ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Θεωρητικά, ο Σίσι και ο Ερντογάν είναι αντίπαλοι και θρέφουν βαθύ μίσος ο ένας για τον άλλο. Αυτό, όμως, δεν εμποδίζει τους προέδρους της Αιγύπτου και της Τουρκίας να ακολουθούν παρόμοιες, αυταρχικές και αντιδημοκρατικές μεθόδους στην άσκηση πολιτικής στο εσωτερικό των χωρών τους. Όπως, λοιπόν, ο Ερντογάν εκμεταλλεύτηκε άριστα το αποτυχημένο πραξικόπημα που εκδηλώθηκε στις 15 Ιουλίου 2016 για να κυνηγήσει άγρια όλους τους αντιπάλους του, έτσι και ο Μόρσι αξιοποιεί τη διπλή επίθεση αυτοκτονίας της περασμένης Κυριακής για να βάλει την Αίγυπτο στον «γύψο», κηρύσσοντας κατάσταση έκτακτης ανάγκης ― αρχικά για τρεις μήνες και, το πιθανότερο, επ’ αόριστον, όπως αποδεικνύει και η εμπειρία της Τουρκίας.
Δεν θα συνιστούσε υπερβολή ο ισχυρισμός ότι οι επιθέσεις αυτές ήρθαν κυριολεκτικά «κουτί» στον Σίσι ― όπως ακριβώς συνέβη με το πραξικόπημα για τον Ερντογάν, κάτι που είχε παραδεχτεί δημοσίως και ο ίδιος. Τόσο πολύ τον βόλεψαν, μάλιστα, ώστε θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως ουσιαστικά τις έβλεπε να έρχονται και δεν έκανε τίποτε για να τις αποτρέψει ― κάτι που επίσης ισχύει στην περίπτωση των όσων συνέβησαν στην Τουρκία το καλοκαίρι του 2016. Αυτό, άλλωστε, κατήγγειλαν ευθέως και εκπρόσωποι της μειονότητας των κοπτών χριστιανών, τονίζοντας ότι παρά τις απειλές σε βάρος τους και τα αλλεπάλληλα αιτήματα προς την κυβέρνηση για αυξημένα μέτρα προστασίας στις εκκλησίες και άλλους χώρους, ειδικά την περίοδο του Πάσχα, οι αρχές είχαν επιδείξει προκλητική αδιαφορία.
Γιατί, όμως, να θέλει ο Σίσι να σφίξει τα λουριά στην Αίγυπτο; Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί τόσο στις συνολικότερες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, όπου μετά και την αμερικανική επίθεση στη Συρία ανοίγει μια νέα και ακόμη πιο επικίνδυνη σελίδα όσο και στην κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας. Στο πρώτο επίπεδο, οι στενές σχέσεις που έχει αναπτύξει ο Σίσι με τη Μόσχα και τον Πούτιν, σε συνδυασμό με τη θερμή υποδοχή της οποίας έτυχε από τον Τραμπ κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Ουάσινγκτον –με τον πρόεδρο των ΗΠΑ να ζητεί «επανεκκίνηση» των διμερών σχέσεων– τον αναγκάζουν να τηρήσει πολύ λεπτές ισορροπίες, ειδικά στον βαθμό που Ρώσοι και Αμερικανοί κινηθούν σε τροχιά ρήξης το επόμενο διάστημα.
Στο εσωτερικό, από την άλλη, αφενός η πορεία της οικονομίας και τα πλήγματα που συνεχίζουν να δέχονται τα λαϊκά στρώματα (αξίζει, μόνο, να σημειώσουμε πως ο πληθωρισμός «τρέχει» με πάνω από 30%) και, αφετέρου, η αντιδραστική στάση του καθεστώτος δημιουργούν ένα εκρηκτικό μίγμα. Εξάλλου, την ώρα που ο δικτάτορας Μουμπάρακ –ο οποίος είχε ανατραπεί από την εξέγερση του 2011, αλλά αθωώθηκε από όλες τις βαριές κατηγορίες για εγκλήματα κατά του λαού– έχει αποφυλακιστεί και βρίσκεται σε «κατ’ οίκον περιορισμό», ο πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος της χώρας, Μοχάμεντ Μόρσι (τον οποίο ανέτρεψε το 2013 με πραξικόπημα ο Σίσι…), είναι ισόβια φυλακισμένος, ενώ η οργάνωσή του, Αδελφοί Μουσουλμάνοι, βρίσκονται στην παρανομία