Η Ελλάδα είναι για το εφοπλιστικό κεφάλαιο μία αναγκαία βάση πολιτικής και οικονομικής στήριξης. Ένα τόσο μεγάλο κεφάλαιο χρειάζεται μία εθνική βάση ακόμη και όταν αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό εκτός χώρας και βασίζεται σε ξένη πατρωνία. Βεβαίως, την εκμεταλλεύεται στυγνά και αφήνει μόνο ψίχουλα πίσω.
του Σταύρου Μαυρουδέα
Το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο αποτελεί την κορωνίδα του ελληνικού καπιταλισμού και εκφράζει τα πιο ισχυρά και ταυτόχρονα πιο χυδαία χαρακτηριστικά του. Αποτελεί μία από τις βασικές μήτρες γένεσης του ελληνικού καπιταλισμού μετά την απελευθέρωση από την Οθωμανική κυριαρχία καθώς είχε ήδη αναπτυχθεί στα πλαίσια της τελευταίας (σαν βασικός κόμβος των σχέσεων της με τη Δύση). Εξαιρετικά διεθνοποιημένο από την αρχή –έχοντας βασικά κέντρα του στο εξωτερικό– έχει μία ιδιόμορφη σχέση εξάρτησης με τους πιο αναπτυγμένους ηγεμονικούς δυτικούς καπιταλισμούς: πάντα έχει την πατρωνία του ισχυρότερου από αυτούς αλλά ταυτόχρονα αναπτύσσει αυτοτελείς στρατηγικές και δεν διστάζει ακόμη και να «δαγκώσει» τους πάτρωνες του. Όσον αφορά την Ελλάδα την αντιμετωπίζει σαν μία εξαιρετικά απαραίτητη πολιτική και οικονομική βάση, αλλά απαξιεί να διαμείνει στη Ψωροκώσταινα, την εκμεταλλεύεται στυγνά και φυσικά αφήνει ψίχουλα μόνο πίσω (συσσωρεύοντας τον συντριπτικά μεγάλο όγκο των κερδών του στο εξωτερικό).
Μεταπολεμικά ανδρώθηκε υπό την αμερικανική πατρωνία, εκμεταλλευόμενο τις θυσίες του ελληνικού λαού και ιδιαίτερα των ναυτεργατών (με την ισχυρότατη και ηρωική κομμουνιστική παράδοση). Βάσεις της ανάπτυξής του έδωσε η σκανδαλώδης απόκτηση των 100 Λίμπερτυς (και μερικών δεξαμενοπλοίων) μετά των Β΄ Παγκ. Πόλεμο, έναντι πινακίου φακής και με εγγύηση του ελληνικού κράτους και αμερικανική υποστήριξη στη μείωση των διεθνών ναύλων (μέσω συμπίεσης του ναυτεργατικού κόστους και αγοράς «κουρελών», δηλαδή αμφίβολα αξιόπλοων μεταχειρισμένων πλοίων). Με τον τρόπο αυτό ο ελληνικός εφοπλισμός κατόρθωσε να υποσκελίσει τους αντίστοιχους ισχυρότερων καπιταλισμών (π.χ. αγγλικός, νορβηγικός). Οι Έλληνες εφοπλιστές ξεκίνησαν μεταπολεμικά κυριολεκτικά σαν οι «πειρατές» της διεθνούς ναυτιλίας (κάνοντας βρόμικες δουλειές που άλλοι απέφευγαν, βλέπε σπάσιμο αποκλεισμού Ροδεσίας). Ταυτόχρονα δεν δίστασαν να «δαγκώσουν» ακόμη και τους πάτρωνες τους (π.χ. συμφωνίες Κουλουκουντή για το σπάσιμο του αποκλεισμού της Κούβας, καταδίκες πολλών για παράνομη αγορά αμερικανικών καραβιών).
Εφοπλιστικές εταιρείες και ελληνική σημαία
ΟΝΟΜΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ | ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΛΟΙΩΝ | ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ |
Εταιρείες Προκοπίου | 109 | – |
Εταιρείες Φράγκου | 151 | 5 |
Εταιρείες Οικονόμου | 97 | 10 |
Εταιρείες Λιβανού | 74 | 19 |
Εταιρείες Παππάς | 68 | – |
Εταιρείες Τσάκου | 80 | 21 |
Εταιρείες Βενιάμης | 37 | 6 |
Εταιρείες Μαρινάκης | 123 | 60 |
Εταιρείες Παληός | 43 | 5 |
Εταιρείες Χατζηιωάννου | 56 | – |
Εταιρείες Λασκαρίδης | 39 | – |
Εταιρείες Μαρτίνος | 75 | 2 |
Πηγή: ΠΕΝΕΝ
Η Ελλάδα είναι για το εφοπλιστικό κεφάλαιο μία αναγκαία βάση πολιτικής και οικονομικής στήριξης. Η εθνική βάση του δίνει πολλαπλή πολιτική στήριξη (π.χ. στην υπόθεση των Λίμπερτυς), φιλικό νηογνώμονα, προνομιακό καθεστώς φοροαπαλλαγών καθώς και μία ισχυρή ναυτική παράδοση. Άλλωστε το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο γνωρίζει καλά ότι «απάτριδες» πλην όμως πλούσιοι εφοπλιστές εύκολα ανοίγουν τις ορέξεις σε ξένα κράτη εγκατάστασής τους. Γι’ αυτό το εφοπλιστικό κεφάλαιο έχει πάντα ισχυρό έλεγχο και παρέμβαση στα εγχώρια πολιτικά και οικονομικά πράγματα (ενδεικτικά ακόμη και στο ΓΣ της Τράπεζας της Ελλάδας συμμετέχει θεσμικά εκπρόσωπος του). Επίσης, το εφοπλιστικό κεφάλαιο έχει ισχυρές θέσεις και σε πολλούς άλλους σημαντικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 το εφοπλιστικό κεφάλαιο μετέφερε αρκετές δραστηριότητες του στην Ελλάδα γιατί η Βρετανία επέβαλλε φορολογία σε ξένους εφοπλιστές. Βέβαια το λονδρέζικο City παραμένει πάντα η βάση του Committee των Ελλήνων εφοπλιστών (του βασικού διεθνούς lobby τους). Φυσικά, προετοίμασε κατάλληλα την επιστροφή του με τη νομοθέτηση σκανδαλωδών φοροαπαλλαγών (που ξεκίνησαν από τις αρχές του 1950, πριν καν ξεκινήσει η επιστροφή του, και κορυφώθηκαν με την ένταξη τους στο Καραμανλικό σύνταγμα του 1975). Ιδιαίτερη ελληνική ευρεσιτεχνία –και σκανδαλώδης μέθοδος φοροαπαλλαγής και αθέμιτου ανταγωνισμού έναντι ξένων κεφαλαίων– είναι η φορολογία με βάση την χωρητικότητα των πλοίων.
Έκτοτε το εφοπλιστικό κεφάλαιο οργάνωσε ως εξής τις δραστηριότητες του. Έχει τον στόλο του είτε με ελληνική σημαία είτε με σημαίες κυρίως «φορολογικών παραδείσων». Κάθε πλοίο είναι και μία ξεχωριστή εταιρεία για λόγους φοροαπαλλαγών, μείωσης κινδύνων και βρόμικων χρηματοπιστωτικών παιχνιδιών. Οι ιδιοκτήτριες εταιρείες βρίσκονται κυρίως σε «φορολογικούς παραδείσους» (νησιά Κέιμαν, Σιγκαπούρη, Μονακό κλπ.). Στην Ελλάδα βρίσκονται κυρίως οι λεγόμενες διαχειριστικές εταιρείες (δηλαδή αυτές που διαχειρίζονται τις ναυλομεσιτίες, την τροφοδοσία και τη συντήρηση των πλοίων), που είναι θυγατρικές των ιδιοκτητριών εταιρειών.
Από τη συνολική δραστηριότητα (τζίρο) του εφοπλιστικού κεφαλαίου στην ελληνική οικονομία μένουν κυρίως αυτά που αφορούν τις διαχειρίστριες εταιρείες και μάλιστα όχι στο σύνολό τους αλλά κατ’ εκτίμηση μόνο στο 30%, καθώς το μεγαλύτερο τμήμα διαρρέει στο εξωτερικό.
Επιπλέον, μέχρι την επιβολή των capital controls το 2015, η διακίνηση των εφοπλιστικών κεφαλαίων γινόταν σε μεγάλο βαθμό μέσω του ελληνικού τραπεζικού συστήματος (καθώς το εφοπλιστικό κεφάλαιο συμμετείχε ή/και είχε τον έλεγχο πολλών από τις ελληνικές τράπεζες). Αυτό βόλευε το εφοπλιστικό κεφάλαιο, που είχε μικρότερα κόστη από τη χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση και επίσης ενίσχυε με κεφάλαια τις δικές του τράπεζες. Το τελευταίο του έδινε πολλαπλές δυνατότητες να παίζει χρηματοπιστωτικά παιχνίδια και ακόμη και να βγάζει κέρδη με «αέρα κοπανιστό». Μετά τα capital controls και τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών (που ο έλεγχος του τραπεζικού συστήματος περνά σε ξένα χέρια) αυτή η διακίνηση κεφαλαίων μειώνεται δραματικά και, κατά συνέπεια, μειώνεται δραματικά και η συμβολή στο ΑΕΠ. Έτσι μετά τα capital controls αυτό που κυρίως μένει στην ελληνική οικονομία είναι οι δαπάνες για την τροφοδοσία (τρόφιμα, καύσιμα, λιπαντικά και μισθοδοσία).
Τα τελευταία χρόνια το εφοπλιστικό κεφάλαιο αντιμετωπίζει την αυξανόμενη πίεση των ηγεμόνων της ΕΕ (κυρίως της Γερμανίας και των χωρών περί αυτήν). Ο γερμανικός εφοπλισμός έχει υποφέρει πολλαπλά από τον ελληνικό, καθώς ο τελευταίος τον «έγδυσε» κυριολεκτικά τόσο μετά το τέλος του Α΄ Παγκ. Πολέμου όσο και στις αρχές του 2010 (αγοράζοντας κοψοχρονιά υπερσύγχρονα και καινούργια γερμανικά καράβια και βελτιώνοντας έτσι τον άθλιο προηγουμένως μέσο όρο ηλικίας του ελληνικού εφοπλιστικού στόλου). Με την ενίσχυση του ρόλου του ξένου παράγοντα με τα Μνημόνια το γερμανικό κεφάλαιο επιδιώκει να πάρει το αίμα του πίσω επιβάλλοντας την περιστολή των σκανδαλωδών φοροαπαλλαγών του ελληνικού εφοπλισμού. Φυσικά ο τελευταίος, με την πλήρη υποστήριξη όλου του καθεστωτικού πολιτικού συστήματος (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ κλπ.) προσπαθεί να διαφύγει με ικανότητες που θα ζήλευε και ο υδράργυρος.