ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΗΝΑΚΑΚΗΣ
Αν και έχει ριζικά διαφορετικό στόχο, μέσα και υποκείμενα, η εργατική στρατηγική έχει πολλά να διδαχτεί από τον αντίπαλό της, την αστική στρατηγική και τακτική. Ιδιαίτερα χρήσιμη είναι η πορεία του νεοφιλελευθερισμού, από τη γέννησή του το 1947, στο Μον Πελερέν, έως τη στιγμή που έγινε κυρίαρχο καπιταλιστικό υπόδειγμα.
Η πρώτη γιάφκα
του νεοφιλελευθερισμού
- Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΟΝ ΠΕΛΕΡΕΝ
Απρίλιος του 1947. 36 παθιασμένοι φιλελεύθεροι -οικονομολόγοι, ιστορικοί και φιλόσοφοι- συγκροτούν την Εταιρεία Μον Πελερέν (MPS). Η ονομασία της προέκυψε από το σημείο όπου συναντήθηκαν, την ελβετική λουτρόπολη που δεσπόζει πάνω από τη λίμνη Λεμάν. Στην ιδρυτική διακήρυξη της MPS διαβάζουμε μια κραυγή («οι κεντρικές αξίες του πολιτισμού κινδυνεύουν») και μια θέση: τα κακώς κείμενα «υποδαυλίστηκαν από την υποχώρηση της πίστης στην ατομική ιδιοκτησία και στην ανταγωνιστική αγορά· διότι χωρίς τη διάχυτη δύναμη και πρωτοβουλία που σχετίζονται μ’ αυτούς τους θεσμούς, είναι δύσκολο να φανταστούμε μια κοινωνία στην οποία μπορεί να διατηρηθεί πραγματικά η ελευθερία» (Ντ. Χάρβεϊ, Νεοφιλελευθερισμός – Ιστορία και παρόν, Καστανιώτης, Αθήνα 2007, σελ. 46). Ορμώμενοι από αυτή τη θέση, οι συνδαιτυμόνες του Φρίντριχ φον Χάγιεκ, ο οποίος είχε την πρωτοβουλία για τη συνάντηση, θέτουν ως στόχο «να προσφέρουν μια πραγματική εναλλακτική ουτοπία, το ίδιο λαμπρή και αδιάλλακτη όσο κι ο σοσιαλισμός» (Γκυ Σορμάν, Η φιλελεύθερη λύση, Ροές, Αθήνα 1986, σελ. 93).
Τίποτα τότε δεν προμήνυε την εξέλιξη της ολιγάριθμης και, κυρίως, αιρετικής MPS. Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια αλλά και για μεγάλο διάστημα της «χρυσής τριακονταετίας» του καπιταλισμού, κυριαρχούσε ο κεϊνσιανισμός, η σοσιαλδημοκρατία ήταν δυναμική κι ο σοσιαλισμός είχε κύρος. Διακηρύσσοντας, λοιπόν, τις αγιοποιημένες διδαχές περί απόλυτης οικονομικής ελευθερίας, ατομικισμού, άρνησης κάθε κρατικής παρέμβασης ή ρύθμισης, η MPS πήγαινε κόντρα στο ρεύμα.
Τρεις δεκαετίας αργότερα, οι «εκκεντρικές» -όπως χαρακτηρίστηκαν αρχικά- ιδέες της υιοθετούνταν από τον «πλανητάρχη» Ρόναλντ Ρίγκαν και τη «σιδηρά κυρία» Μάργκαρετ Θάτσερ, και λίγο αργότερα θα κυριαρχούσαν σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο. Τι μεσολάβησε; Με ποια στρατηγική και τακτική εργάστηκαν για να περάσουν από την αφάνεια στο θρίαμβο;
Το 1982, λίγο μετά τη ρηγκανοθατσερική νίκη, ο Μίλτον Φρίντμαν, ο έτερος εμβληματικός νους της MPS και της σχολής του Σικάγο, έδινε μια εξήγηση στον πρόλογο του Καπιταλισμός και Ελευθερία, ιδεολογικού φάρου του νεοφιλελευθερισμού, που είχε γραφτεί στα 1962, στο μέσο αυτής της πορείας: η βασικότερη συμβολή βιβλίων σαν αυτό είναι ότι «κρατούν τις εναλλακτικές επιλογές ανοιχτές μέχρι να καταστήσουν οι περιστάσεις την αλλαγή αναγκαστική… Μόνο μια κρίση, πραγματική ή προσλαμβανόμενη ως τέτοια, επιφέρει πραγματική αλλαγή. Όταν συμβεί η κρίση αυτή, οι δράσεις που θα αναληφθούν θα εξαρτηθούν από τις ιδέες που κυκλοφορούν. Αυτό, πιστεύω, είναι η βασική μας δουλειά: να αναπτύσσουμε εναλλακτικές στις υπάρχουσες πολιτικές, να τις κρατάμε ζωντανές και διαθέσιμες μέχρι το πολιτικά αδύνατο να γίνει πολιτικά αναπόφευκτο» (Παπαδόπουλος, Αθήνα 2012, σελ. 17).
Ο Χάγιεκ προέβλεψε ότι η μάχη των ιδεών ήταν το κλειδί
και ότι θα χρειαζόταν μια γενιά για να κερδηθεί αυτή η μάχη.
Το 1950, όταν έφτασε ο Χάγιεκ στο Σικάγο, όπου ήδη δίδασκαν ο Φρίντμαν και ο Στίγκλερ, οι ιδέες της Εταιρείας Μον Πελεράν (MPS) ήταν στην αφάνεια. Σε λίγα χρόνια το Τμήμα Οικονομικών του Πανεπιστημίου του Σικάγου εξελίχθηκε σε ιδιαίτερη σχολή σκέψης και «επαναστατικό προπύργιο εναντίον της τότε κυρίαρχης “κρατικιστικής” σκέψης» (Ναόμι Κλάιν, Το δόγμα του σοκ, Α.Α. Λιβάνης, Αθήνα 2010, σελ. 75). Πάντως, οι ιδέες των «Σικάγο μπόις» άρχισαν να προωθούνται από την περιφέρεια στο κέντρο του καπιταλιστικού γίγνεσθαι στο μεταίχμιο του 1960-70, ορόσημου που άνοιξε με τη νεολαιίστικη κυρίως αμφισβήτηση του 1968 και επισφραγίστηκε με την κρίση του 1973-75. Διόλου τυχαία, η «επίσημη» αναγνώρισή τους ήρθε το 1974, όταν απονεμήθηκε στον Χάγιεκ το Νόμπελ Οικονομίας. Αλλά και αυτή η αναγνώριση ήταν ακόμη μισή, καθώς μοιράστηκε το βραβείο με τον σοσιαλδημοκράτη Γκούναρ Μύρνταλ, σε μια συμβολική συνύπαρξη του παλιού με το νέο. Πολύ σύντομα θα γινόταν φανερό ποιος ήταν το νέο «αφεντικό» των αστικών ιδεών: οι ζηλωτές της Σχολής του Σικάγου έδιναν δείγματα γραφής στη Χιλή του Πινοσέτ, ο Φρίντμαν κέρδιζε το 1976 το Νόμπελ Οικονομίας (το οποίο απονεμήθηκε έκτοτε σε άλλους έξι της MPS), ενώ οι 22 από τους 76 οικονομολόγους της προεκλογικής εκστρατείας του Ρίγκαν ήταν μέλη της MPS.
Από το 1950 έως τότε, βέβαια, οι «απόλυτα αφοσιωμένοι ιεραπόστολοι» της ελεύθερης αγοράς, όπως αυτοχαρακτηρίζονταν, ήταν αναγκασμένοι να δρουν σε μη ευνοϊκό γι’ αυτούς ιδεολογικό και πολιτικό περιβάλλον. Αυτό, όμως, δεν τους έκαμψε. Απόλυτα προσηλωμένοι στην καθαρότητα των ιδεών τους, έδωσαν στην προσπάθειά τους σταυροφορικό χαρακτήρα και λειτούργησαν ως «εθελοντές σε ένα στρατό» και «στρατιώτες σε έναν πόλεμο», κατά τον Γκάρι Μπέκερ, επίσης Νόμπελ Οικονομίας το 1992. «Φονταμενταλιστές της ελεύθερης αγοράς», «φρουροί της φιλελεύθερης πίστης», «ιερή φλόγα» «προσηλυτισμός», «κήρυκες του νέου φιλελευθερισμού» είναι εκφράσεις που έχουν χρησιμοποιηθεί από αντιπάλους και κυρίως από φίλους του νεοφιλελευθερισμού. Ο Σορμάν, μάλιστα, μιλά για «ανθρώπους που έχουν αφοσιωθεί ολόψυχα με τον τρόπο που άλλοι θυσιάζονται για τον κομμουνισμό ή τη θρησκεία τους» (σελ. 96). Σημειώνει ενδεικτικά ο Γ. Παπαδογιάννης: «Δουλεύοντας συστηματικά, με ακλόνητη πίστη στη δύναμη της νεοκλασικής θεωρίας, στην υπεροχή των μαθηματικών μοντέλων και στην ανωτερότητα του ανόθευτου καπιταλισμού, η Σχολή του Σικάγου βαθμιαία εδραίωσε την παρουσία της και διεύρυνε την επιρροή της στους ακαδημαϊκούς και πολιτικούς κύκλους» (Η άνοδος και η πτώση του homo economicus, Παπαδόπουλος, Αθήνα 2012, σελ. 91).
Μπορεί, άραγε, αυτή η εμπειρία να αποτελέσει δίδαγμα για την εργατική στρατηγική και τακτική; Αλίμονο αν δεν γίνει κάτι τέτοιο. Δεν μιλάμε για μίμηση ή απλή αντιστροφή -οι ριζικά διαφορετικοί ταξικοί σκοποί ορίζουν διαφορετικούς δρόμους και μέσα-, αλλά για άντληση συμπερασμάτων από τον τρόπο με τον οποίο επικράτησε το ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα που κυριαρχεί στον καπιταλισμό τα τελευταία 40 χρόνια – και εξακολουθεί να κυριαρχεί, παρά τα πλήγματα που δέχτηκε με την πρόσφατη κρίση. «Η συντηρητική επανάσταση, μόλο που δεν μπορεί να θεωρηθεί πρότυπο, είναι τουλάχιστον ένα εξαιρετικό μάθημα στρατηγικής», σημειώνει ο Σορμάν (σελ. 64), ο οποίος συμπληρώνει αποκαλυπτικά: «Παίρνοντας τον Μαρξ απ’ την ανάποδη, οι καινούριοι φιλελεύθεροι θα πάψουν πια να μένουν απαθείς παρατηρητές του κόσμου και θα στρατευτούν για να τον αλλάξουν» (σε. 92).
Στο πλαίσιο αυτό, ένα ζήτημα που ξεχωρίζει είναι ότι η MPS και η Σχολή του Σικάγου ιεράρχησαν πολύ ψηλά το ζήτημα της μάχης των ιδεών, των αξιών, της ηθικής – γενικά και ειδικότερα στη νεολαία. Μάλιστα μάχης που εξελίσσεται σε βάθος χρόνου και ιδεών ξεκάθαρων, ριζοσπαστικών, που αποτελούν «ιερό στοιχείο του συστήματος» και όχι αμφισβητήσιμη υπόθεση, κατά τον Φρανκ Νάιτ, ηγετική μορφή της MPS. Προφητικός ο Χάγιεκ, προέβλεψε ότι «η μάχη των ιδεών ήταν το κλειδί και ότι θα χρειαζόταν πιθανώς μια γενιά για να κερδηθεί αυτή η μάχη, όχι μόνο εναντίον του μαρξισμού, αλλά και του σοσιαλισμού, του κρατικού σχεδιασμού και του κεϊνσιανού παρεμβατισμού» (Χάρβεϊ: 48).
Τον συμπληρώνει εύγλωττα και αποκαλυπτικά ο Γκυ Σορμάν: «Για να μπορέσει κανείς να επικρατήσει μακροπρόθεσμα έναντι των σοσιαλιστών, θα πρέπει να αποκτήσει μια υπεροχή στο χώρο που ισχυρίζονται πως μονοπωλούν, δηλαδή την ηθική» (σελ. 64). Οι της MPS, συνεχίζει, αντιμετωπίζουν τον φιλελευθερισμό «όχι μόνο σαν οικονομικό σύστημα, αλλά και σαν επιθετικό πρόγραμμα, σαν μια εναλλακτική ιδεολογία» και απορρίπτουν κάθε δυνατότητα «τρίτου δρόμου», θεωρώντας ότι «δεν είναι δυνατόν να υπάρξει σύνθεση ανάμεσα σε δύο ερμηνείες της κοινωνίας ριζικά αντίθετες» (σελ. 82). Και για να μην υπάρχουν αμφισημίες: «Για να ξεκαθαρίσει ο πολιτικός αγώνας, θα πρέπει να συναθροιστούμε σ’ ένα μέτωπο φιλελεύθερο, αδιάλλακτο, συνεκτικό και μαχητικό […] Για τους “Mont Pèlerin”, το κύριο όπλο των φιλελεύθερων διανοουμένων βρίσκεται στην αδιαλλαξία. Απ’ αυτή την αδιαλλαξία αντλούν την αποτελεσματικότητά τους» (σσ. 91 και 96).
Αν η καθαρότητα των ιδεών και η μάχη σε βάθος χρόνου ήταν ένα στοιχείο, ένα δεύτερο ήταν η προσπάθεια να περιβληθούν αυτές οι ιδέες με αδιαμφισβήτητο επιστημονικό κύρος, να εμφανιστούν ως νομοτελειακές και οι μόνες που εναρμονίζονται με τη φύση του ανθρώπου και τον τρόπο με τον οποίο κινείται και προοδεύει η κοινωνία. Έτσι, για τον Χάγιεκ «ο φιλελευθερισμός είναι από τη φύση του ένα λαϊκό συναίσθημα ενώ ο σοσιαλισμός μια εφεύρεση των διανοουμένων» (Σορμάν, σελ. 82) και φιλελεύθεροι είναι μόνο αυτοί που παραδέχονται ότι ο κόσμος υπακούει σε νόμους που δεν ελέγχουμε. Πρόκειται για νόμους (όχι Θεία Πρόνοια) που μας διαφεύγουν επειδή είναι πολύπλοκοι ώστε να κατανοηθούν. Στη βάση αυτή, οι νεοφιλελεύθεροι αντιμετωπίζουν την αντιπαράθεση κομμουνισμού-φιλελευθερισμού ως «αντικειμενική σύγκρουση με επιστημονικό χαρακτήρα» και προσπαθούν να αποδείξουν ότι «η ανωτερότητα της ελεύθερης οικονομίας [σσ. έναντι της κατευθυνόμενης κεντρικής αγοράς] είναι αναμφισβήτητη και αποδεδειγμένη μαθηματικά» (Σορμάν, σελ. 80). Καθοριστικό, στο πλαίσιο αυτό, είναι το έργο του Ζεράρ Ντεμπρέ (Νόμπελ Οικονομίας το 1983), που θεωρείται ότι προσέφερε αυτή τη βάση, ώστε μετά από αυτόν «ο οικονομικός φιλελευθερισμός γίνεται επιστημονικός». (Σορμάν, σελ. 81). Κάτι, δηλαδή, σαν το Από τον ουτοπικό στον επιστημονικό σοσιαλισμό του Ένγκελς από την ανάποδη.
Μάλιστα -οποία ομοιότης-, όπως ορισμένα ρεύματα του μαρξισμού έχουν την τάση να αντιλαμβάνονται τους νόμους κίνησης της κοινωνίας ως φυσικούς νόμους, έτσι κι ορισμένοι νεοφιλελεύθεροι, τραβώντας στα άκρα την προσπάθεια να αποδείξουν επιστημονικά την υπεροχή των ιδεών τους και μη έχοντας για πολλά χρόνια κάποια οικονομία-πρότυπο, δανείζονταν στοιχεία από τις φυσικές επιστήμες και καταπιάνονταν με τη διατύπωση ιδιοφυών μαθηματικών εξισώσεων και πολύπλοκων υπολογιστικών μοντέλων που θα έλυναν αυτόν τον «γόρδιο δεσμό». Η επιγραφή στο κατώφλι του Κτιρίου Κοινωνικών Επιστημών στο Σικάγο («Η Επιστήμη είναι Μέτρηση»), αλλά και η ναρκισσιστική και υπερφίαλη θέση του Φρίντμαν ότι «προσέγγιζε τα οικονομικά ως μια επιστήμη που ήταν εξίσου “θετική” και αυστηρή όσο η φυσική ή η χημεία» (Κλάιν, σελ. 77) είναι ενδεικτικές αυτής της προσπάθειας. Για την… ορθότητά τους έχει να πει πολλά το 2008.
Και κάτι ακόμη. Η Σχολή του Σικάγου κήρυξε το διχασμό στο στρατόπεδο της αστικής ιδεολογίας, καταγγέλλοντας τον συντηρητικό φιλελευθερισμό για επαμφοτερίζουσα στάση και υποστηρίζοντας ότι «η φιλελεύθερη σημαία σκεπάζει διαφορετικά πολιτικά εμπορεύματα που μπορούμε να τα χωρίσουμε σε δύο μεγάλες κατηγορίες σκέψης. Η πρώτη είναι η ρεαλιστική… Η δεύτερη [σσ. στην οποία κατατάσσονται οι Ρίγκαν και Θάτσερ] είναι η ιδεολογική» (Σορμάν, σελ. 57). Θυμίζοντας δε τον Κάτωνα, υποστηρίζουν ότι «για να νικήσει κανείς την Αριστερά, πρέπει πρώτα να ξεφορτωθεί τη δεξιά» και συμπεραίνουν με νόημα ότι ο Ρίγκαν και η Θάτσερ «κατάφεραν τελικά να επικρατήσουν έναντι των σοσιαλδημοκρατών, αφού προηγουμένως έκαναν μια επανάσταση μέσα στο δικό τους χώρο, και ξεφορτώθηκαν τους “wets”, τις βρεγμένες κότες του φιλελευθερισμού» (Σορμάν, σελ. 65). Μεταφερμένο στα καθ’ ημάς και με την απαραίτητη σχετικοποίηση: Για να νικήσει κανείς τον σύγχρονο καπιταλισμό χρειάζεται κομμουνιστική επαναθεμελίωση.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΟΥΤΟΠΙΑ
Οι ανάγκες των εταιρειών
και η Σχολή του Σικάγου
ΠΡΩΤΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΑΠΟ ΠΙΝΟΣΕΤ
Καμιά ιδεολογική κατασκευή δεν μπορεί να επικρατήσει αν δεν αντανακλά υπαρκτές κοινωνικές διεργασίες – και μάλιστα διεργασίες που έρχονται από το μέλλον. Η Εταιρεία Μον Πελεράν (MPS) και η Σχολή του Σικάγου επιβεβαιώνουν αυτή την άποψη, καθώς συνδέθηκαν με τάσεις που αναδύονταν με δυναμισμό τόσο από τους «πάνω» όσο και από τους «κάτω». Στους «πάνω» ανήκει το τμήμα των πολυεθνικών που θεωρούσε ότι «η κεϊνσιανή επανάσταση εναντίον του laissez-faire κόστιζε ακριβά». Αυτές ανακάλυψαν τον Φρίντμαν σε μια εποχή που «σχεδόν κανείς δεν ενδιαφερόταν για την τολμηρή ιδέα του», θεώρησαν δε ότι «έπρεπε να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος με μια αντεπανάσταση εναντίον του κεϊνσιανισμού, μια επιστροφή σε κάποια μορφή καπιταλισμού ακόμη λιγότερο ρυθμιζόμενη απ’ ότι πριν τη Μεγάλη Ύφεση […] Αν και συγκαλυμμένο με τη γλώσσα των μαθηματικών και της επιστήμης, το όραμα του Φρίντμαν ταυτιζόταν απόλυτα με τα συμφέροντα των μεγάλων πολυεθνικών, που από τη φύση τους διψούν για τεράστιες νέες αγορές χωρίς ρυθμίσεις και κανονισμούς […] Ο πόλεμος του Φρίντμαν εναντίον του “κράτους πρόνοιας” και της “μεγάλης κυβέρνησης” υποσχόταν μια νέα πηγή γρήγορου πλουτισμού» (Κλάιν, σελ. 84 και 86).
Αυτή ήταν η οικονομική βάση προσέγγισης των πολυεθνικών με τη Σχολή του Σικάγου. Υπάρχει και η πολιτική. Με τα λόγια της Κλάιν: «Ένα μεγάλο μέρος της σαγήνης της οικονομικής θεωρίας της Σχολής του Σικάγου οφειλόταν στο ότι, σε μια εποχή που οι αριστερές ριζοσπαστικές ιδέες για τη δύναμη των εργατών κέρδιζαν έδαφος σε όλο τον κόσμο, αυτή πρόσφερε έναν τρόπο υπεράσπισης των συμφερόντων των ιδιοκτητών που ήταν εξίσου ριζοσπαστικός και εμποτισμένος με ιδεαλιστικές αρχές […] Ο μαρξισμός πρέσβευε την εργατική ουτοπία και οι οπαδοί της Σχολής του Σικάγου την επιχειρηματική ουτοπία» (σελ. 79 και 80). Καταλήγοντας, η Κλάιν σημειώνει: «Το τεράστιο όφελος της διοχέτευσης εταιρικών απόψεων μέσω ακαδημαϊκών ή ημι-ακαδημαϊκών θεσμών όχι μόνο διασφάλισε την απρόσκοπτη ροή δωρεών προς τη Σχολή του Σικάγου, αλλά, επιπλέον, οδήγησε και στη δημιουργία ενός παγκόσμιου δικτύου δεξιών “δεξαμενών σκέψεις”, που παρήγε τους στρατιώτες της αντεπανάστασης παγκοσμίως» (σελ. 85).
Στο πλαίσιο αυτής της εξαγωγής νεοφιλελεύθερων ιδεών, προσεγγίστηκε το Πανεπιστήμιο τη Χιλής, στο οποίο προτάθηκε επιχορήγηση για να οργανώσει πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών. Μετά την άρνησή του, προσεγγίστηκε το Καθολικό Πανεπιστήμιο, το οποίο αποδέχτηκε την πρόσκληση και εξελίχθηκε σε εκκολαπτήριο του λεγόμενου «χιλιανού σχεδίου», που είχε ως στόχο -με χρηματοδότηση και από το Ίδρυμα Φορντ- να παράγει ιδεολογικούς μαχητές που θα κέρδιζαν τον πόλεμο των ιδεών στη Λατινική Αμερική. Κι όλα αυτά, αρκετά πριν ανατραπεί η κυβέρνηση Αλιέντε, στις 11 Σεπτεμβρίου 1973. Την επομένη, οι υπουργοί της χούντας του Πινοσέτ βρήκαν στα γραφεία τους, τους το «Τούβλο», το 500 σελίδων οικονομικό πρόγραμμα που καλούνταν να εφαρμόσουν! Είχε συνταχθεί πριν καιρό από «σικάγο μπόις» της Χιλής, τα οποία είχαν σπουδάσει στο Σικάγο ή στο Καθολικό Πανεπιστήμιο, με χρηματοδοτική συνδρομή των επιχειρηματικών κύκλων της χώρας.
Η προμετωπίδα της ατομικής ελευθερίας
ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΜΗΧΑΝΙΑ
Η ατομική ελευθερία υπήρξε πολιορκητικός κριός του νεοφιλελευθερισμού, με τον οποίο άλωσε τις νεανικές συνειδήσεις. Η σημαία αυτή δεν ερχόταν από το χθες του φιλελευθερισμού, αλλά από το παρόν του καπιταλισμού. Ένα παρόν που χαρακτηριζόταν από την κεϊνσιανή ομαλότητα, την τυποποιημένη εργασία τύπου Μοντέρνων Καιρών του Τσάπλιν, τα ομοιόμορφα καταναλωτικά πρότυπα που αποτύπωσε ο Γουόρχολ στις κονσέρβες Κάμπελ ή την απολύτως προκαθορισμένη βιοαφήγηση του μαζανθρώπου της εποχής. Η απέχθεια που ένοιωθαν οι νέοι γι’ αυτό το στάτους ερμηνεύει τη θέση που κατέλαβε στον πολύμορφο ριζοσπαστισμό του ’60-70 το αίτημα της ατομικής απελευθέρωσης (σχέσεων, ενδυμασίας, τρόπου ζωής κ.λπ.). Η Αριστερά δεν κατανόησε τι γεννούσε αυτό το ρεύμα και του υποκλίθηκε ή το απέρριψε – ενοχική για ό,τι συνέβαινε στην ΕΣΣΔ ή την Άνοιξη της Πράγας, κυρίως όμως λόγω στρατηγικής αδυναμίας να αντιπαρατεθεί στον κεϊνσιανισμό, να αντιμετωπίσει διαλεκτικά τη σχέση ατομικού-συλλογικού, να «διαβάσει» σωστά τις προκλήσεις της εποχής και να αλληλεπιδράσει με τη δυναμική που αναδυόταν.
Στις προκλήσεις αυτές ανταποκρίθηκε -με αντιδραστικό τρόπο βέβαια- ο νεοφιλευθερισμός, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε υποδειγματικά τόσο το κενό πού άφηνε η Αριστερά όσο και τα πολιτικά όρια του νεανικού ριζοσπαστισμού. «Κάθε πολιτικό κίνημα που θεωρεί ιερές τις ατομικές ελευθερίες», σημειώνει ο Χάρβεϊ, «είναι ευάλωτο στην ενσωμάτωση στο νεοφιλελεύθερο “μαντρί”… Η νεοφιλελεύθερη ρητορική, με την ουσιαστική της έμφαση στις ατομικές ελευθερίες, είχε τη δύναμη να διαχωρίσει τα κινήματα που υποστήριζαν τις ατομικές ελευθερίες, την πολιτική της ταυτότητας, τον πολυπολιτισμό και τελικά έναν ναρκισσιστικό καταναλωτισμό από τις δυνάμεις που επιδίωκαν την κοινωνική δικαιοσύνη μέσω της κατάκτησης της κρατικής εξουσίας» (σσ. 70 και 71). Τον επιβεβαιώνει ο Σορμάν: «Η νεολαία όλου του κόσμου είναι διαθέσιμη για κάθε είδους περιπέτεια. Δεν κινητοποιείται πια για χάρη του σοσιαλισμού, αλλά και δεν θα κινητοποιηθεί για μια δεξιά που, στην επιστροφή των μύθων δεν θα έχει ν’ αντιτάξει τίποτα άλλο εκτός απ’ την άχαρη γλώσσα του διαχειριστικού ρεαλισμού» (σελ. 52).