του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Η σκανδαλολογία και η λεγόμενη «πάταξη της διαφθοράς» θα αποτελέσει τον αντιπερισπασμό στο 4ο μνημόνιο που η «επιθετικότητά» του προς τα λαϊκά στρώματα –όπως όλα δείχνουν– θα ξεπεράσει και τις πιο «μαύρες» προβλέψεις των κυβερνώντων. Αυτό πιστοποιεί η χθεσινή αναγγελία του πρωθυπουργού για μία ακόμη κοινοβουλευτική επιτροπή με εισαγγελικές αρμοδιότητες, αυτή τη φορά για τα σκάνδαλα στον χώρο της υγείας. Παράλληλα, στην ίδια τοποθέτηση, ο Α.Τσίπρας προσπάθησε να «πλασάρει» ως φιλολαϊκή την κυβερνητική πολιτική στην υγεία, παρότι αυτή είναι απολύτως συμβατή με τις μνημονιακές δεσμεύσεις.
Ενώ η υπόθεση του κλεισίματος της πρώτης αξιολόγησης θα αναβάλλεται συνεχώς, προκειμένου να ολοκληρωθεί στο παρα-πέντε με κυρίαρχα τα γνωστά διλλήματα περί «ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας» και δεν θα διαθέτει ούτε μέτρα-φύλλο συκής για όσα θα αποφασιστούν, οι κυβερνώντες θα επαίρονται ότι τουλάχιστον ελέγχονται «όσοι μας έφθασαν ως εδώ». Ενδεικτικό της σκληρότητας των μέτρων είναι πώς εκτός της συμφωνίας μένουν κατά πάσα πιθανότητα τα εργασιακά, ενώ το μόνο που έχει συμφωνηθεί και κλείσει με βεβαιότητα είναι επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα της τάξης του 2% του ΑΕΠ.
Η εξεταστική για τα θέματα της υγείας θα αφορά τις υποθέσεις του ΚΕΕΛΠΝΟ, της πολυεθνικής Novartis αλλά και τη ρεμούλα στο Ερρίκος Ντυνάν. Όμως παρά το γεγονός ότι τα σκάνδαλα είναι υπαρκτά, η εν λόγω επιτροπή πολύ δύσκολα θα αποφύγει την πεπατημένη κατάληξη παρόμοιων επιτροπών των τελευταίων 30 χρόνων. Κι αυτό γιατί η ευρωενωσιακή νομοθεσία των επιχειρηματικών απορρήτων και των offshore, για μία ακόμη φορά δεν θα επιτρέψει την ύπαρξη τεκμηρίων για την απόδοση ποινικών ευθυνών. Όσον αφορά τις πολιτικές ευθύνες αν και είναι βέβαιο ότι θα δοθουν αφορμές για την εξαγωγή συμπερασμάτων, είναι πάντα …σχετικές.
Η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ πάντως φαίνεται να απευθύνεται και σε ένα ιδιαίτερα πρόθυμο πολιτικό σκηνικό αφού το σύνολο των κοινοβουλευτικών κομμάτων στηρίζει ή θα στηρίξει τις συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Έστω και με διαφορετική αφετηριακή θέση. Μια μερίδα της Νέας Δημοκρατίας θα επιδιώξει την εκμετάλλευση της συνθήκης αυτή ώστε να εμφανισθεί στο πολιτικό της ακροατήριο ως «διωκόμενη», ενώ μία άλλη ποντάρει στη φθορά των εσωκομματικών αντιπάλων από τη συνεχή σκανδαλολογία. Η ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ θα επιδιώξει να …«καθαριστεί» από τις μνήμες της περιόδου Σημίτη ή της συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, ενώ το Ποτάμι θεωρεί τις διαδικασίες προνομιακές γιατί δεν βαρύνεται με προηγούμενες διακυβερνήσεις. Σε κάθε περίπτωση πάντως οι θιασώτες των μνημονιακών μονόδρομων βολεύονται σε μία απολύτως ελεγχόμενη πολιτική αντιπαράθεση. Τέτοια που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει στην αμφισβήτηση των κυρίαρχων πολιτικών χαρακτηριστικών του παρόντος. Αντίθετα μεταφέρει την πολιτική πόλωση σε ψευτοδιλήμματα του είδους «διεφθαρμένοι ή αδιάφθοροι» και «θεσμικοί η μη θεσμικοί».
Ειδικά για το ζήτημα της υγείας ο πρωθυπουργός κατά την παρουσίαση των κυβερνητικών θέσεων μίλησε στη Βουλή για σχέδιο αναβάθμισης της πρωτοβάθμιας υγείας, αύξηση –φέτος– των δαπανών του προϋπολογισμού και για 12.000 προσλήψεις. Αποκρύπτοντας όμως ότι οι προϋπολογισμοί των νοσοκομείων (με βάση τους κωδικούς του προυπολογισμού που ψηφίστηκε τον Νοέμβριο του 2016) είναι όλοι μειωμένοι, ότι τα όποια κονδύλια προέρχονται από την αύξηση των εισφορών των ασφαλισμένων και μόνον ένα τμήμα τους πηγαίνει στον κλάδο της υγείας και τα υπόλοιπα στη «μαύρη τρύπα» του χρέους. Επίσης ότι μικρό ποσοστό από τις προσλήψεις αυτές αφορά μόνιμο προσωπικό που καλύψει τα κενά του ΕΣΥ. Το κυριότερο όμως ήταν ότι θέλησε να καλύψει την προώθηση των μνημονιακών κατευθύνσεων στον χώρο της υγείας, που απαιτούν την προσαρμογή των πραγματικών αναγκών στις δημοσιονομικές ανάγκες. Την πολιτική κατεύθυνση που θέλει να μετατρέψει τον δικαιούχο των παροχών της δημόσιας υγείας σε «πελάτη» και στη διαμόρφωση μίας ανταποδοτικής σχέσης. Σε αυτή τη λογική άλλωστε κινείται και η ασκούμενη πολιτική που θέλει ανοιχτή την κερκόπορτα ιδιωτικοποίησης της υγείας, ότι δηλαδή αποτελεί η υπόθεση του νοσοκομείου της Σαντορίνης που λειτουργεί με τον καθεστώς εφάμιλλο μίας Α.Ε. Αυτά την ίδια στιγμή που η αύξηση της φτώχειας και της ανεργίας στέλνει στα ύψη τους δείκτες νοσηρότητας αλλά και θνησιμότητας του πληθυσμού.