βρίσκονται σχεδόν σε κάθε σπίτι, κάθε μέρα, έστω και χωρίς πρόγραμμα. Είναι ένα απ’ τα κομμάτια του MEGA που ακόμη δεν αγόρασε ο Ιβάν Σαββίδης. Σύμφωνα με τον Γ.Μπόμπολα, αυτές οι εταιρίες ανήκουν στον όμιλο Βαρδινογιάννη!
Η απόκτηση του 19,6361% (εντυπωσιακός δεκαδικός αριθμός!) του «Μεγάλου» καναλιού που αγόρασε ο Ιβάν Σαββίδης ανακάτεψε ξανά τα νερά της διαπλοκής. Πωλητής ο όμιλος Μπόμπολα, που όμως διατηρεί κι αυτός ένα ποσοστό στο κανάλι ώστε να μην αποσύρεται εντελώς. Ένας ακόμη γνωστός επιχειρηματίας, ο Β.Μαρινάκης, ετοιμάζεται επίσης να αγοράσει το 20% καταθέτοντας τη σχετική προσφορά. Στην υπόθεση εμπλέκεται φυσικά και η εναπομείνασα περιουσία του ΔΟΛ που έχει το 22% του καναλιού. Η συνολική του αξία αποτιμάται από τους μετόχους στα 65.000.000 ευρώ και η χασούρα του φημολογείται πώς αγγίζει το 1 εκατομμύριο το μήνα! Οι διαπραγματεύσεις δίνουν και παίρνουν, με τις συστημικές τράπεζες να μπορούν να καθορίσουν την έκβαση του πράγματος, αφού κομβικό σημείο για κάθε εξέλιξη θεωρείται το κούρεμα των χρεών.
Παρατηρείται, εμφανώς, μια σώρευση ενδιαφέροντος που χαρακτηρίζεται από τη μέγιστη δυνατή αδιαφάνεια και μυστικότητα. Στοιχεία που εγγυάται η ευρωπαϊκή νομοθεσία, τα επιχειρηματικά-τραπεζικά απόρρητα, η Τράπεζα της Ελλάδας και οι off-shore εταιρίες. Με λίγα λόγια, όλες οι εκφάνσεις της αστικής εξουσίας συνωστίζονται γύρω από τον τηλεοπτικό σταθμό που προπαγάνδισε με τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από κάθε άλλον τις μνημονιακές-αντεργατικές πολιτικές των τελευταίων 7 χρόνων. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο.
Όπως είναι φυσικό το πολιτικό προσωπικό της χώρας, όσο κι αν δηλώνει ότι αδιαφορεί ή ότι αφήνει τα πάντα στις λειτουργίες της αγοράς, «χορεύει» στους ρυθμούς αυτής της διαμάχης. Η επιχείρηση ΤΗΛΕΤΥΠΟΣ Α.Ε. (το Μέγκα) δεν συνιστά από μόνη της τη «μεγάλη διαπλοκή» σε επιχειρηματικό επίπεδο. Όλες οι πλευρές εκτιμούν πως είναι «στρατηγικό σημείο» για τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Την προϋπόθεση δηλαδή για να συνεχίσουν «οι μεγάλες μπίζνες» να λειτουργούν, το «τσουνάμι επενδύσεων» που προέβλεψε ο Αλέξης Τσίπρας να βρει στην Ελλάδα φθηνό και πειθήνιο εργατικό δυναμικό και γενικά να εγκαθιδρυθεί ένα καθεστώς «μνημονιακής πειθαρχίας» στην κοινωνία.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσονται –και περιορίζονται– οι κόντρες ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Δημοκρατίας, των δύο διεκδικητών της αστικής διαχείρισης. Η κάθε πλευρά επιλέγει τους επιχειρηματικούς «λαγούς» της, καθώς είναι υπό διαμόρφωση το τοπίο της καινούργιας διαπλοκής, όπου τα «νέα τζάκια» θα συγχρωτιστούν με τα παλιά και παραδοσιακά. Η πλευρά της κυβέρνησης αξιοποιεί, για τον λόγο αυτό, τη θεσμική εξουσία που διαθέτει, ενώ η πλευρά της Νέας Δημοκρατίας βρίσκει επίσης μεγάλα περιθώρια παρέμβασης στα ερείσματα που έχει στα τμήματα εκείνα των εξουσιαστικών δομών που η κυβέρνηση δεν μπορεί να ελέγξει λόγω της ευρωενωσιακής δομής. Κυρίως στον τραπεζικό χώρο.
Όσον αφορά την ανεξάρτητη αρχή που έχει επιφορτιστεί με την ευθύνη του «να βάλει τάξη» στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, είναι διχασμένη. Αιτία ο συναινετικός τρόπος συγκρότησής της που την έχει ουσιαστικά καταστήσει ανενεργή. Τα μισά μέλη της τάσσονται υπέρ της διενέργειας διαγωνισμού –που αντικειμενικά μόνο να οριοθετήσει τη νέα διαπλοκή μπορεί– και τα άλλα μισά αρνούνται αυτή την άμεση προοπτική, επικαλούμενα τεχνική ασάφεια γύρω από τις δυνατότητες του τηλεοπτικού φάσματος.
Σε κάθε περίπτωση, από την πλευρά του εργατικού κινήματος, όλες αυτές οι εξελίξεις απλά αποτυπώνουν τους τρέχοντες συσχετισμούς και, υπό αυτή την έννοια, έχουν την αυτοτελή αναλυτική τους αξία. Τα ΜΜΕ που θα προκύψουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα αποτελέσουν έναν αντιδραστικό μηχανισμό σε όλα τα επίπεδα. Η ενίσχυση της λαϊκής αντίδρασης σε όσα επιχειρούνται είναι ο μόνος τρόπος περιορισμού της κοινωνικής επιρροής τους, αφού αυτή μεγιστοποιείται σε περιόδους πολιτικής και κινηματικής στασιμότητας.