του Γιώργου Παυλόπουλου
Ακόμη πιο επικίνδυνη τροπή λαμβάνει ο πόλεμος στη Συρία και γενικότερα τη Μέση Ανατολή, μετά τους πρόσφατους βομβαρδισμούς των Αμερικανών κατά του στρατού του Άσαντ. Το γεγονός ότι αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά από το ξέσπασμά του, πριν έξη χρόνια, αποδεικνύει πως όχι μόνο δεν έχει έρθει πιο κοντά το τέλος, αλλά το πιθανότερο σενάριο είναι η κλιμάκωση. Πλέον, η κατάσταση που διαμορφώνεται ισοδυναμεί με μια διεθνή σύρραξη η οποία, θεωρητικά τουλάχιστον, δεν απέχει παρά ένα βήμα από την απευθείας –και όχι πλέον δι’ αντιπροσώπων– αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο πιο ισχυρές πολεμικές μηχανές στον πλανήτη, των ΗΠΑ και της Ρωσίας.
Το επιχείρημα του Τραμπ και των συμμάχων του, ότι δήθεν ήταν αναγκασμένοι να δώσουν απάντηση στη χρήση χημικών από το καθεστώς της Δαμασκού, θα ήταν κυριολεκτικά για γέλια, εάν το ίδιο το γεγονός δεν συνιστούσε τραγωδία. Όχι μόνο γιατί δεν υπάρχουν και δεν πρόκειται να υπάρξουν ποτέ αξιόπιστες αποδείξεις για το ποιος ευθύνεται για την αποτρόπαια αυτή ενέργεια (όπως δεν υπήρχαν ούτε το 2003, όταν έγινε η εισβολή στο Ιράκ με πρόσχημα τα ανύπαρκτα όπλα μαζικής καταστροφής του Σαντάμ Χουσεΐν). Αλλά και επειδή οι Αμερικανοί δεν χρειάστηκαν χημικά για να εξοντώσουν, πριν λίγες μόλις ημέρες, πάνω από 200 αμάχους στη Μοσούλη, χωρίς να τους πειράξει ή να τους βομβαρδίσει κανείς ― όπως, αντιστοίχως, πέρασε χωρίς συνέπειες για τους Ρώσους η «σφαγή των αμνών» που προηγήθηκε της κατάληψης του Χαλεπιού.
Εξίσου αστεία είναι η διαβεβαίωση πως η «βροχή» των Τόμαχοκ συνιστά μεμονωμένη ενέργεια και όχι την πρώτη πράξη ενός συνολικού σχεδίου για το μέτωπο της Συρίας. Άλλωστε, μόνο οι πολεμικές ιαχές όλων των συμμάχων των ΗΠΑ (που επιτέλους αισθάνθηκαν πως δεν είναι απροστάτευτοι απέναντι στη «ρωσική αρκούδα»), καθώς και της συντριπτικής πλειοψηφίας του αμερικανικού Κογκρέσου, που έσπευσαν να στηρίξουν τον Τραμπ και να χαιρετίσουν την αποφασιστική του στάση, ξεχνώντας αυτομάτως όλα όσα του «έσερναν» όλο το προηγούμενο διάστημα, αρκεί για να αποδείξει ότι οι στόχοι είναι πολύ πιο ουσιαστικοί από την «τιμωρία» του Άσαντ. Και αφορούν όχι μόνο τη μοιρασιά κατά τον επικείμενο διαμελισμό της πολύπαθης χώρας (και, κατ’ επέκταση, του Ιράκ), αλλά το συνολικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα στις υπερδυνάμεις.
Ήδη, μάλιστα, πληθαίνουν οι ενδείξεις που επιβεβαιώνουν την αρχική μας εκτίμηση πως η διαδικασία αυτή θα επιταχυνθεί μετά την αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο, διαψεύδοντας παράλληλα όσους (επικίνδυνα) αφελείς ισχυρίζονταν ότι αυτό θα γινόταν μέσω ενός «παζαριού» με τον Πούτιν ή ενός αποκλειστικά οικονομικού μπρα ντε φερ με το Πεκίνο. Εξάλλου, μόλις πριν από δέκα ημέρες, ο Τραμπ απείλησε ευθέως και τους Κινέζους, δηλώνοντας με απόλυτη σαφήνεια στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς ότι εάν δεν είναι σε θέση να λύσουν το πρόβλημα με τη Βόρεια Κορέα, οι Αμερικανοί θα το κάνουν μόνοι τους…
Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, μετά και τις «καραμπόλες» που γίνονται στην Ουάσινγκτον αναδιαμορφώνοντας τους συσχετισμούς στα ηγετικά κλιμάκια, επιχειρεί να κατοχυρώσει δια της βίας ότι η υπερδύναμη της οποίας ηγείται θα παραμείνει κυρίαρχη στον νέο και υπό διαμόρφωση διεθνή καταμερισμό ― εκεί όπου πλέον δεν θα είναι μόνη, αλλά αδιαμφισβήτητα πρώτη μεταξύ περισσότερων. Προφανώς δε, το κάνει γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων του τον «ξεπερασμένο» ΟΗΕ. «Στην ιστορία, όταν τα Ηνωμένα Έθνη δεν καταφέρνουν να διασφαλίσουν την αναγκαία συλλογική δράση, τα κράτη είναι αναγκασμένα να δρουν μόνα τους», είπε χωρίς περιστροφές η πρέσβης των ΗΠΑ.
Σε κάθε περίπτωση, οι τελευταίες εξελίξεις στη ΝΑ Μεσόγειο δημιουργούν νέα δεδομένα και για την Ελλάδα, την ώρα που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τηρεί σιγή ιχθύος για τους βομβαρδισμούς και συνεχίζει το φλερτ με την Ουάσινγκτον. Η «στροφή» των Αμερικανών προς μια σαφώς επιθετικότερη στάση στη Μέση Ανατολή, η συστράτευση των Ευρωπαίων στο πλευρό του Τραμπ, η αναπτέρωση των ελπίδων του Ερντογάν για αναβαθμισμένο ρόλο στην περιοχή και η αναμενόμενη αντίδραση της Μόσχας, συγκροτούν ένα εκρηκτικό παζλ στην περιοχή. Η πάλη για έξοδο από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, το κλείσιμο της βάσης-ορμητηρίου της Σούδας, η αλληλεγγύη στους πρόσφυγες και ο κοινός αγώνας με τους λαούς της περιοχής, κατά των κυβερνήσεών τους και των ιμπεριαλιστών, αποτελούν επιτακτική ανάγκη — αν όχι ζήτημα ζωής και θανάτου.