του Αντώνη Δραγανίγου
Η πολιτική πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήρθε σε μια περίοδο που κρίνονται τεράστιας σημασίας ζητήματα για τη ζωή του λαού, με επίκεντρο το σφαγείο της δεύτερης αξιολόγησης. Αλλά και που διαμορφώνονται εκ νέου οι λαϊκές διαθέσεις. Η αμηχανία και η απογοήτευση δίνει σιγά-σιγά τη θέση της στα όλο και πιο επίμονα αγωνιστικά σκιρτήματα των πιο πληττόμενων στρωμάτων της κοινωνίας (ελαστικά εργαζόμενοι και εργολαβικοί, αγρότες, συνταξιούχοι κλπ), ενώ παράλληλα αναπτύσσεται ένα κύμα προβληματισμού, αναζήτησης για το «τι έφταιξε» και πάνω από όλα για το τι «μπορεί σήμερα να γίνει».
Σε αυτό ακριβώς το μεταίχμιο φιλοδοξεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με την πολιτική της πρόταση να επικοινωνήσει με τις πιο πρωτοπόρες διαθέσεις και αναζητήσεις, να «κολυμπήσει» στα ερωτήματα και τις αγωνίες του κόσμου, να «πει» και να «ακούσει», με στόχο η διεργασία αυτή να αποτελέσει «εργαστήρι» για την προετοιμασία ενός νέου σημαντικού βήματος για την «Αριστερά της ανατροπής», του αντικαπιταλιστικού μετώπου που απαιτεί η εποχή μας. Αυτή είναι η ενιαία λογική που σφραγίζει τις δύο διακριτές αλλά παράλληλες πρωτοβουλίες της. Αφενός την πρόσκληση σε όλες τις μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς για την κοινή δράση για την ανατροπή της νέας βάρβαρης επίθεσης της δεύτερης αξιολόγησης και αφετέρου την πρόταση για «έναν κοινό πολιτικό βηματισμό, την κοινή δράση, τον διάλογο και την πολιτική συνεργασία των αντικαπιταλιστικών, αντιιμπεριαλιστικών, αντιΕΕ δυνάμεων και των δυνάμεων της ανατροπής».
Η μέχρι τώρα εμπειρία από την εξόρμηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι θετική. Ευρύτερος κόσμος κατανοεί ότι η Αριστερά της ανατροπής πρέπει να χτιστεί πάνω σε διαφορετικά θεμέλια από τις διαχειριστικές και κυβερνητικές απάτες και αυταπάτες που έθρεψαν την ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ.
Τα ερωτήματα είναι μεγάλα και όσο «πλαταίνει» ο κόσμος που συμμετέχει σε μια τέτοια συζήτηση τόσο βαθαίνουν και γίνονται πιο δύσκολα και απαιτητικά. Δεν αρκεί, για παράδειγμα, να προβάλλουμε σήμερα την αναγκαιότητα των στόχων του αντικαπιταλιστικού προγράμματος, πρέπει και να αποδεικνύουμε πιο πειστικά τη δυνατότητα και τις προϋποθέσεις για την υλοποίησή τους. Δεν είναι κανείς «ανυποψίαστος» για να φαντάζεται μια εύκολη και ομαλή πορεία. Τίθενται τα ερωτήματα της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας, της σχέσης μιας πορείας ρήξης με τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, η προπαγάνδα πως θα «γίνουμε Συρία» κλπ.
Οι συζητήσεις με τις πολιτικές δυνάμεις και ρεύματα είναι και αυτές ενδεικτικές. Χωρίς να μπορούμε ακόμα να κάνουμε έναν ολοκληρωμένο απολογισμό (άλλωστε οι συναντήσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τις πολιτικές οργανώσεις θα ολοκληρωθούν την επόμενη βδομάδα) θα λέγαμε ότι αυτή την ώρα το πρόβλημα για να γίνουν άμεσα βήματα στην εφ’ όλης της ύλης πολιτική συνεργασία δεν είναι τόσο το «πλαίσιο των πολιτικών στόχων» (εκεί διαμορφώνονται σημαντικές συμφωνίες) αλλά η επιλογή για τον καθένα ξεχωριστά και όλους μαζί, να κάνουν το μετωπικό βήμα, να εκτεθούν στην προσπάθεια για μια άλλη Αριστερά. Έτσι άλλες δυνάμεις μένουν στο επίπεδο της «κοινής δράσης στο κίνημα», άλλες βλέπουν την αναγκαιότητα ενός «αντικαπιταλιστικού μετώπου», αλλά σαν προθάλαμο ενός ευρύτερου «μετώπου με τις ρεφορμιστικές δυνάμεις», άλλες στέκονται με σκεπτικισμό απέναντι στο όλο εγχείρημα , με δικαιολογημένες ή και με υπερβολικές ενστάσεις. Όσα, όμως και προβλήματα αν βλέπει ο καθένας στον «άλλον», πρέπει να πρυτανεύσει η αναγκαιότητα για μια διευρυνόμενη και αναπτυσσόμενη πολιτική συνεργασία των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής, αντιιμπεριαλιστικής, αντιδιαχειριστικής αριστεράς σαν ουσιαστικό στοιχείο της αλλαγής του πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων, της δημιουργίας μιας νέας ελπίδας στους εργαζόμενους, της εργατικής και λαϊκής αντεπίθεσης.
Όσον αφορά την πρόταση για κοινή δράση, με μια δόση υποτίμησης την αντιμετώπισε το ΚΚΕ. Αποσιωπά και δεν τοποθετείται πάνω στα τρία συγκεκριμένα ζητήματα που θέτει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ: Πρώτο, στην ανάγκη να ξεδιπλωθούν συνολικοί αγώνες και απεργία μέσα στον Μάρτη, για να παρέμβει ο λαός και να «σπάσει» το πλαίσιο και την τρομοκρατία της «διαπραγμάτευσης». Δεύτερο, ότι αυτό δεν θέλει και δεν μπορεί να το κάνει ο κυβερνητικός εργοδοτικός συνδικαλισμός και για αυτό πρέπει να «διαμορφώσουμε από κοινού και “από τα κάτω” τον αγωνιστικό συντονισμό με κέντρο τα πρωτοβάθμια σωματεία, τις επιτροπές αγώνα και κάθε συνδικαλιστή και όργανο που θέλει να παλέψει για να μην περάσουν τα κανιβαλικά αυτά μέτρα». Και τρίτο, το αναγκαίο πλαίσιο στόχων πάλης, που διεκδικεί βελτίωση της θέσης των εργαζομένων σε σύνδεση με τη συνολική ρήξη με την πολιτική κυβέρνησης-κεφαλαίου-ΕΕ-ΔΝΤ και τους φορείς τους.
Τι «απαντάει» το ΚΚΕ με τις θέσεις και την πρακτική του: επόμενος σταθμός η… Πρωτομαγιά, ενώ η αξιολόγηση προχωράει. Καμιά συνεργασία των ταξικών δυνάμεων γιατί είναι (ή ήταν) …φιλοΓΣΕΕ. Αγώνες χωρίς πολιτικούς στόχους γιατί είναι «ρεφορμισμός». Αυτή η πολιτική δεν δίνει στον λαό σήμα αντίστασης, αλλά βήμα σημειωτόν και ανοίγει τον δρόμο στην κυβέρνηση για να κλιμακώσει την επίθεσή της.
Η ΛΑΕ στη δική της απάντηση μέσω της ιστοσελίδας Ίσκρα δηλώνει ότι «η θέση για κοινή δράση των δυνάμεων της αριστεράς είναι πάγια, αμετάθετη και διαχρονική». Πράγματι, αν μιλάμε για την κοινή δράση στο κατώτερο επίπεδο μιας συνύπαρξης στον δρόμο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, στον ένα ή τον άλλο βαθμό γίνεται. Για αυτό όμως μιλάμε; Ή για πραγματικά βήματα στην ταξική ανασυγκρότηση του κινήματος, στον ανεξάρτητο από την αστικοποιημένη γραφειοκρατία μαχητικό σχεδιασμό και δράση, στον οριζόντιο συντονισμό; Πως θα γίνουν ακριβώς οι αγώνες αν έχουμε εγκαταλείψει την μοίρα μας στα χέρια του κάθε Παναγόπουλου; Όταν στον ιδιωτικό τομέα ακόμα δεν έχουν ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς τους με τις εργοδοτικές δυνάμεις; Και σε ποια μόνιμη και συστηματική κοινή δράση για την ανασυγκρότηση του κινήματος και την ανατροπή της επίθεσης συμβάλλουν άρθρα, όπως αυτά του γραμματέα του ΜΕΤΑ, που χρεώνει στις δυνάμεις των Παρεμβάσεων, «μικρομεγαλισμό και βολονταρισμό», και στα σωματεία που συμμετέχουν στο «συντονισμό» ότι «λειτουργούν πιο γραφειοκρατικά και από την ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος»! Ποιον ωφελούν αυτές οι ισοπεδωτικές κριτικές στις απόπειρες ταξικής ανασυγκρότησης του κινήματος; Και, τέλος πάντων, ο καθένας κρίνεται στο τι κάνει για να προωθήσει την πάλη, όχι στις κριτικές για το τι «δεν κάνει καλά» ο άλλος. Αυτή είναι η δική μας πρόσκληση. Ανοιχτή, ειλικρινής και μέχρι το τέλος.
Στην ίδια απάντηση η ΛΑΕ υπογραμμίζει –και σωστά– ότι η κοινή δράση «δεν αρκεί» και προτάσσει την ανάγκη για «πολιτική εναλλακτική λύση, πολιτικό μέτωπο, πολιτική συνεργασία και πρόγραμμα ανατροπής». Όμως η απάντηση που δίνει δεν στέκεται καθόλου στα πολιτικά και προγραμματικά ζητήματα που θέτει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την πολιτική συνεργασία με την πρότασή της. Γιατί μετά την εμπειρία ΣΥΡΙΖΑ, καθόλου δεν αρκεί να μιλάει κάποιος για την «ενότητα γενικά», για «ενότητα στο μίνιμουμ πρόγραμμα» κλπ
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με την πρότασή της πήρε την ευθύνη και τοποθετήθηκε καθαρά και με σαφήνεια πάνω στο αναγκαίο για σήμερα πλαίσιο πολιτικών στόχων (κατάργηση των μνημονίων, διαγραφή του χρέους, έξοδος από ευρώ/ΕΕ, εθνικοποιήσεις, αυξήσεις μισθών κλπ) και τα κρίσιμα πολιτικά και προγραμματικά ζητήματα πάνω στα οποία μπορεί να χτιστεί η Αριστερά της ανατροπής, όπως τη σύγκρουση με την αστική τάξη και την απόρριψη λογικών ταξικής συνεργασίας, την απόρριψη ενδιάμεσων λύσεων «φιλολαϊκής» διαχείρισης του καπιταλισμού και «αριστερής» ή άλλης κυβέρνησης μέσα στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, της «συνέχειας του κράτους», της κυριαρχίας του κεφαλαίου κλπ. Τα ζητήματα αυτά δεν είναι «εγκεφαλικά». Προκύπτουν από την πλατιά λαϊκή εμπειρία και εκφράζονται στις καθημερινές συζητήσεις χιλιάδων αγωνιστών και αριστερών ανθρώπων.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πήρε την ευθύνη να αποσαφηνίσει τη θέση της για πολιτικές δυνάμεις που προτείνονται σαν δυνητικοί «σύμμαχοι», όπως για την Πλεύση Ελευθερίας, τονίζοντας ότι δεν έχει σχέση με την πολιτική και την κουλτούρα της Αριστεράς. Η πολιτική απεύθυνσης προς αυτήν, με μοναδικό σκοπό την εκλογική συνεργασία για την είσοδο στη Βουλή, συνιστά εκλογικίστικη τακτική χωρίς αρχές.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει τις εκτιμήσεις της για τον χαρακτήρα και των άλλων δυνάμεων της Αριστεράς, με βάση τις θέσεις και την πρακτική τους. Το θέμα, όμως, είναι πως τοποθετείται η κάθε δύναμη επί της ουσίας πάνω στα ζητήματα που θέτει με την πρότασή της και όχι η επίκληση της «ενότητας», που τόσο έχει …δεινοπαθήσει.
Το επόμενο χρονικό διάστημα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα κλιμακώσει τις πρωτοβουλίες της τόσο «από πάνω», όσο και «από κάτω». Πρώτο μέλημα η συμβολή σε μόνιμες και ουσιαστικές μορφές λαϊκής οργάνωσης για να δοθεί η μάχη. Να ανοίξουμε έναν πλατύ και συστηματικό διάλογο πάνω στα κρίσιμα ζητήματα που έχει θέσει με την πρότασή της. Ώστε να γίνουν τα βήματα που χρειάζονται και στην ανάπτυξη των αγώνων και στην πολιτική συνεργασία που μπορεί να αλλάξει το τοπίο στην Αριστερά.