ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Οι λαοί του φτωχού και καταπιεσμένου ευρωπαϊκού Νότου αντιμετώπισαν την ένταξη στην ΕΟΚ –και αργότερα ΕΕ– ως τη μοναδική ρεαλιστική δυνατότητα για να ξεφύγουν από τη ζώνη της φτώχειας και των πολιτικών αναταράξεων και να προσεγγίσουν το, άπιαστο μέχρι τότε γι’ αυτούς, επίπεδο ζωής των σαφώς πιο πλούσιων χωρών του Βορρά. Οι λαοί της ανατολικής Ευρώπης, από την πλευρά τους, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των καταπιεστικών καθεστώτων που τους κυβερνούσαν επί δεκαετίες, είδαν στην ΕΕ την πόρτα εισόδου τους στον θαυμαστό κόσμο της Δύσης, ο οποίος είχε κερδίσει τη μάχη μέχρι θανάτου με τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», προβάλλοντας ως όπλα του τη δημοκρατία και την ευημερία. Αυτά ήταν, άλλωστε, τα βασικά αν όχι τα αποκλειστικά επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαν κυβερνήσεις και πολιτικοί στις συγκεκριμένες χώρες.
Η αλήθεια δε είναι ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα έπιαναν τόπο και κυριαρχούσαν. Όλα αυτά, όμως, μέχρι η κρίση να αποδείξει τι κρυβόταν πίσω από τη βιτρίνα και τις υποσχέσεις, δηλαδή τον πραγματικό χαρακτήρα του εγχειρήματος της «ευρωπαϊκής ενοποίησης». Αλλά και νωρίτερα, η σχέση «στοργής» ανάμεσα σε ΕΟΚ-ΕΕ και λαούς δεν ήταν δεδομένη ούτε ίσχυε για όλους και πάντα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και στα χρόνια των αυταπατών και της ευμάρειας, πολλές από τις φορές στις οποίες οι λαοί κλήθηκαν να εκφράσουν με άμεσο τρόπο τη γνώμη τους για κομβικά θέματα, η ετυμηγορία τους ήταν ένα περήφανο «όχι».
Το είπαν δύο φορές στο ερώτημα της ένταξής τους στην ΕΟΚ οι πλούσιοι Νορβηγοί — το 1972 και το 1994. Το είπαν οι γείτονές τους Δανοί (2000) και Σουηδοί (2003) για την υιοθέτηση του ευρώ. Το 2005 το είπαν και οι «συνιδρυτές» της ΕΟΚ, Γάλλοι και Ολλανδοί, πετώντας στα «σκουπίδια» το ευρωσύνταγμα. Το ίδιο είπαν και μάλιστα δύο φορές οι Ιρλανδοί – στη Συνθήκη της Νίκαιας το 2001 και την αντίστοιχη της Λισαβόνας το 2008 – όμως εξαναγκάστηκαν, μετά από κάποιες ψευτοαλλαγές, να επιστρέψουν στις κάλπες ένα χρόνο αργότερα για να πουν το «ναι». «Όχι» είπαν και οι Κύπριοι, το 2004, απορρίπτοντας το «Σχέδιο Ανάν», παρά τις απειλές ότι η ΕΕ θα τους απομονώσει — μόνο που στη συνέχεια, την ίδια χρονιά, έκανε τη χώρα τους δεκτή ως πλήρες μέλος.
Τέλος, αλλά όχι τελευταίο ούτε σε σημασία ούτε σε πολιτική και χρονική αλληλουχία, «όχι» στην ΕΕ είπαν πέρυσι και οι Άγγλοι, αρχίζοντας ουσιαστικά το ξήλωμα ενός «πουλόβερ» που πλέκεται εδώ και έξη, τουλάχιστον, δεκαετίες.
Από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα στην ΕΕ
Μετά την ήττα και συνθηκολόγηση της χιτλερικής Γερμανίας, οι αστικές τάξεις της Ευρώπης απέδειξαν ότι είχαν πάρει το δίδαγμά τους και δεν θα επαναλάμβαναν το σφάλμα που είχαν διαπράξει μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε, δηλαδή, όταν με τη Συνθήκη των Βερσαλιών, είχαν επιχειρήσει να μετατρέψουν μια μεγάλη δύναμη σε κομπάρσο και να διαμοιράσουν τα ιμάτιά της, θέτοντας ουσιαστικά τις βάσεις για την επόμενη μεγάλη σύρραξη.
Αλλά και η νέα παγκόσμια υπερδύναμη, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, διεμήνυσαν πως μπροστά στο μεγάλο διακύβευμα της αντιπαράθεσης με την – απαστράπτουσα τότε, λόγω του ηρωισμού του λαού της και των τρομακτικών θυσιών της – Σοβιετική Ένωση, δεν υπήρχε η πολυτέλεια νέων αντιπαραθέσεων και, πολύ περισσότερο, συγκρούσεων στο εσωτερικό της Ευρώπης. Γι’ αυτό και απαίτησαν ενέργειες που θα εγγυούνταν την ειρήνη και τη συνεργασία στο στρατόπεδο των φίλιων δυνάμεων.
Έτσι, πολύ γρήγορα, ελήφθη η απόφαση να τεθεί σε εφαρμογή ένα μεγαλεπήβολο εγχείρημα, που είχε να κάνει με την –για πρώτη φορά χωρίς όπλα – οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση της δυτικής Ευρώπης. Ήταν κάτι που, δίχως αμφιβολία, είχε ζωτική σημασία όχι μόνο για το ευρωπαϊκό αλλά για το σύνολο του δυτικού κεφαλαίου, καθώς μετά τη μαζική καταστροφή, είχε έρθει η ώρα για ένα νέο γύρο καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Προκειμένου δε αυτός να συνοδευτεί από τις ιδανικότερες συνθήκες, υπήρχαν αντικειμενικά δύο προϋποθέσεις που έπρεπε να εκπληρωθούν, αμφότερες άρρηκτα συνδεδεμένες με το μέλλον της Ευρώπης.
Η πρώτη προϋπόθεση ήταν ότι το συγκεκριμένο εγχείρημα της «ευρωπαϊκής ενοποίησης» – το πιο φιλόδοξο στην ιστορία του καπιταλισμού – έπρεπε οπωσδήποτε να στεφθεί από επιτυχία, προκειμένου να αποτελέσει το πρότυπο για αντίστοιχες διαδικασίες σε ολόκληρο τον πλανήτη και σε πρώτη φάση στη Δύση. Όσο για τη δεύτερη, αφορούσε την πάση θυσία επικράτηση στη μάχη «ζωής ή θανάτου» με την ΕΣΣΔ, έτσι ώστε αφενός να εκλείψει το αντίπαλο δέος και, αφετέρου, να πέσουν τα σύνορα στην επέκταση του κεφαλαίου — κάτι που, με τη σειρά του, επέβαλε τη μετατροπή της Ευρώπης σε προκεχωρημένο φυλάκιο των Αμερικανών στον «ψυχρό πόλεμο» που είχε ήδη αρχίσει, εναντίον αυτού που ο Τσόρτσιλ (ευφυέστατα) ονόμασε, από το 1946, «Σιδηρούν Παραπέτασμα».
Την πρωτοβουλία για να πάρει σάρκα και οστά το σχέδιο της «ενοποίησης» ανέλαβαν πρόθυμα οι Γάλλοι, που ανήκαν στο στρατόπεδο των νικητών. Οι δε Γερμανοί αμέσως δέχτηκαν να ακολουθήσουν — με αντάλλαγμα, τη σταδιακή άρση της κατοχής της χώρας τους, την αναγνώρισή της ως βασικού παίκτη στην Ευρώπη και την ταχεία οικονομική της ανασυγκρότηση, η οποία σφραγίστηκε τόσο από τα αμερικανικά κονδύλια του «Σχεδίου Μάρσαλ» το 1948 όσο και, κυρίως, από την πρωτοφανή διαγραφή του γερμανικού χρέους, με βάση τη συμφωνία του 1953.
Ήταν, λοιπόν, δύο Γάλλοι – ο Ζαν Μονέ και ο υπουργός Εξωτερικών, Ρομπέρ Σουμάν – εκείνοι που έθεσαν τα θεμέλια του νέου οικοδομήματος. Ο δεύτερος, ειδικά, με την ιστορική ομιλία του σχεδόν ένα χρόνο μετά την ίδρυση του ΝΑΤΟ, στις 9 Μαΐου 1950 (που από τότε γιορτάζεται ως Ημέρα της Ευρώπης και συμπίπτει, προφανώς όχι τυχαία, με την επέτειο της αντιφασιστικής νίκης και το ύψωμα της κόκκινης σημαίας στο Ράιχσταγκ), προανήγγειλε την ένωση του «σκληρού πυρήνα» του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, δηλαδή της βιομηχανίας άνθρακα και χάλυβα. Πράγματι, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) πήρε σάρκα και οστά το 1951, ενώ τα έξη ιδρυτικά της μέλη (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Βέλγιο και Λουξεμβούργο) τη μετεξέλιξαν στη γνωστή μας Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), στις 25 Μαρτίου 1957.
Ακόμη και σε αυτό το πλαίσιο, βεβαίως, παρά το γεγονός ότι οι μνήμες και ο πόνος του πολέμου δεν είχαν ακόμη ξεπεραστεί, οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις ευρωπαϊκές αστικές τάξεις ήταν εμφανείς και ενίοτε έντονες. Δύο είναι τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα στις επόμενες δεκαετίες. Το ένα αφορά το βέτο του Σαρλ ντε Γκολ για την ένταξη στην ΕΟΚ της μέχρι πρόσφατα συμμάχου Βρετανίας, το οποίο συνοδεύτηκε αργότερα και με την αποχώρηση της Γαλλίας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ — ενέργειες που απόρρεαν ευθέως από τη δίψα του γαλλικού κεφαλαίου να βρεθεί, επιτέλους, στη θέση του «οδηγού» και να επιβάλλει τους όρους του στην Ευρώπη. Σημειώνεται ότι η διένεξη με το Λονδίνο λύθηκε το 1973, μετά τον κλονισμό που προκάλεσαν στη Γαλλία και ολόκληρη την Ευρώπη οι εξεγέρσεις του «Μάη του ’68» και ταυτόχρονα σχεδόν (και επίσης όχι τυχαία) με το ξέσπασμα της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης. Όσο για την επιστροφή των Γάλλων στο ΝΑΤΟ ολοκληρώθηκε τυπικά πολύ αργότερα, μόλις το 2009 και επί προεδρίας Σαρκοζί.
Το έτερο παράδειγμα έχει να κάνει με την δεύτερη ιστορική καμπή (μετά την ίδρυση της ΕΟΚ) στην ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που δεν ήταν άλλη από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την επανένωση της Γερμανίας. Εκείνη την περίοδο, οι μέχρι πρότινος άσπονδοι εχθροί Γάλλοι και Βρετανοί θορυβήθηκαν, καθώς διέγνωσαν τον κίνδυνο να βρεθούν απέναντι στο Ράιχ που επιχειρούσε να ανασυσταθεί. Γι’ αυτό, εξάλλου, οι τότε ηγέτες τους, Μάργκαρετ Θάτσερ και Φρανσουά Μιτεράν, αν και ανήκαν σε αντίπαλα ιδεολογικά και πολιτικά στρατόπεδα, είχαν εξετάσει σενάρια για τον «τορπιλισμό» της ενοποίησης.
Τα σενάρια αυτά, ωστόσο, δεν ευοδώθηκαν, λόγω και της ξεκάθαρης απαίτησης της Ουάσινγκτον. Στη συνέχεια, τέθηκε σε εφαρμογή η επόμενη φάση του εγχειρήματος της ολοκλήρωσης, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, τη μετονομασία σε Ευρωπαϊκή Ένωση, την υιοθέτηση κοινού νομίσματος, αλλά και την επιτάχυνση της διεύρυνσης προς όλες τις γωνιές της Ευρώπης — ακόμη και δια της βίας, όπως αποδείχθηκε με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Σήμερα, βιώνουμε ουσιαστικά την τρίτη καμπή στην ιστορία της καπιταλιστικής «ευρωπαϊκής ενοποίησης», η οποία ταυτόχρονα σηματοδοτεί και την πιο σοβαρή δοκιμασία που έχει αντιμετωπίσει ως τώρα. Κι αυτό διότι η κρίση που ξέσπασε το 2008 έπληξε σαν τυφώνας ολόκληρα κράτη, διέβρωσε την εικόνα της ΕΕ στις κοινωνίες και οδήγησε στην ιστορική απόφαση του Brexit, η οποία σηματοδοτεί και επισήμως τη στροφή από τη διεύρυνση στη συρρίκνωση και τις διαφορετικές ταχύτητες, με σκοπό την ανασύνταξη δυνάμεων.
Αν και, για να είμαστε ακριβείς, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ειδικά όσον αφορά στις «ταχύτητες», η αρχή είχε γίνει εδώ, καθώς τα επιτελεία της ΕΕ έβλεπαν «μπροστά». Κλειδί σε αυτό υπήρξε, κυρίως, η θέσπιση της αρχής λήψης αποφάσεων όχι με ομοφωνία, αλλά με «ενισχυμένη πλειοψηφία», κάτι που έγινε από τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009, στη θέση του απορριφθέντος συντάγματος. Τώρα, οι δρομολογημένες αλλαγές επιταχύνονται.