του Γιώργου Κρεασίδη
Ξεκίνησε την Πέμπτη το 20ο συνέδριο του ΚΚΕ, με την εισήγηση που παρουσίασε ο γραμματέας Δ. Κουτσούμπας, ενώ σύμφωνα με το ανακοινωμένο πρόγραμμα θα ολοκληρωθεί σήμερα. Καθώς το ΚΚΕ συσπειρώνει σημαντικές δυνάμεις εργαζομένων και νεολαίας, ενώ καταγράφει αντίστοιχη παρουσία και στο μαζικό κίνημα, το συνέδριο προκαλεί εύλογα το ενδιαφέρον. Στην εισήγηση του Δ. Κουτσούμπα, το πρώτο στοιχείο που ξεχωρίζει είναι η υποτίμηση της καπιταλιστικής κρίσης και της διεθνούς της διάστασης. Όχι μόνο στο επίπεδο των αναλύσεων, αλλά και στην αποτίμηση της διπλής εμπειρίας, από τη μία της διεξόδου που επιδιώκει το κεφάλαιο και από την άλλη των συγκλονιστικών κοινωνικών αγώνων των εργαζομένων και των λαών.
Δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το γεγονός της αποστασιοποίησης του ΚΚΕ από το αντιΕΕ μέτωπο, που κρατούσε ανοιχτό μέχρι πρόσφατα και σαν κρίσιμο στοιχείο διαφοροποίησης από το ΣΥΡΙΖΑ και παλιότερα τον Συνασπισμό, μετά τη διάσπαση ανάμεσά τους. Το ενδεχόμενο της εξόδου από ευρωζώνη και ΕΕ εξετάζεται όχι σαν στόχος πάλης, αλλά σαν αρνητική πιθανότητα αποπομπής της χώρας ή αποδέσμευσης με πρωτοβουλία μερίδων της αστικής τάξης, για τις οποίες όμως δε λέγεται κάτι συγκεκριμένα. Υπογραμμίζονται οι αρνητικές συνέπειες, αλλά δεδομένου ότι υποβαθμίζεται η αποδέσμευση με εργατική λογική, οι περιγραφές αυτές παραπέμπουν στην αστική καταστροφολογία. Εντύπωση προκαλεί και η δήλωση ότι το ΚΚΕ «έχει μελετήσει σχέδιο δράσης και πρότασης» για το ενδεχόμενο αποπομπής από το ευρώ και ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας, με διεκδικήσεις για άμεση ανακούφιση και ανάκτηση απωλειών. Το ερώτημα είναι γιατί στη σημερινή εξαθλίωση πλατιών λαϊκών στρωμάτων δεν αντιστοιχεί κάτι ανάλογο, παρά μόνο κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας και «οικονομία δυνάμεων». Αν και αναγνωρίζεται στην Εισήγηση η ανάγκη να μπει στην προμετωπίδα το σύνθημα της εξόδου από την ΕΕ, ουσιαστικά ταυτίζεται με την ανατροπή της αστικής εξουσίας. Στο ζήτημα του πολέμου που αναδεικνύεται σαν κεντρικό στις Θέσεις και την Εισήγηση της ΚΕ για το συνέδριο, το κεντρικό ερώτημα που τίθεται: «οδεύουμε προς έναν γενικευμένο ιμπεριαλιστικό πόλεμο ή όχι;», ουσιαστικά μένει αναπάντητο. Πρακτικά για τη σύγχρονη προσέγγιση του ΚΚΕ, στο ενδεχόμενο του πολέμου βρίσκεται η μόνη πιθανότητα να κλονιστεί η αστική εξουσία. Δημιουργείται έτσι το εύλογο ερώτημα αν τα καθήκοντα που προκύπτουν μπορούν να περιοριστούν στην ιδεολογική προετοιμασία, χωρίς να επεκτείνονται και στην πάλη για την αποτροπή του πολέμου και των ιμπεριαλιστικών σχεδίων, με τις μετωπικές συμμαχίες που της αντιστοιχούν. Στο θέμα των συμμαχιών, η αναφορά στην «Κοινωνική Συμμαχία», αντί της «Λαϊκής Συμμαχίας», ξεκαθαρίζει ότι δεν υπάρχει ενδεχόμενο συνεργασίας με άλλες πολιτικές δυνάμεις. Παράλληλα, επιχειρείται μια πιο ευέλικτη ανάγνωση της «συμμαχίας» από την απλή παράθεση δίπλα στο ΠΑΜΕ του ΜΑΣ, της ΟΓΕ και άλλων μετωπικών σχημάτων του ΚΚΕ ή τη συγκρότηση των «Λαϊκών Επιτροπών» στενά γύρω από τις κομματικές δυνάμεις. Στην Εισήγηση φαίνεται και μια προσπάθεια αποστασιοποίησης από τα πειράματα με την αγορά σε Β. Κορέα, Βιετνάμ, Κούβα, αλλά και τη συμμετοχή σε κυβερνήσεις στο έδαφος του καπιταλισμού. Εντύπωση προκαλεί ότι αναφέρεται σαν αρνητικό παράδειγμα η Βενεζουέλα και όχι η Πορτογαλία, η Ν. Αφρική και η Κύπρος, τα ΚΚ των οποίων έστειλαν μήνυμα στο συνέδριο. Αντίστοιχα, χαιρετιστήρια έστειλαν τα ΚΚ Βοημίας-Μοραβίας και Σλοβακίας, που είναι παρατηρητές στο Κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Από την Εισήγηση σύντομα γίνεται αντιληπτό αυτό διατυπώνεται και ρητά, ότι το «βασικό ζήτημα του 20ου Συνεδρίου είναι η ισχυροποίηση του Κόμματος».
Γι’ αυτό το βάρος πέφτει σε αποσαφηνίσεις της γραμμής, αλλά και στην ενίσχυση της λογικής ότι το κόμμα θα πρέπει να καθοδηγεί άμεσα το μαζικό κίνημα, αντί των παρατάξεων και μετωπικών σχημάτων. Στο συνέδριο εκπροσωπήθηκε για πρώτη φορά ο ΣΥΡΙΖΑ με τον Ν. Βούτση, με την ιδιότητα του προέδρου της Βουλής, κίνηση που ήρθε λίγες μετά τη νομιμοποίηση από το ΚΚΕ της κυβερνητικής φιέστας καπηλείας του Μπελογιάννη. Αντίστοιχα, σαν μέλη του προεδρείου της Βουλής συμμετείχαν εκπρόσωποι από ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι και αυτοδιοικητικοί παράγοντες της αστικής πολιτικής (Καμίνης, Μώραλης, Αγοραστός κ.ά.).