του Μάκη Γεωργιάδη
Το αφεντικό …τρελάθηκε και πουλάει όσο όσο αεροδρόμια λιμάνια, τρένα και ενεργειακές υποδομές πανηγυρίζοντας για τα αιματοβαμμένα πλεονάσματα και τις δήθεν καλύτερες τιμές που επιτυγχάνει στο ξεπούλημα.
Τελικά το περίφημο θέατρο του παραλόγου ωχριά μπροστά στη φαντασία και τις ακροβασίες της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Οι «κακές» και «επάρατες» ιδιωτικοποιήσεις της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς μετατράπηκαν σε χρήσιμες και αναγκαίες υπό την καθοδήγηση της «Αριστεράς». Το –αληθές– ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου, το οποίο εντάθηκε τα χρόνια του μνημονίου, βαφτίζεται από αυτόν που θα καταργούσε τα μνημόνια με ένα νόμο και ένα άρθρο ως το αναγκαίο βήμα για να πάρει η χώρα το «εξιτήριο από το πρόγραμμα». Τα λόγια σε αυτές τις περιπτώσεις είναι περιττά. Τα κοράκια και τα παράσιτα τα οποία εποφθαλμιούν τη λεηλασία του δημόσιου πλούτου έχουν δεκάδες ή και εκατοντάδες λόγους να χειροκροτούν την πολιτική της κυβέρνησης, να υιοθετούν την προπαγάνδα του Μαξίμου ή ακόμη και να της ασκούν δριμεία κριτική για καθυστερήσεις, υπαναχωρήσεις και παλινωδίες οι οποίες καθυστερούν το ξεπούλημα κάθε «ασημικού», κάθε παραγωγικής μονάδας και υποδομής σε, τι παράξενο, κολοσσούς συνήθως γαλλογερμανικών συμφερόντων.
Η πρώτη πράξη του νέου έργου παίχτηκε με την παραχώρηση του 67% του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης (ΟΛΘ ΑΕ) έναντι τμήματος 231,9 εκατ. ευρώ σε κοινοπραξία στην οποία συμμετέχουν ο ιδιοκτήτης της ΠΑΟΚ ΠΑΕ Ιβάν Σαββίδης, ένας γαλλικός κολοσσός και ένα γερμανικό επενδυτικό σχήμα. Η κυβερνητική προπαγάνδα «πουλάει» ως επιτυχία το γεγονός ότι η κοινοπραξία κατέβαλε τίμημα μεγαλύτερο κατά 67% από την τρέχουσα χρηματιστηριακή αξία της ΟΛΘ ΑΕ. Τα κυβερνητικά επιχειρήματα ασφαλώς είναι η απαραίτητη στάχτη στα μάτια για την αιτιολόγηση ενός ακόμη εγκλήματος. Η τρέχουσα χρηματιστηριακή αξία δεν αποτυπώνει την πραγματική αξία των υποδομών και του λιμανιού. Όπως και μερικά ψωροεκατομμύρια επιπλέον τιμημάτων από μερίσματα κ.λπ. δεν μπορούν να συγκριθούν με τα αμύθητα κέρδη που θα αποκομίσουν οι ιδιώτες σε βάρος, ασφαλώς, του Δημοσίου αλλά και των εργαζομένων εξαιτίας της αναμενόμενης ραγδαίας «κινεζοποίησης» των εργασιακών σχέσεων και της διάλυσης κάθε εργατικής αντίστασης.
Υπό αυτό το πρίσμα οι επόμενες εξελίξεις, εάν δεν υπάρξουν σοβαρές αντιστάσεις, είναι πως και η τοπική πολιτική εξουσία των δύο πόλεων θα περάσει σύντομα σε υπαλλήλους των εταιρειών που εκμεταλλεύονται τα λιμάνια, ανεξαρτήτως της εθνικότητας των εταιρειών.
Η κυβέρνηση πάντως δε σταματάει εκεί. Οι άνθρωποι που έχουν αναλάβει τη «βρόμικη δουλειά» της διαπραγμάτευσης έχουν ήδη συμφωνήσει με το πλαίσιο και τις απαιτήσεις των δανειστών για τα ξεπουλήματα του αιώνα στην ενέργεια, τις υποδομές μεταφορών, τα νερά και οτιδήποτε άλλο θυμίζει δημόσιο. Μάλιστα για το ζήτημα της ΔΕΗ εσχάτως σε συνέντευξή του σε ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό –της διαπλοκής άραγε;– ο πρωθυπουργός ανακάλυψε τις αποφάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού της ΕΕ και το «κοινοταξικό κεκτημένο» το οποίο δεν επιτρέπει τη μονοπώληση των πηγών ενέργειας από δημόσιους οργανισμούς! Έτσι πάλι οι «κακοί Ευρωπαίοι» μάς βάζουν στον κρόταφο το πιστόλι και, μη μπορώντας να κάνουν τίποτε άλλο, Σταθάκης και Παπαδημητρίου συμφωνούν στο ξεπούλημα του 40% των λιγνιτικών μονάδων και του 17% των μετοχών της ΔΕΗ τις οποίες κατέχει το άλλοτε «αμαρτωλό ΤΑΙΠΕΔ» σε ιδιώτες-λιγούρια τύπου Ενέργκα και Ελλάς Πάουερ, αλλά ταυτόχρονα πανηγυρίζουν γιατί έσωσαν τον ΑΔΜΗΕ και τη «μικρή ΔΕΗ»!
Στο στόχαστρο μάλιστα μπαίνουν βιομηχανίες όπως η ΕΛΒΟ, το δίκτυο των σιδηροδρόμων αλλά και τα διόδια των δρόμων όπως η Εγνατία τα οποία θα δοθούν επίσης σε ιδιώτες. Με τη συνεχιζόμενη απαξίωση όλων των αξιών και των υποδομών μιας χώρας που αγγίζει μια δεκαετία ύφεσης γίνεται εύκολα αντιληπτό πως η «κυβέρνηση της Αριστεράς» δεν πουλάει απλώς, αλλά στην κυριολεξία χαρίζει. Διαμοιράζει τα ιμάτια της δημόσιας περιουσίας ανταλλάσσοντάς τα με λίγες παραπάνω ημέρες εξουσίας. Το κακό είναι πως στον ορίζοντα δεν υπάρχει μια συμπαγής εναλλακτική απάντηση με τη σφραγίδα ενός εργατικού προγράμματος κατάκτησης της εξουσίας και ανάκτησης για το κοινωνικό συμφέρον της ξεπουλημένης δημόσιας περιουσίας.