του Γιώργου Λαουτάρη
Από το συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά» το 2013 ως τη σημερινή υποδοχή του Αγίου Φωτός με τιμές αρχηγού κράτους, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας εγκατέλειψαν αμαχητί το ιστορικό και αδικαίωτο αίτημα για διαχωρισμό του κράτους από την Εκκλησία, μια στρατηγική και όχι συγκυριακή επιλογή, χωρίς μάλιστα να το ζητήσει κανείς από τους θεσμούς…
Άθικτα τα ιερά και όσια
Από τις διακηρύξεις της ρήξης και του διαχωρισμού κράτους εκκλησίας, μέχρι το σεβασμό του status quo και τη θεσμική συγκατοίκηση, ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνησή του δεν διήνυσε μεγάλη απόσταση. Σε αντίθεση με άλλες μεγάλες υποχωρήσεις, η παραχώρηση του Αλέξη Τσίπρα και του επιτελείου του στα ιερά και όσια της Εκκλησίας της Ελλάδος (όπως η μισθοδοσία κληρικών από το Δημόσιο και η δεσπόζουσα θέση της ιεραρχίας στη θεσμική πυραμίδα της ελληνικής πολιτείας) ξεκίνησε από πολύ νωρίς.
Για την ακρίβεια, το «σημείο μηδέν» της πολιτικής εξαπάτησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, το «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», που αποτέλεσε ορόσημο της εκ δεξιών και αριστερών κριτικής προς τη μετέπειτα κυβέρνηση της Αριστεράς, είναι καθαρό ως προς τις προτεραιότητες. Η μόνη αναφορά του προεκλογικού Αλέξη Τσίπρα το 2014 στην Εκκλησία της Ελλάδος ήταν για να της αποδώσει σημαίνοντα ρόλο στην αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, πλάι στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και τους θεσμούς αλληλεγγύης.
Το έδαφος μιας προσέγγισης είχε ήδη λειανθεί από τον Ιανουάριο του 2013, όταν η κοινοβουλευτική πλειοψηφία ήταν ακόμη ορατός αλλά μακρινός στόχος για τους σημερινούς ενοίκους του Μεγάρου Μαξίμου. Τότε η Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης διοργάνωσε ένα Συνέδριο με τίτλο «Εκκλησία και Αριστερά», στο οποίο για πρώτη φορά τέθηκαν οι βάσεις ενός διαλόγου με σκοπό φυσικά τη σύγκλιση και όχι την απόκλιση.
Στη λίστα των εκκρεμοτήτων του ΣΥΡΙΖΑ για να καταστεί κόμμα δυνάμει κυβερνητικό περίοπτη θέση είχε από τότε η βελτίωση των σχέσεών του με την Εκκλησία της Ελλάδος. Έκτοτε και μέχρι σήμερα, μια σειρά ενεργειών της ηγεσίας του κόμματος και αργότερα της κυβέρνησης δείχνουν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι το πεδίο της θρησκείας, της φιλοσοφικής μάχης ενάντια στον ανορθολογισμό και τον ιδεαλισμό, που έχει και καθαρά πολιτικές απολήξεις στην καθημερινότητα και στο ευρύτερο πολιτικό πεδίο, ο ΣΥΡΙΖΑ το εγκατέλειψε, προσαρμοζόμενος σε μια πλειοψηφική τάση στην ελληνική κοινωνία, που αποδέχεται το σημαίνοντα ρόλο της ορθοδοξίας.
Πρόκειται για μια ήττα σε αξιακό επίπεδο, η οποία έγινε χωρίς την πίεση των …θεσμών ή του μνημονιακού δημοσιονομικού πλαισίου που κληρονόμησε η κυβέρνηση Τσίπρα. Ήταν μια υποχώρηση οικειοθελής και στρατηγική, όχι επιφανειακή και τακτική, όπως φάνηκε στη συνέχεια. Δεν έγινε για μια συγκυριακή εκλογική επιχείρηση γοητείας του συντηρητικού ακροατηρίου, αντιθέτως απέκτησε μόνιμα χαρακτηριστικά και βάθος.
Όταν ο Ιερώνυμος άλλαξε τη σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου
H υποδοχή του «Αγίου Φωτός» με τιμές αρχηγού κράτους στο αεροδρόμιο της Αθήνας το Μεγάλο Σάββατο, ίσως είναι το μεγαλύτερο και διαχρονικότερο σύμβολο ανορθολογισμού του ελληνικού κράτους από τη σύστασή του. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι, τιμητικά αγήματα του Στρατού και μπάντες, κομματικοί παράγοντες, δημοσιογράφοι και βέβαια τηλεοπτικά συνεργεία θα συμμετέχουν σε μια πολυδάπανη τελετή αεροπορικής μεταφοράς για κάτι που οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Ελλάδος θεωρούν κομμάτι της ταυτότητας και του πολιτισμού της χώρας. Αυτό και μόνο δείχνει πόσο αδικαίωτο παραμένει το διαρκές αίτημα για διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας.
Δεν θα περίμενε φυσικά κανείς κάτι διαφορετικό από την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, του ανθρώπου που πριν λίγες εβδομάδες, στις 22 Μαρτίου, βρέθηκε στον «Πανάγιο Τάφο» για να εγκαινιάσει το έργο αναστήλωσης που υποστήριξε η ελληνική κυβέρνηση και να εγκωμιάσει τον τοπικό Πατριάρχη Θεόφιλο για το μήνυμα «συνύπαρξης και συνεννόησης» που υποτίθεται ότι εκπέμπει το εν λόγω μνημείο στα Ιεροσόλυμα. Ούτε ξεχνά κανείς εύκολα την τόσο προβεβλημένη επίσκεψή του στο Άγιο Όρος, τον Αύγουστο του 2014, όσο ήταν …πρωθυπουργός εν αναμονή, όπου φέρεται να είπε στους μοναχούς που τον υποδέχτηκαν πως «υπάρχουν κοινές αντιλήψεις, αλλά και πολλά στοιχεία της αγιορείτικης ζωής από τα οποία όλοι μπορούν να παραδειγματιστούν».
Η τακτική πάντως που έχει επιλέξει ο σημερινός πρωθυπουργός και συνολικά ο ΣΥΡΙΖΑ για να χειριστεί τα ζητήματα της Εκκλησίας και της πίστης είναι διπλή: Σε θεσμικό επίπεδο, υποτάσσεται πλήρως στην παράδοση που θέλει την Εκκλησία της Ελλάδος ρυθμιστή της κοινωνικής ζωής και πολιτειακό παράγοντα στενά προσδεδεμένο στο κράτος. Σε προσωπικό επίπεδο όμως, ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας και τα μέλη του κόμματός του, είναι ελεύθεροι να δηλώνουν με διάφορες αφορμές τη διαφορετικότητά τους από το ορθόδοξο μοντέλο, ως εναλλακτική ατομική επιλογή.
Το γεγονός ότι η επιλογή αυτή μένει αυστηρά «εν οίκω» και απαγορεύεται να επεκταθεί «εν δήμω», όπως θα όφειλε μια αριστερή κυβέρνηση, έγινε ολοφάνερο στον τελευταίο ανασχηματισμό της κυβέρνησης, όταν ο τότε υπουργός Παιδείας, Νίκος Φίλης, εκπαραθυρώθηκε κατόπιν εντολής του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου. Στις 5 Οκτωβρίου 2016, μετά τη συνάντηση του αρχιεπισκόπου με κυβερνητικό κλιμάκιο υπό τον Αλέξη Τσίπρα, η ανακοίνωση από το γραφείο του πρωθυπουργού ανέφερε: «Κατά τη συνάντηση υπήρξε γόνιμος και παραγωγικός διάλογος και αποκαταστάθηκαν εκατέρωθεν παρεξηγήσεις, ως ουσιαστικό βήμα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και της συνεννόησης ανάμεσα στην Εκκλησία και την Πολιτεία». Οι αλλαγές στο μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία τότε αποτελούσαν ζήτημα της επικαιρότητας και μήλον της έριδος μεταξύ των δύο πλευρών.
Και μόλις συμπληρώθηκε ένας μήνας, στις 7 Νοεμβρίου, ο Νίκος Φίλης τόνιζε στην ομιλία του κατά την τελετή παράδοσης παραλαβής του υπουργείου του για το τι ακολούθησε τη συνάντηση εκείνη: «Οργανώθηκε και εκτελέστηκε ένα συμβόλαιο πολιτικού θανάτου σε βάρος μου στον τηλεοπτικό σταθμό Σκάι, με τη γνωστή σε όλους συνέντευξη του κυρίου Ιερώνυμου στον δημοσιογράφο Αλέξη Παπαχελά. Εκεί ζητήθηκε από τον πρωθυπουργό της χώρας εν όψει του ανασχηματισμού η καθαίρεση του «προβληματικού» υπουργού Παιδείας». Όπερ και εγένετο! Σε μια χώρα που η σύνθεση του κυβερνητικού σχήματος είναι αποκλειστικό προνόμιο του πρωθυπουργού, όπως συχνά λέγεται, αλλά έχει βαρύνουσα γνώμη και ο αρχιεπίσκοπος, είναι ίσως υποκριτικό να μιλάμε για βήματα σε προοδευτική κατεύθυνση, όταν βλέπουμε υπουργούς, βουλευτές και άλλους αιρετούς να ορκίζονται με το πολιτικό και όχι το θρησκευτικό τυπικό.
Οι πολιτικοί όρκοι ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 2014 από την Περιφέρεια Αττικής, με τη Ρένα Δούρου και τους περισσότερους από τους συμβούλους της να μην ακουμπούν το κείμενο του ευαγγελίου. Τη σκυτάλη πήραν οι κυβερνήσεις του Αλέξη Τσίπρα και οι κοινοβουλευτικές ομάδες του ΣΥΡΙΖΑ μετά τον Ιανουάριο του 2015, χωρίς όμως να καταργηθεί το τυπικό του θρησκευτικού όρκου στη Βουλή. Αντιθέτως, φαίνεται ότι στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο Νίκος Βούτσης, που ανέλαβε Πρόεδρος της Βουλής, επιθυμούν να τονίσουν την προσήλωσή τους στη διατήρηση του θρησκευτικού τυπικού που συμβολίζει την εδραίωση της παρουσίας της Εκκλησίας στα πολιτικά πράγματα. Είπε για παράδειγμα ο Νίκος Βούτσης, τον Οκτώβριο του 2016, μετά τον καθιερωμένο αγιασμό της Βουλής από τον Ιερώνυμο και ενώ τον ξεναγούσε στο κτήριο: «Καθήκον όλων μας είναι να υπάρξει ευρύτατη συνεργασία όλων των θεσμών: της Πολιτείας, της Ορθοδοξίας, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των δομών αλληλεγγύης, έτσι ώστε η χώρα μας να σταθεί στα πόδια της».
Ο πλήρης διαχωρισμός κράτους και Εκκλησίας είναι ένα ώριμο και διαχρονικό αίτημα με οικονομικές, συμβολικές και πολιτικές διαστάσεις. Η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να το προωθήσει, σταματώντας τον φαύλο κύκλο του ανορθολογισμού που αναπαράγεται διαρκώς εκμεταλλευόμενος τη δεσπόζουσα θέση που του έχει παραχωρήσει το κράτος, είναι δυστυχώς οριστική…