ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑΤΟΣ
«Διά την βελτίωσιν της κινητικότητος της εργασίας […] προβλέπεται η λήψις των κάτωθι μέτρων: […] Απαλλαγή της επιχειρήσεως εις σημαντικόν βαθμόν εκ των ισχυόντων περιορισμών απολύσεως και μείωσις των καταβαλλομένων αποζημιώσεων. Μακροχρονίως πρέπει να αντιμετωπισθεί σημαντικός περιορισμός καταβολής αποζημιώσεως εις απολυμένους […]».
Αν το παραπάνω κείμενο δεν ήταν καθαρευουσιάνικο, θα έμοιαζε καταπληκτικά με σημερινό «θέσφατο» του ΔΝΤ. Ήταν όμως «όραμα» του Νικόλαου Μακαρέζου, νούμερο ένα αρμόδιου για την οικονομική πολιτική της χούντας, όπως διατυπώθηκε στο Πενταετές Σχέδιο 1968 -1972 του Υπουργείου Συντονισμού. Η «πρωτονεοφιλελεύθερη πολιτική» (εύστοχος ορισμός του καθηγητή Ηλία Νικολακόπουλου) της δικτατορίας δεν χρειαζόταν άλλοθι ούτε επικλήσεις κάποιων «υπαρξιακών προβλημάτων» της επιχειρηματικότητας. Ακάθεκτη εφορμούσε σε εποχές ανθηρές για την κερδοφορία της οικονομικής ελίτ. Για να τις κάνει ανθηρότερες, με τα «δέοντα» θύματα, φυσικά…
Το «όραμα» της …απελευθέρωσης των απολύσεων ήταν, τότε, αρκούντως «προχωρημένο». Έτσι, η χούντα το άφησε για τον «μακροχρόνιο» ορίζοντα. Δεν πρόλαβε να το «ρυθμίσει»… Πρόλαβε όμως να πράξει άλλα το καθεστώς, που απαγόρευσε τις διεκδικήσεις και τις απεργίες «διαβεβαιώνοντας» ότι η δική του …στοργή θα φρόντιζε για την ευημερία των μισθοσυντήρητων. Ορισμένοι νόμοι της θαρρείς πως έκαναν …μετάσταση στην εποχή των μνημονίων − κι ας είναι οι καιροί τόσο διαφορετικοί, από πολλές πλευρές.
Χτυπητό παράδειγμα το νομοθετικό διάταγμα 186 του 1969 (ΦΕΚ 10/5/69). Το άρθρο 16 αποσπούσε από τους «κοινωνικούς εταίρους» και εκχωρούσε στην κυβέρνηση την αρμοδιότητα καθορισμού των βασικών μισθών και ημερομισθίων (πώς χειρίστηκε η χούντα αυτήν της την απόλυτη αρμοδιότητα φαίνεται στα αποσπάσματα που ακολουθούν). Στη χούντα λοιπόν δεν αρκούσε ο ασφυκτικός έλεγχος επί των συνδικάτων. Παραμερίζοντας δε −και τυπικά− τους «εταίρους», θεωρούσε ότι ίσως διέσωζε κάπως το κύρος των «yes men», τους οποίους είχε διορίσει στις διοικήσεις των σωματείων. Αν η κυβέρνηση αποφάσιζε για τους βασικούς μισθούς, αυτοί ήταν «άμοιροι ευθυνών».
Στη Μεταπολίτευση, το 1975, το ύψος των βασικών μισθών επανήλθε στη σφαίρα της δικαιοδοσίας των «κοινωνικών εταίρων» και των μεταξύ τους διαπραγματεύσεων. Ο μνημονιακός νόμος 4172/2013 ήταν αυτός που την εκχώρησε ρητά στην κυβέρνηση (άρθρο 103), στέλνοντας τη μηχανή του χρόνου 44 χρόνια πίσω.
Ένα δύο ακόμη …déjà vu στη συνέχεια του αφιερώματος. Δύο ημέρες έπειτα από την 50ή επέτειο του πραξικοπήματος και λίγες πριν από την Πρωτομαγιά, ας παρακάμψουμε «μαύρα κρέατα», σκάνδαλα, απερίγραπτες συμβάσεις, «θαλασσοδάνεια» και ας εστιάσουμε την προσοχή μας στο κεφάλαιο της …ελληνοχριστιανικής φροντίδας για τον κόσμο της εργασίας.
«Ο κόσμος επί Παπαδόπουλου έφαγε ψωμάκι» διατείνεται το κλισέ. Ποιος ξέρει… Ίσως ο κόσμος του μόχθου να μετανάστευσε μαζικά στο εξωτερικό στην τριετία 1968-70 για να αποφύγει το …βαρυστομάχιασμα. Διότι ένα από τα «επιτεύγματα» της χουντικής περιόδου αντιστοιχεί, όντως, σε «θαύμα»: Η Ελλάδα έγινε η μοναδική χώρα του ευρωπαϊκού Νότου που γνώρισε και δεύτερη πλημμυρίδα εξωτερικής μετανάστευσης. Δεν συνέβη κάτι τέτοιο στην Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία. Σε αυτές τις χώρες ίσχυσε ο κοινωνικός-στατιστικός κανόνας: Έπειτα από το μεγάλο κύμα μετανάστευσης, οι ρυθμοί της φυγής επιβραδύνονταν κατά πολύ. Η αθρόα εισαγωγή εμβασμάτων από τους ήδη ξενιτεμένους βοηθούσε κόσμο να παραμείνει στη χώρα.
Η Ελλάδα βίωσε την πρώτη μεγάλη έκρηξη εξωτερικής μετανάστευσης στην τριετία 1963-65, όταν και έφυγαν συνολικά 323.000 άνθρωποι. Κατά τη διετία 1966-67 ο ρυθμός έπεσε (86,8 και 42,7 χιλιάδες αντίστοιχα) κι όλα έδειχναν πως θα γινόταν ό,τι και στις άλλες χώρες της Ν. Ευρώπης. Κι όμως… Το 1968 έφυγαν 50.866 άνθρωποι. Το 1969 το «άλμα» έφθασε στους 91.552 και το 1970 στους 92.681. Θα χρειαζόταν να έρθει το 1973 για να πέσει ο ετήσιος ρυθμός σε επίπεδα κατώτερα του 1967. Όμως τότε, το 1973, επενεργούσε και μια άλλη παράμετρος: Είχε αρχίσει ήδη να περιορίζει την εισαγωγή ξένων εργατών η Δυτική Γερμανία, χώρα που αποτελούσε τον βασικό προορισμό όσων Ελλήνων αναζητούσαν δουλειά στο εξωτερικό από το 1960 και εντεύθεν.
Το «κύμα» του 1968-70 μάλιστα ήταν μεγαλύτερο εκείνου της τριετίας 1963-65, με γνώμονα την καθαρή μετανάστευση, δηλαδή τη διαφορά ανάμεσα στις αναχωρήσεις και τις αφίξεις/παλιννοστήσεις. Για να γίνει κατανοητό πόσο …μοναδικό ήταν αυτό που συνέβαινε στην Ελλάδα της «εθνοσωτήριας» εποχής, πλάι στα προαναφερθέντα στοιχεία, που απορρέουν από την ΕΣΥΕ, ας προστεθεί ένα ακόμη∙ αυτό προκύπτει από την επεξεργασία διεθνών στατιστικών (European Communities, Eurostat, Statistics Luxembourg) και αφορά τη μεταβολή της μέσης ετήσιας καθαρής μετανάστευσης προς ευρωπαϊκούς προορισμούς ανάμεσα στις περιόδους 1960-67 και 1968-73.
Στις τρεις άλλες χώρες η μέση ετήσια καθαρή μετανάστευση ήταν αισθητά μειωμένη την περίοδο 1968-73. Στην Πορτογαλία κατά 17.409, στην Ιταλία κατά 14.250 και στην Ισπανία κατά 44.459 άτομα. Στην Ελλάδα του 1968-73 όμως η μέση ετήσια καθαρή μετανάστευση ήταν κατά 46 άτομα …μεγαλύτερη απ’ όση στα έτη 1960-67!
Για περαιτέρω εξηγήσεις ας δώσουμε το λόγο στον ΣΕΒ και συγκεκριμένα στη μελέτη του Αγορά εργασίας και διάρθρωσις αμοιβών εις την ελληνικήν βιομηχανίαν, που έγινε το 1973 και δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1974. Λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό κάθε περιόδου, η πραγματική, αγοραστική αξία των κατώτατων ημερομισθίων αυξήθηκε κατά 5,1% την περίοδο 1951-59, κατά 5,9% στη δεκαετία 1960-69, αλλά μόνο κατά 1,3% στην τριετία 1970-72. Ας αποφανθούν λοιπόν οι πάσης φύσεως «υμνητές» της δικτατορίας χάρη σε ποιον ακριβώς «κορεσμό» γιγαντώθηκε πάλι η εξωτερική μετανάστευση. Ήταν που «χόρταινε ο κόσμος ψωμάκι» ή μήπως αδυνατούσε να αντέξει την τόση ξαφνική ευτυχία της «τάξεως και ασφαλείας»;
Με αφορμή δε τα 53.000 άτομα της καθαρής μετανάστευσης για τη διετία 1971-72, ο ΣΕΒ υπογράμμιζε: «Δεν επραγματοποιήθησαν συνεπώς αι προσδοκίαι διακοπής της εξωτερικής μεταναστεύσεως και επαναπατρισμού μεγάλου αριθμού Ελλήνων μεταναστών […]. Ο περιορισμένος αριθμός ευκαιριών απασχολήσεως εν Ελλάδι και η 1:2,5 περίπου διαφορά αμοιβών εργασίας μεταξύ Ελλάδος και κυρίων χωρών υποδοχής μεταναστών υπήρξαν προφανώς τα ισχυρότερα κίνητρα εξωτερικής μεταναστεύσεως. Ευκαιρίαι απασχολήσεως υφίστανται σήμερον εις ικανοποιητικόν βαθμόν εν Ελλάδι. Η διαφορά όμως αμοιβών παραμένει, ιδιαιτέρως δε διά τους ανειδικεύτους, αποτελούσα ήδη τον βασικότερον λόγον μεταναστεύσεως και παραμονής Ελλήνων εις αλλοδαπήν».
Πράγματι, κατά το 1972 η μέση ωριαία αμοιβή εργασίας στην Ελλάδα ήταν 18,40 δρχ., στη Δυτική Γερμανία 58 δρχ. (δηλαδή παραπάνω από τριπλάσια), στο Βέλγιο 44 δρχ. και στην Ιταλία 31 δρχ. «Η σημαντική πτώσις μεταξύ 1969-72 δεικνύει ουσιώδη μεταβολήν πολιτικής» υπογράμμισε ο ΣΕΒ, προτού επιδοθεί σε μια ανάλυση η οποία σήμερα φαντάζει χρήσιμη, αποκαλυπτική, αλλά και απολαυστική. Διότι, πώς να το κάνουμε, είναι απολαυστικό να παρατηρεί κανείς από πόση ειλικρίνεια και …ελευθεροστομία ξεχείλιζε ο σύνδεσμος των βιομηχάνων τότε. Όταν δηλαδή εξέλιπε ο «κίνδυνος» να γίνουν τα πορίσματα των ερευνών του αντικείμενα αξιοποίησης εκ μέρους δυνάμεων φιλεργατικών ή εχθρικών προς τη δικτατορία, με την οποία οι δικές του σχέσεις ήταν αρμονικότατες.
Ο «γύψος» απαγόρευε την πολιτική και συνδικαλιστική δράση, αλλά «έλυνε» τη γλώσσα του ΣΕΒ: «Η μεταβολή αυτή [σ.σ. η «σημαντική πτώσις μεταξύ 1969-72»] είναι δυνατόν να οφείλεται εις την εκτίμησιν ότι […] η αγορά εργασίας διαμορφώνει ικανοποιητικάς αμοιβάς δι’ όλας τας κατηγορίας εργαζομένων. Έπαυσε, συνεπώς, να είναι ουσιώδους σημασίας η υπό των κατωτάτων αμοιβών παρεχόμενη προστασία εις ορισμένας κατηγορίας εργαζομένων. Αι ειδικαί έρευναι του ΣΕΒ των ετών 1968 και 1972 δεν φαίνεται, εν τούτοις, να δικαιολογούν πλήρως την άποψιν αυτήν».
Πόσο πιο καθαρά θα μπορούσε να μειδιάσει ο ΣΕΒ με τη χουντική προπαγάνδα, δηλαδή με την «εκτίμησιν» την οποία καταρρίπτει …ευγενικά; Στη μελέτη του παρατίθενται άφθονα παραδείγματα τα οποία στηρίζουν την τελική διαπίστωση: «Αι υπό του νόμου καθοριζόμεναι κατώταται αμοιβαί εξακολουθούν συνεπώς να επηρεάζουν αμέσως τα επίπεδα αμοιβών μεγάλου αριθμού μισθωτών, και ιδιαιτέρως τας εργαζομένας γυναίκας, δεδομένου ότι, διά τας κατηγορίας αυτάς, η διαφορά μεταξύ κατωτάτου ορίου και πραγματικώς καταβαλλομένων αμοιβών (wage drift) είναι σχετικώς μικρά».
Το 1972, στις τάξεις των εργατοτεχνιτών της βιομηχανίας μόνο το 3,6% των αντρών και το 10,1% των γυναικών αμείβονταν με το κατώτατο ημερομίσθιο, που ήταν 115 και 97 δρχ. αντίστοιχα. «Το κατώτατον όμως ημερομίσθιον, με μικράν προσαύξησιν, ελάμβανον σημαντικώς ηυξημένα ποσοστά και των δύο φύλων» σημείωνε ο ΣΕΒ. Συγκεκριμένα, κάτω των 130 δρχ. λάμβανε το 11,8% των αντρών και κάτω των 110 το 50,7% των γυναικών.
Στη συνέχεια (τέλος 1972 − αρχές 1973), ανέλαβε η κατακόρυφη άνοδος του τιμάριθμου να ακυρώσει τις όποιες ονομαστικές αυξήσεις. Για παράδειγμα, την Πρωτομαγιά του 1973 το ελάχιστο μεροκάματο αυξήθηκε κατά 8,69% για τους άντρες και κατά 8,24% για τις γυναίκες. Ο τιμάριθμος όμως από τον Ιανουάριο του 1973 είχε φέρει το κόστος βασικότατων αγαθών διατροφής και ένδυσης σε επίπεδα κατά 20%, 25% και 30% υψηλότερα εκείνων που ίσχυαν δώδεκα μήνες νωρίτερα. Και η χούντα «παρέδωσε», το 1974, οικονομία και κοινωνία πνιγμένες σε πελάγη στασιμοπληθωρισμού, με τον υψηλότερο −ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ− τιμάριθμο (26,9%) και με ύφεση της τάξης του -6,4%. Τέτοιο οικονομικό «θαύμα»…
Ένα, δύο, τρία, πολλά «μικρά Βιετνάμ» στη δουλειά
Υπεράνω όλων η «κοινωνική και εργασιακή γαλήνη», διακήρυττε η χούντα. Αλλά τι είδους «γαλήνη» ήταν αυτή που έκανε τους τόπους δουλειάς να μοιάζουν με μικρά «Βιετνάμ» εξαιτίας της τρομακτικής αύξησης των θανατηφόρων εργατικών ατυχημάτων; Όπως μαρτυρούν τα στοιχεία του ΙΚΑ, στα έτη 1960-67 οι απώλειες ζωών στους εργασιακούς χώρους κυμαίνονταν κάθε χρόνο από 24 (1966) έως 33 (1962) και μία μόνο φορά 42 (1965). Το 1968, όταν άρχισε να εμπεδώνεται το δόγμα «όλα διά την ταχύρρυθμον ανάπτυξιν», δεικτών και επιχειρηματικών κερδών, σκοτώθηκαν 71 άνθρωποι. Η συνέχεια απίστευτα «ταχύρρυθμος»… Τα θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα στην επταετία 1968-74 ήταν 100, 141, 126, 128, 136 και 116. Το 1975 έπεσαν κάτω από 100 (91).
Στην πενταετία 1968-72 οι απασχολούμενοι στη βιομηχανία αυξήθηκαν κατά 28,8% (στοιχεία ΣΕΒ) και τα θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα κατά 80,3%. Στην επταετία 1961-67 σκοτώθηκαν 208 άνθρωποι. Στην επταετία 1968-74, 808 άνθρωποι. Σχεδόν τετραπλάσιοι. Ανάλογη εξέλιξη σημειώθηκε και στα μη θανατηφόρα αλλά σοβαρά ατυχήματα. Παράδειγμα: στις στατιστικές του ΙΚΑ ποτέ δεν είχαν καταγραφεί πάνω από 500 ακρωτηριασμοί σε ένα έτος. Ήρθε όμως η «εθνοσωτήριος» και το «φράγμα» αυτό θρυμματίστηκε. Σημειώθηκαν 533 ακρωτηριασμοί το 1972, 575 το 1973 και 618 το 1974.
Το κακό δεν πήγαζε μόνο από τα «στραβά μάτια» σε φαινόμενα καταστρατήγησης κανόνων ασφαλείας και σε πρακτικές εξουθενωτικής εντατικοποίησης. Η χούντα αναθεώρησε (ανοιχτά!) κανονισμούς για τα μέτρα ασφαλείας και τις επιθεωρήσεις εργοστασίων, κατά τρόπο που ελαχιστοποιούσε τις νομικές ευθύνες των ιδιοκτητών. Το παρατηρούσε στο τέλος του 1970 και το περιοδικό Free Labour World της Διεθνούς Συνομοσπονδίας Συνδικάτων.
Απαραίτητη διευκρίνιση: τα προαναφερθέντα στοιχεία δεν συμπεριλάμβαναν τα ναυτικά θανατηφόρα ατυχήματα. Για αυτά δεν υπήρχαν επίσημες στατιστικές. Είχε γίνει όμως βούκινο διεθνώς πόσα −και πόσο φρικτά− «ελεύθερα» είχε το εφοπλιστικό κεφάλαιο στην Ελλάδα και στον τομέα των εργασιακών συνθηκών. Αρκεί να αναφερθεί ότι οι ναυτεργάτες δούλευαν κάθε εβδομάδα έως και 16 ώρες περισσότερες από εκείνες που ίσχυαν −ως ανώτατο επιτρεπτό όριο− στη ναυτιλία άλλων χωρών. Δεν ήταν λοιπόν μόνο το …γενικευμένο αφορολόγητο των πλοιοκτητών αυτό που ώθησε την Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών να ανακηρύξει «ισόβιο πρόεδρό» της το δικτάτορα Παπαδόπουλο (3 Μαρτίου 1972).
Με το ΝΔ 515/1970 (ΦΕΚ 22/4/1970) η χούντα κατάργησε ουσιαστικά το οχτάωρο σε σειρά επιχειρήσεων. Επρόκειτο για απόφαση-σοκ για τα ευρωπαϊκά εργασιακά ήθη την εποχή εκείνη. Μάλιστα, την τελευταία ημέρα του 1973 δημοσιεύτηκε σε ΦΕΚ και το ΝΔ 264/73, που επέκτεινε διατάξεις του ΝΔ 515 σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.
«Η κοινωνική προστασία εις την Ελλάδα έχει υψηλόν κόστος» γνωμάτευε …αλά Τόμσεν η χούντα διά στόματος του αρμόδιου υπουργού Λ. Πάτρα (16/9/1969). Και προέβη στις δέουσες απαλλαγές από κόστος… «Πεντακόσια εκατ. δραχμές των εργαζομένων δωρίζει το κράτος στους εργοδότες» έγραφε ο Οικονομικός Ταχυδρόμος στις 20/12/1973. Τόσα έχασε το ΙΚΑ το 1973 εξαιτίας της εφαρμογής των ΝΔ 1312 και 1313 του 1972, που μείωναν τις ασφαλιστικές εισφορές των βιομηχάνων. Το βιολί αυτό συνεχίστηκε με το ΝΔ 1377 (ΦΕΚ 7/4/1973).
Σημειώνεται ότι την περίοδο 1968-72 τα κέρδη των βιομηχάνων αυξήθηκαν κατά 311%, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, αν και στην πραγματικότητα ήταν ακόμη πιο «τροφαντά» (η σχετική ανάλυση δεν είναι του παρόντος σημειώματος). Η δικτατορία κορδωνόταν πως πετύχαινε ανάπτυξη. Ταυτόχρονα μείωνε −ασταμάτητα− τις εργοδοτικές εισφορές, για να έρθει …η ανάπτυξη. «Η αμοιβή είναι συνάρτησις της παραγωγικότητος. Ας μην ζητώμεν συνεχώς αυξήσεις και ας αναλογισθώμεν τας συνεπείας τοιούτων απαιτήσεων και τους κινδύνους…» Το είπε ο Στ. Παττακός σε σύσκεψη «κοινωνικών εταίρων» (2 Οκτωβρίου 1972). Πραγματική παράνοια! Τότε συμπληρωνόταν μία τετραετία κατά την οποία η παραγωγικότητα «έτρεχε» με ρυθμό κατά 57,5% ταχύτερο από τους μισθούς. Το δε «χάσμα» θα διευρυνόταν περισσότερο την επόμενη χρονιά.
Επί «εθνοσωτηρίου», οι αποδοχές των εργαζομένων υστερούσαν δραματικά έναντι όλων των άλλων μεγεθών: παραγωγικότητας, εθνικού εισοδήματος, κερδών. «Οι χαμηλές αμοιβές των μισθωτών της βιομηχανίας δεν αμφισβητούνται πλέον ούτε από τους υπεύθυνους της οικονομικής πολιτικής» παρατηρούσε ο Οικονομικός Ταχυδρόμος στις 15 Νοεμβρίου 1973.
Πρωθυπουργός από την 8η Οκτωβρίου 1973, ο Μαρκεζίνης εξιστορεί τι του ανέφερε ο υπουργός Συντονισμού Θ. Καψάλης στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και την ανατροπή της κυβέρνησης από τον «αόρατο ταξίαρχο» Ιωαννίδη (25/11/73): «Η αύξηση του τιμαρίθμου κόστους ζωής κατά το τελευταίον δωδεκάμηνον περιεστρέφετο περί το 27%. Αι χορηγηθείσαι εξ άλλου κατά το δωδεκάμηνον αυξήσεις αμοιβών των μισθωτών ανήρχοντο εις ποσοστόν 15% και άνω. Απέμενε συνεπώς προς κάλυψιν ποσοστόν 12%» (από το βιβλίο του Μαρκεζίνη Αναμνήσεις 1972-1974).
«Τουλάχιστον επί χούντας ο κόσμος είχε δουλειά» λένε κάποιοι. Μια απλή συνάρτηση των στοιχείων της ΕΣΥΕ για το εργατικό δυναμικό και τη μετανάστευση φανερώνει το εξής: όλες κι όλες 9.000 «παραπάνω» θέσεις απασχόλησης «έβγαλε» το ισοζύγιο αύξησης/μείωσης του εργατικού δυναμικού από το 1967-68 έως το 1973-74 (σε άλλα έτη υπερίσχυε το ένα, σε άλλα το άλλο). Στην ίδια εποχή μετανάστευσαν έξω 392.218 άνθρωποι. Με άλλα λόγια: σε κάθε «προσλαμβάνεσθε» αντιστοιχούσαν 44 διαβατήρια για έξω. «Η μείωσις της ανεργίας προέκυψε κυρίως ως αποτέλεσμα υψηλών ρυθμών εξωτερικής μεταναστεύσεως και δευτερευόντως εκ της αυξήσεως της εγχωρίου αποσχολήσεως» έγραψε ο ΣΕΒ το 1973. Σαφές, αν και κομψά διατυπωμένο. Διότι ήταν «μεγάλη αγαπημένη» του η «εθνοσωτήριος»…