Το εργατικό δίκαιο όπως το ξέραμε απορρυθμίζεται με όρους «επαναρρύθμισης», εισάγοντας στοιχεία από το επιχειρησιακό δίκαιο χάριν της ανταγωνιστικότητας, τονίζει στο Πριν ο καθηγητής της Παντείου, Γιάννης Κουζής, ο οποίος περιγράφει πως κυριάρχησε το νέο και ευέλικτο εργασιακό πρότυπο στην Ελλάδα των απανωτών μνημονίων.
συνέντευξη στον Δημήτρη Σταμούλη
Πρόσφατα η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε ότι τα τελευταία 35 χρόνια η ελαστική εργασία έχει διπλασιαστεί. Ποια είναι η πραγματική έκταση του φαινομένου και ποιες οι κυρίαρχες μορφές του;
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ παρουσιάζουν περιορισμένη εικόνα για το πραγματικό μέγεθος της ευέλικτης εργασίας, γιατί η μεθοδολογία που ακολουθεί δεν είναι σε θέση να καλύψει όλο το εύρος της. Αν για παράδειγμα η μερική απασχόληση εκτιμάται από την ΕΛΣΤΑΤ στο 9%, ο συνυπολογισμός της εκ περιτροπής εργασίας λίγων ημερών την εβδομάδα, που πρόκειται για μορφή μερικής απασχόλησης, ανεβάζει το ποσοστό της στο 24%. Επιπλέον η προσωρινή απασχόληση σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ βρίσκεται στο 10% . Όμως δεν καταγράφονται οι μορφές ενοικίασης εργαζομένων, οι εργαζόμενοι με καθεστώς εργολαβίας, οι πρακτικές απόκτησης εργασιακής εμπειρίας για τους νέους, η κοινωφελής εργασία κλπ. Επίσης, η δυναμική της επέκτασης της ευέλικτης εργασίας είναι ιδιαίτερα έντονη. Καλύπτει το 60% των νέων προσλήψεων. Αν σε αυτά προσθέσουμε τα ευέλικτα ωράρια και τα ευέλικτα και εξατομικευμένα συστήματα μισθών τότε μιλάμε για την κυριαρχία ενός νέου και ευέλικτου εργασιακού προτύπου.
Ποια είναι η σχέση της ελαστικής εργασίας με την άλωση της σταθερής απασχόλησης αλλά και τη λείανση της ανεργίας;
Η ευέλικτη εργασία θεωρείται από τον κυρίαρχο λόγο εργαλείο για την αύξηση της απασχόλησης και την καταπολέμηση της ανεργίας, μέσα κυρίως από την ανακατανομή των ίδιων θέσεων εργασίας σε περισσότερους και με όρους χαμηλού εργασιακού κόστους, επιδιώκοντας την στατιστική και όχι την πραγματική μείωση των ανέργων. Παράλληλα, η διόγκωση της ευελιξίας αλώνει την αγορά εργασίας σε βάρος της τυπικής απασχόλησης, ασκώντας πιέσεις στο περιεχόμενό της, συμπιέζοντας μισθούς και δικαιώματα, που στην περίοδο των μνημονίων εντείνονται από την εκτόξευση της ανεργίας σε πρωτόγνωρα επίπεδα.
Η γενίκευση των ελαστικών μορφών απασχόλησης είναι κάτι παροδικό στο σύγχρονο καπιταλισμό ή αποτελεί στρατηγική επιλογή του για την εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων;
Ζούμε την περίοδο που ο καπιταλισμός μέσα από μια ιδιαίτερα επιθετική έκφρασή του που είναι ο νεοφιλελευθερισμός στις τρεις τελευταίες δεκαετίες, επιχειρεί να πάρει την ιστορική ρεβάνς για όσες υποχωρήσεις αναγκάστηκε να κάνει υπό την πίεση του εργατικού κινήματος και των μεταπολεμικών εξελίξεων στον παγκόσμιο χώρο. Σε αυτό το πλαίσιο η επίθεση του κεφαλαίου συνδυάζεται με τις πολιτικές συμπίεσης του εργατικού «κόστους» οπότε η ευελιξία και η δημιουργία εργαζομένων πολλαπλών ταχυτήτων ευνοούν τεχνητούς μεταξύ τους ανταγωνισμούς και συμβάλλουν στη δημιουργία ενός νέου και ευέλικτου εργασιακού προτύπου, χάριν της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων η οποία προβάλλεται ως κυρίαρχη αξία. Στην ίδια κατεύθυνση, η αποθέωση της ατομικότητας και η απαξίωση κάθε έννοιας συλλογικότητας και των συνδικάτων, που χαρακτηρίζονται ως αναχρονιστικά και αντιπαραγωγικά μορφώματα, επιδιώκουν την πλήρη εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων μέσα και από την παράλληλη αποδυνάμωση του ρόλου των συλλογικών συμβάσεων.
Πόσο συνέβαλε στη δραματική μείωση των μισθών η ουσιαστική κατάργηση των συμβάσεων εργασίας;
Η αποδιάρθρωση του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων, καθώς και της επίλυσης των συλλογικών διαφορών (πχ. διαιτησία), αποτέλεσαν βασικά εργαλεία, ώστε να μειωθούν οι μισθοί μεσοσταθμικά κατά 25% και η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων μέχρι και 50% σε συνδυασμό με την εξέλιξη του τιμάριθμου, την φορολογική αφαίμαξη και τη συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών. Τα μέτρα αυτά εστιάζονται στην αντικατάσταση των συλλογικών συμβάσεων από το νόμο στη διαμόρφωση των κατώτατων μισθών με την παράλληλη μείωσή τους κατά 22% και κατά 32% για τους νέους έως 25 ετών, την αναστολή των τριετιών, την αναστολή της επέκτασης των κλαδικών συμβάσεων, την κατάργηση της εφαρμογής της ευνοϊκότερης συλλογικής σύμβασης,, την καθιέρωση της ένωσης προσώπων για την υπογραφή δυσμενέστερων συλλογικών συμβάσεων, τη σύντμηση των όρων της μετενέργειας, την αποδυνάμωση του ρόλου του ΟΜΕΔ. Αυτές οι παρεμβάσεις συνέτειναν στην υλοποίηση του στόχου του δεύτερου μνημονίου για τη σύγκλιση των κατώτατων μισθών με τους αντίστοιχους των γειτονικών βαλκανικών χωρών. Ωστόσο η μείωση των κατώτατων μισθών και η αποδιάρθρωση των συλλογικών συμβάσεων συμπαρασύρουν το σύνολο των μισθών, συντελώντας στη βίαιη σύγκλιση των μέσων μισθών με τα νέα κατώτατα όρια. Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα μόλις το 10% των μισθών καλύπτονται από συλλογική σύμβαση όταν μέχρι το 2012 καλύπτονταν το 100% λόγω της καθολικής εφαρμογής της εθνικής γενικής ΣΣΕ, ενώ το 80% καλύπτονταν από κλαδικές συμβάσεις. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην εξατομίκευση των μισθών και στην συμπίεσή τους προς τα κατώτατα όρια. Είναι ενδεικτικό ότι με μισθούς έως 750 ευρώ που ήταν τα κατώτατα όρια του 2012 αμειβόταν το 17% εργαζομένων που απασχολούνταν με πλήρη και μερική απασχόληση. Σήμερα που οι κατώτατοι μισθοί έχουν ισοπεδωθεί και η ευελιξία έχει εκραγεί, οι αμοιβές έως 750 ευρώ αφορούν το 49% των εργαζομένων!
Οι ομαδικές απολύσεις είναι ένα άλλο φλέγον ζήτημα. Ποιο είναι το σημερινό καθεστώς και τι ζητούν να αλλάξει ΔΝΤ-ΕΕ;
Στα δύο πρώτα μνημόνια είχαμε σημαντικές παρεμβάσεις διευκόλυνσης τόσο των ατομικών όσο και των ομαδικών απολύσεων. Μειώθηκαν δραματικά οι αποζημιώσεις και ο χρόνος προειδοποίησης, προστέθηκαν εμπόδια στην καταβολή αποζημιώσεων και διευκολύνθηκαν οι επιχειρήσεις στην καταβολή τους. Στις ομαδικές απολύσεις αυξήθηκε το ανά μήνα όριο από το 2% στο 5%. Αυτό που συζητείται είναι η αύξηση του ορίου έως και 10% και σε περίπτωση υπέρβασής του να μην απαιτείται η έγκριση του υπουργείου εργασίας. Πρόκειται για μέτρα που ευνοούν τις τράπεζες και όσους εποφθαλμιούν τις μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις.
«Διαπραγμάτευση» και επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων
Οι όποιες αλλαγές δε θα έχουν σοβαρό πρακτικό αντίκρισμα
Τι καθεστώς έχει διαμορφώσει στους μέσους μισθούς η κυριαρχία των επιχειρησιακών έναντι των κλαδικών συμβάσεων;
Η κατάργηση της αρχής της εύνοιας για τον εργαζόμενο έδωσε τη δυνατότητα να υπογράφονται συλλογικές συμβάσεις με δυσμενέστερο περιεχόμενο σε επιχειρησιακό επίπεδο και να υπερισχύουν των κλαδικών. Αυτές υπογράφονται και με ενώσεις προσώπων που συνιστούν καρικατούρα συλλογικότητας χωρίς νομική προστασία που γίνεται έρμαιο στις διαθέσεις του εργοδότη. Μέχρι το 2011 που ίσχυε η αρχή της εύνοιας είχαν υπογραφεί μόλις 140 επιχειρησιακές συμβάσεις από τις 4.000 επιχειρήσεις που είχαν αυτή τη δυνατότητα λόγω της αρνητικής στάσης των εργοδοτών. Με την κατάργησή της αυξήθηκαν σε 1.300 μέσα δύο χρόνια υπό την πίεση της εργοδοσίας. Έτσι υπογράφηκαν δυσμενέστερες συμφωνίες από τις αντίστοιχες κλαδικές καταλήγοντας σε μειώσεις μισθών και με το 80% αυτών να υπογράφονται από ενώσεις προσώπων και όχι από συνδικάτα…
Αρκετή συζήτηση γίνεται για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Ποιες δικλείδες απαιτούν δανειστές και εργοδότες, ώστε να καταστούν «άδειο πουκάμισο» για τα συνδικάτα;
Η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων προϋποθέτει την έγκριση των δανειστών πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο, πόσο μάλλον όταν θεωρούν ότι όλα τα μνημονιακά μέτρα κινούνταν στη σωστή κατεύθυνση. Επιπλέον η κυβέρνηση έχει ενταφιάσει το νομοσχέδιο της πρώτης περιόδου του 2015 για την ουσιαστική επαναφορά τους. Επομένως πιθανές αλλαγές θα αποτελούν εκλεπτυσμένες εκδοχές των όσων σήμερα ισχύουν χωρίς σοβαρό πρακτικό αντίκρισμα. Αν η επέκταση των κλαδικών συμβάσεων επανέλθει με αυστηρές προϋποθέσεις εφαρμογής, τότε παραμένει κενό γράμμα. Όπως θα συμβεί αν διατηρηθεί η δυνατότητα να επικρατούν δυσμενέστερες επιχειρησιακές συμβάσεις.
Με την μεσολάβηση και τη διαιτησία τι μέλλον μας επιφυλάσσουν;
Η συζήτηση εστιάζεται στην καθιέρωση της κατάργησης της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία ώστε μόνο αν συναινεί και ο εργοδότης θα υπάρχει οριστική λύση σε περίπτωση αδιεξόδου των διαπραγματεύσεων. Ωστόσο ήδη έχει σημαντικά αποδυναμωθεί ο ΟΜΕΔ ώστε να σπανίζουν οι προσφυγές στη μεσολάβηση και στη διαιτησία.
Το εργατικό δίκαιο όπως το γνωρίζαμε έχει πεθάνει οριστικά;
Το εργατικό δίκαιο αποτελεί μια κοινωνική κατάκτηση για την προστασία του αδύνατου πόλου της εργασιακής σχέσης, με περιεχόμενο που επιβάλλει ο εκάστοτε πολιτικός και κοινωνικός συσχετισμός δύναμης. Σήμερα το εργατικό δίκαιο απορρυθμίζεται με όρους «επαναρρύθμισης», εισάγοντας στοιχεία από το επιχειρησιακό δίκαιο χάριν της ανταγωνιστικότητας. Η εργασία όμως δεν θα παύσει να είναι η βασική παραγωγική δύναμη, αρκεί οι δυνάμεις που την συνθέτουν να ξυπνήσουν από τον λήθαργο, ώστε και το εργατικό δίκαιο να αποκτήσει τον ρόλο που του αρμόζει.