ΣΕΪΤ ΑΛΝΤΟΓΑΝ
Με συνεχή και προκλητική βία κατά των λαών της Τουρκίας και ειδικά κατά των Κούρδων και της Αριστεράς, αλλά και με νοθεία στο δημοψήφισμα, το καθεστώς Ερντογάν κατάφερε να πάρει μια «πύρρεια νίκη» με την οριακή επικράτηση του «ναι». Ωστόσο, η κοινωνία της Τουρκίας βγαίνει ακόμη πιο βαθιά διχασμένη από αυτή την αναμέτρηση και τίποτα δεν έχει κριθεί. Όλα τα ενδεχόμενα, ακόμη και τα πλέον επικίνδυνα, είναι ανοιχτά.
Την περασμένη Κυριακή πραγματοποιήθηκε το δημοψήφισμα στην Τουρκία για αλλαγή του πολιτεύματος και του συντάγματος. Ο Ερντογάν και η κυβέρνηση της Άγκυρας δήλωσαν πανηγυρικά τη νίκη τους, με ποσοστό λίγο πάνω από το 51% και διαφορά γύρω στις 1,5 εκατομμύρια ψήφους. Ωστόσο, οι καταγγελίες για νοθεία και μαζική λεηλασία ψήφων είναι έντονες -και απολύτως δικαιολογημένες!
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι 2,5 εκατ. φάκελοι δεν έφεραν καν τη σφραγίδα του Ανώτατου Εκλογικού Συμβουλίου, όμως καταμετρήθηκαν κανονικά -κι αυτό, παρά το ότι η ίδια η υπηρεσία είχε διαμηνύσει εδώ και καιρό ότι φάκελοι χωρίς σφραγίδα θα θεωρούνται άκυροι! Όμως, η τελική του απόφαση πάρθηκε την ώρα που ήταν σε εξέλιξη το δημοψήφισμα -τι άλλο να περιμένει κανείς από μία υπηρεσία της κυβέρνησης, που τα μέλη της είναι διορισμένα απ’ αυτήν…
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το Συμβούλιο είχε ανακοινώσει πριν τις εκλογές ότι δεν χρειάζεται να καταγραφεί στα πρακτικά των δικαστικών αντιπροσώπων και των αντιπροσώπων των κομμάτων πόσοι φάκελοι παραδόθηκαν στα εκλογικά κέντρα, πόσοι επιστράφηκαν, ούτε πόσοι αντιπρόσωποι βρίσκονταν στα τμήματα. Όλα αυτά θεωρήθηκαν …γραφειοκρατία και καταργήθηκαν. Φαίνεται πως είχαν ετοιμάσει το έδαφος εδώ και πολύ καιρό.
Μία ακραία περίπτωση σημειώθηκε στην κουρδική πόλη Ούρφα. Σ’ αυτήν, σε πάνω από 61 εκλογικά τμήματα η συμμετοχή ήταν 100% και οι ψήφοι 100% υπέρ του «ναι». Σε κάποιες περιπτώσεις δε, το ποσοστό του «ναι» ξεπέρασε και το 100%! Συνολικά, ο αριθμός εκλογικών τμημάτων με παρόμοια περιστατικά, όπως ανακοινώθηκε με βάση στοιχεία, φτάνουν τα 961, όμως το Συμβούλιο δεν δίνει καμία πληροφορία γι’ αυτά. Επίσης, δεν γίνεται καμία αναφορά για το γεγονός ότι σε πάρα πολλά εκλογικά τμήματα, κατά …περίεργο τρόπο, όλοι οι ψηφοφόροι φέρονται να έχουν την ίδια υπογραφή.
Άλλο ένα ακραίο περιστατικό καταγράφηκε στην επίσης κουρδική πόλη Μους. Στο χωριό Χάσκιοϊ που ανήκει στην διοικητική επικράτειά της, ένας μισθοφόρος με αυτόματο όπλο στο χέρι είχε γράψει στο twitter το εξής: Σ’ αυτό το χωριό υπάρχουν 340 ψηφοφόροι, με το θέλημα του Αλλάχ θα βγουν 340 «ναι». Φαίνεται όμως πως ο θεός όχι μόνο ευλόγησε τις φασιστικές συμμορίες, αλλά έβαλε και το χεράκι του για να «αυγατίσει» τις ψήφους, με αποτέλεσμα στο τέλος αντί για 340 να εμφανιστούν 390 «ναι»!
Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε άλλα παραδείγματα που να αποδεικνύουν τη νοθεία η οποία συντελέστηκε. Εξάλλου, και ο τρόπος διεξαγωγής του δημοψηφίσματος είναι παράνομος. Το δημοψήφισμα έγινε μέσα σε συνθήκες βίας, τρομοκρατίας και νοθείας, καταργώντας κάθε έννοια νομιμότητας και ισοτιμίας. Εδώ και εννιά μήνες, άλλωστε, ισχύει ο νόμος έκτακτης ανάγκης ο οποίος δίνει δυνατότητα στον Ερντογάν και το κυβερνών κόμμα να κυβερνούν με προεδρικά διατάγματα και να κάνουν ό,τι θέλουν. Παράλληλα, δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτα όρθιο από τα ΜΜΕ που ήταν στην αντιπολίτευση. Χιλιάδες εκλεγμένοι εκπρόσωποι του κουρδικού και τουρκικού λαού φυλακίστηκαν, συμπεριλαμβανομένων και των συμπροέδρων του HDP και 11 βουλευτών. Σε δεκάδες δημαρχεία διορίστηκαν επίτροποι, διώχτηκαν δεκάδες χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι, απαγορεύτηκαν απεργίες και διαδηλώσεις.
Επίσης, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου απ’ την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος και μετά, ο Ερντογάν και η κυβέρνησή του χρησιμοποίησαν όλες τις δυνατότητες του κράτους, επιδόθηκαν σε μία συστηματική γκεμπελίστικη προπαγάνδα. Τουλάχιστον δέκα κρατικά αεροπλάνα, εκατοντάδες λεωφορεία των δήμων, καθώς και όλες σχεδόν οι κρατικές υπηρεσίες διατέθηκαν στην υπηρεσία αυτής της προπαγάνδας. Με λίγα λόγια, η εκστρατεία οργανώθηκε με κρατικές δαπάνες.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Σύμφωνα με το ισχύον τουρκικό σύνταγμα, ο πρόεδρος της δημοκρατίας είναι ανεξάρτητος και δεν έχει δικαίωμα να πάρει θέση σ’ ένα τόσο σημαντικό πολιτικό γεγονός. Ο Ερντογάν, όμως, πραγματοποίησε δεκάδες δημόσιες εμφανίσεις και μόνο την τελευταία μέρα συμμετείχε σε τέσσερις συγκεντρώσεις στην Κωνσταντινούπολη. Παντρεύοντας δε τον παντουρκισμό με τον πανισλαμισμό, ανακοίνωνε για άλλη μία φορά όσοι επιλέγουν το «όχι» (hayir), είναι εχθροί του έθνους.
Ακόμα και μία πτέρυγα των Γκρίζων Λύκων που είχε ανακοινώσει ότι τάσσεται υπέρ του «όχι» δέχτηκε μεγάλες επιθέσεις και απαγορεύσεις. Δεν έβρισκαν καν χώρο να πραγματοποιήσουν τις εκδηλώσεις τους. Απ’ την άλλη μεριά, σε όλο σχεδόν το Κουρδιστάν απαγορεύτηκαν όλες οι συγκεντρώσεις του «όχι». Εκατοντάδες αγωνιστές οδηγήθηκαν στις φυλακές λόγω του μοιράσματος προκηρύξεων. Τα εκλογικά κέντρα των αριστερών οργανώσεων δέχτηκαν αμέτρητες επιθέσεις. Επί μέρες ολόκληρες, οι προοδευτικές συνοικίες και πόλεις βρισκόντουσαν υπό τον ασφυκτικό κλοιό της αστυνομίας και του στρατού.
Παρ’ όλα αυτά, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος απέδειξε ότι ενάντια την πολιτική του Ερντογάν και της κυβέρνησής του υπάρχει μία τεράστια λαϊκή αντίδραση. Το αποτέλεσμα δεν συνιστά νίκη του Ερντογάν και του κυβερνώντος κόμματος, αλλά αποτυπώνει την αποτυχία τους. Οι λαοί της Τουρκίας δεν δέχτηκαν και δεν δέχονται αυτό το παράνομο δημοψήφισμα. Με την ανακοίνωση του αποτελέσματος, σε δεκάδες πόλεις ο κόσμος κατέβηκε μαζικά στους δρόμους και διαδήλωσε φωνάζοντας «το όχι θα συνεχιστεί». Το κίνημα και ολόκληρη η αντιπολίτευση ζητάνε την ακύρωση του δημοψηφίσματος. Το επόμενο χρονικό διάστημα, οι εξελίξεις θα είναι «καυτές» και κεντρική απαίτηση των λαών, εργατών και εργαζομένων θα είναι η ακύρωση του δημοψηφίσματος, η ελευθερία και η δημοκρατία.
Αλλαγές προς όφελος του κεφαλαίου
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑΤΟΣ
Η συζήτηση για αλλαγή του Συντάγματος και Πολιτεύματος είχε κάνει την εμφάνισή της ως μία απαίτηση του κεφαλαίου και ειδικά εκείνου του τμήματος που εκπροσωπείται από την κυβέρνηση του Ερντογάν, περίπου πριν δύο χρόνια. Η κύρια αφορμή ήταν ότι το παλιό σύστημα δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες της «αναπτυξιακής οικονομίας και πολιτικής» της Τουρκίας -κάτι που, επί της ουσίας, μπορεί να διαβαστεί ως εξής: «Δεν απαντά και δεν ικανοποιεί τις νέες απαιτήσεις του κεφαλαίου», οι οποίες απαιτούν περισσότερη συγκέντρωση εξουσιών, λιγότερη δημοκρατία και νέες αντιδραστικές αλλαγές στην αγορά εργασίας.
Βεβαίως, ο Ερντογάν και η κυβέρνησή του καλλιεργούσαν συστηματικά μια διαφορετική θεωρία γι’ αυτό το ζήτημα, προπαγανδίζοντας ότι οι αλλαγές θα γίνουν έχοντας στόχο περισσότερη «δημοκρατία, ελευθερία και κοινωνική ειρήνη». Μάλιστα, σ’ αυτή την κατεύθυνση, μιλούσαν για μία συμβιβαστική λύση με την αντιπολίτευση και τους κοινωνικούς φορείς. Στην αρχή δε, είναι γεγονός ότι δημιουργήθηκαν κοινές επιτροπές με τη συμμετοχή όλων των κομμάτων συμπεριλαμβανομένου και του HDP όμως στην πορεία διακόπηκαν οι εργασίες τους λόγω μη συμφωνίας. Στη συνέχεια και για κάποιο διάστημα, ο Ερντογάν έπαψε να μιλάει για αλλαγή συντάγματος και πολιτεύματος.
Η κατάσταση και τα δεδομένα άλλαξαν ριζικά με την απόπειρα πραξικοπήματος, τον περασμένο Ιούλιο. Ο Ερντογάν, θεωρώντας την ως δώρο θεού, άνοιξε μέτωπο με το κίνημα, με τις απαιτήσεις των λαών, εργατών και εργαζομένων για ελευθερία και δημοκρατία, ταυτόχρονα δε και με οποιαδήποτε αστική αντιπολίτευση. Με λίγα λόγια, μετέτρεψε την απόπειρα σε ευκαιρία και συντόμευσε δραστικά τον δρόμο προς τον στόχο του.
Τελικά, το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) κατέβηκε στο δημοψήφισμα κάνοντας συμμαχία με τους ακροδεξιούς Γκρίζους Λύκους και το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (MHP), καθώς και με άλλο ένα φασιστικό μόρφωμα, το Κόμμα Μεγάλης Ενότητας. Χαρακτήρισαν δε όλους όσοι δεν συμφωνούσαν με αυτή την πολιτική ως πραξικοπηματίες και «προδότες του έθνους».
Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι αυτά τα τρία κόμματα στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές και τις εκλογές για τον πρόεδρο της Δημοκρατίας (2015) είχαν πάρει αθροιστικά ποσοστό που ξεπέρασε το 60%. Κι αυτό σημαίνει, πρακτικά, ότι σε αυτή την αναμέτρηση και παρ’ όλη τη βία και νοθεία, απώλεσαν περίπου το 15% των ψήφων τους.
Ειδικά στις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις, όπου υπάρχει ταξική συνείδηση και παράδοση -όπως Κωνσταντινούπολη, Άγκυρα, Άδανα, Σμύρνη κλπ -το «όχι» βρέθηκε τελικά να κερδίζει. κ.λπ. Στις περισσότερες δε κουρδικές πόλεις, που είχαν δεχτεί εδώ και μήνες τις επιθέσεις του τουρκικού στρατού, βγήκε μπροστά με ποσοστό της τάξης του 60%-80%.
Η εικόνα αυτή είναι ελπιδοφόρα και δημιουργεί τη «βάση» πάνω στην οποία μπορεί να «χτιστεί» στη συνέχεια ο αγώνας για την ανατροπή του νόθου αποτελέσματος του δημοψηφίσματος.