ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΣ
Σταδιακά και με κορύφωση στην κρίση του 2008, ο κυρίαρχος πυρήνας της ΕΕ διαπλέχτηκε τόσο με τις χώρες-μέλη ώστε να δημιουργήσει μια σύμφυση από την οποία δεν μπορούν να ανεξαρτητοποιηθούν – εκτός αν αποχωρήσουν ή το οικοδόμημα διαλυθεί.
Οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις
Εξελίξεις και αντιθέσεις
Η κυριαρχία των πολυεθνικών πολυκλαδικών μονοπωλίων και του διεθνοποιημένου χρηματοπιστωτικού συστήματος στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό οδηγεί σε ριζική και παγκοσμιοποιημένη αλλαγή των θεσμών του: στην προσαρμογή των ισχυρότερων, κυρίως καπιταλιστικών κρατών στη διεθνοποιημένη οικονομία ώστε να υπηρετούν τις πολυεθνικές εθνικής βάσης αλλά και στην αντίστοιχη προσαρμογή, στη διεθνή κονίστρα, των στρατιωτικοπολιτικών και συμμαχικών επιλογών. Στη δημιουργία, ακόμη, οικονομικών ολοκληρώσεων-ενώσεων, δομημένων κατά κανόνα σ’ ένα κυρίαρχο ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Σ’ αυτές αναπτύσσονται πολιτικές δομές-φύτρα πολιτικών, δικαιϊκών, στρατιωτικών μηχανισμών, με πιο προχωρημένη σ’ αυτή την εξέλιξη την ΕΕ, που αντιρροπείται όμως ισχυρά από τις εσωτερικές της αντιθέσεις.
Ωστόσο, το μακρό κύμα υπερσυσσώρευσης, απ’ τις αρχές του ’70, η ανεπαρκής κερδοφορία, οι οξείες κρίσεις και αναιμικές ανακάμψεις οξύνουν τη βασική αντίθεση, αλλά και τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις στη διεκδίκηση του «έξω» (Ρόζα Λούξεμπουργκ), κυρίως των ενεργειακών ροών και μεγαλύτερης μερίδας στη διεθνή αγορά. Σε αυτό το πλαίσιο οξύνονται και οι αντιθέσεις και ανακατατάξεις εντός των γιγάντιων ολοκληρώσεων, με πρωταγωνιστή την προεδρία Τραμπ στις ΗΠΑ. Στόχος της είναι να περιφρουρήσει τις αμερικανικές πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται στην εσωτερική αγορά, να αναζωογονηθεί η παραδοσιακή βιομηχανία και να ενισχυθεί γενικότερα η θέση των πολυεθνικών με αμερικανική βάση στη διεθνή αγορά.
Στο πλαίσιο αυτό, οι ΗΠΑ ανατοποθετούν τη στάση τους έναντι των βασικών ολοκληρώσεων: ΤΤΙΡ, ΤΡΡ, ΝΑFTA, EE, Ευρασιατική Οικονομική Ένωση. Ήδη έχει προβληθεί η θέση ότι δεν θα επικυρώσουν την ΤΤΙΡ, αν δεν αναθεωρηθούν βασικοί όροι της σύμβασης, ώστε να αυξηθούν οι εξαγωγές των ΗΠΑ στην ΕΕ. Και στην ΕΕ, όμως, ισχυρά μονοπώλια –γαλλικά, ιταλικά και ορισμένα γερμανικά – αλλά και πολιτικές συστημικές δυνάμεις (σοσιαλδημοκράτες) αντιδρούν, επιδιώκοντας ευνοϊκότερους όρους. Η κυβέρνηση Τραμπ αποσύρθηκε ήδη απ’ την ΤΡΡ (Ειρηνικός), αν και την είχε υπογράψει χωρίς να την επικυρώσει, ισχυριζόμενη ότι ευνοεί τις έντεκα χώρες-μέλη εις βάρος των ΗΠΑ και δήλωσε ότι θα προχωρήσει σε νέες συμφωνίες χωριστά με την καθεμία απ’ αυτές τις χώρες. Αυτή η εξέλιξη θεωρείται βέβαιο ότι θα ενισχύσει τη θέση της Κίνας, οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά στην περιοχή του Ειρηνικού εις βάρος των ΗΠΑ.
Ο Τραμπ επιδιώκει, επίσης, συνολική επαναδιαπραγμάτευση με Καναδά και Μεξικό για τη NAFTA. Και εδώ, η Ουάσινγκτον επιθυμεί να μειώσει τα εμπορικά ελλείμματα, κυρίως με το Μεξικό, επιβάλλοντας υψηλά τέλη στις εισαγωγές απ’ αυτή τη χώρα και χτίζοντας τείχος στα σύνορα για την αποτροπή της μετανάστευσης.
Τέλος, σοβαρός αντίπαλος των ΗΠΑ αναδεικνύεται, στον οικονομικό αλλά και στρατιωτικοπολιτικό τομέα η Ευρασιατική Οικονομική Ένωση με σύμπραξη Ρωσίας και Κίνας…
Για το «ευρωπαϊκό ιδεώδες»
Οι φιλοΕΕ πολιτικές δυνάμεις φρονούν ότι δεν υφίσταται δομικός περιορισμός των εθνικοκρατικών αρμοδιοτήτων, αλλά μόνον των νομισματικών, οι οποίες περιήλθαν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΟΝΕ με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, ενώ η οικονομική και δημοσιονομική πολιτική διατηρήθηκαν στις εθνικοκρατικές αρμοδιότητες. Αυτές οι αντιλήψεις παραδέχονται ότι υπάρχει περιορισμός και των οικονομικών και δημοσιονομικών δραστηριοτήτων αλλά μόνο πρόσκαιρα, λόγω της επιβολής του μηχανισμού των μνημονίων, που θέτει κράτη-μέλη σε καθεστώς εποπτείας. Αυτή η παραδοχή δεν είναι λόγος και όρος για ανάκτηση της απαλλοτριωμένης εθνικής κυριαρχίας αλλά μάλλον άλλοθι για την εθελούσια εκχώρησή της στα υπερεθνικά και ελεγχόμενα απ’ τις ηγετικές δυνάμεις της ΕΕ (κυρίως τη Γερμανία) όργανα αλλά και αυταπάτη-απάτη ότι μετά την άρση των μνημονίων τα έθνη-κράτη θα επανακτήσουν τις παραχωρηθείσες αρμοδιότητές τους.
Αυτή την αντίληψη απηχεί και η θριαμβολογία της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ ότι με τη νέα συμφωνία που είναι στα σπάργανα και τη λήξη του τρίτου μνημονίου (2018) τερματίζεται η λιτότητα και το καθεστώς εποπτείας. Την αντίληψη για το δημοκρατικό και προοδευτικό DNA της ΕΕ απηχούν και οι αντιλήψεις ή εκκλήσεις για την αποκατάσταση αυτών αρχών-αξιών, ώστε η ΕΕ να επανιδρυθεί ως Ένωση «ισοτιμίας, δημοκρατίας, προόδου, αλληλεγγύης».
Στην πραγματικότητα, βεβαίως, μόνο στις φαντασιώσεις των εξειδανικευτών της είχε τέτοιον χαρακτήρα. Εκ γενετής υπήρξε ένωση του μονοπωλιακού κεφαλαίου της Ευρώπης για ενίσχυσή του έναντι των άλλων μονοπωλιακών δυνάμεων και ενίσχυση της εκμετάλλευσης των εργατικών τάξεων. Κι όμως, από αυταπάτες για το χαρακτήρα της ΕΕ διακατέχονται και δυνάμεις αριστερές, που διακηρύσσουν μόνο την έξοδο απ’ την ευρωζώνη, ευελπιστώντας ότι αυτή και οι ριζικές αλλαγές με τις οποίες τη συνδέουν είναι δυνατές χωρίς έξοδο από την ΕΕ.
Το βασικό μεθοδολογικό λάθος των αστικών και ρεφορμιστικών αντιλήψεων είναι ότι αντιλαμβάνονται, αντιδιαλεκτικά, την ΕΕ σαν «εξωτερική» προς τις χώρες-μέλη, που απλώς έχει ιδιοποιηθεί αρμοδιότητές τους, οι οποίες μπορούν να επανακτηθούν απ’ αυτές. Πρακτικά, όμως, η ΕΕ είναι δεμένη με χιλιάδες μικρά και μεγάλα νήματα με τα κράτη, ώστε ισχύει το κοινώς λεγόμενο «όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα βρεις την ΕΕ».
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, αν και ο στόχος για υγιή δημοσιονομικά ήταν σαφής, δεν συνοδευόταν από επαρκείς μηχανισμούς και ελέγχους. Προς αυτήν την κατεύθυνση έγιναν δύο μεγάλα βήματα στη συνέχεια, που αφορούν όλες τις χώρες-μέλη της ΕΕ και όχι μόνον της ευρωζώνης. Αρχικά, το 1997, υιοθετήθηκε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης που προβλέπει συστάσεις ή κυρώσεις σε περίπτωση που το δημοσιονομικό έλλειμμα υπερβεί το 3% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος το 60% του ΑΕΠ. Μάλιστα, η πρόβλεψη αυτή μετατράπηκε σε νομική δέσμευση με την ψήφισή της από τα εθνικά κοινοβούλια ή και τη συμπερίληψή της στα συντάγματα κάθε χώρας.
Στη συνέχεια, η κρίση του 2008, με την ένταση και τη διάρκειά της, δρομολόγησε νέα μέτρα και μηχανισμούς με στόχο την ενίσχυση του συντονισμού της δημοσιονομικής και γενικότερα της οικονομικής πολιτικής των κρατών-μελών και την άσκηση πολυμερούς και αποτελεσματικότερης εποπτείας. Αυτές οι ρυθμίσεις έχουν ως στόχο τη Νέα Οικονομική Διακυβέρνηση της ΕΕ (2011), όρος δηλωτικός της τάσης συγκεντροποίησης και αυταρχικοποίησης του πολιτικού μηχανισμού της ΕΕ που διαμεσολαβεί τα συμφέροντα του μονοπωλιακού κεφαλαίου και των κυρίαρχων κρατών υπό τη Γερμανία.
Έτσι, πρώτον, καθιερώθηκε η διαδικασία του «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου» που προβλέπει έναν, κατά φάσεις, έλεγχο των εθνικών προϋπολογισμών, πριν αυτοί εισαχθούν στα κοινοβούλια των κρατών – μελών. Δεύτερον, στο πλαίσιο άσκησης της εποπτείας ορίζονται κυρώσεις ύψους ίσου προς το 0,2% του ΑΕΠ του προηγούμενου έτους για το κράτος-μέλος σε περίπτωση μη συμμόρφωσης στις συστάσεις. Τρίτον, η Κομισιόν υποβάλλει στο Συμβούλιο πρόταση μέτρων που θεωρείται αυτόματα εγκριθείσα, εκτός αν το Συμβούλιο την απορρίψει με ειδική ενισχυμένη πλειοψηφία. Σε περίπτωση δε που μια κυβέρνηση αντιτίθεται στην πρόταση της Κομισιόν, για να πετύχει την απόρριψή της πρέπει να συγκεντρώσει τα δύο τρίτα των ψήφων των μελών του Συμβουλίου (βάσει της αντίστροφης ειδικής πλειοψηφίας).
Πέραν αυτών, δεξιοί και «αριστεροί» μνημονιακοί διατυμπανίζουν τον πακτωλό χρημάτων που ρέει και πρόκειται να ρεύσει μέσω κοινοτικών κονδυλίων, αν η οικονομία της χώρας σταθεροποιηθεί και «βγει στο ξέφωτο». Όμως, αυτά τα κονδύλια αποτελούν «Δούρειο Ίππο» για τον εγκλωβισμό της χώρας σε μια από τις κατώτερες «ταχύτητες» και την επιδείνωση της ανισομετρίας της. Οι εκκλήσεις των ευρωλάγνων πολιτικών και διανοούμενων για μια Ευρώπη της ευημερίας, της αλληλεγγύης, της δημοκρατίας προσκρούουν σε μιαν αδυσώπητη πραγματικότητα. Τα κονδύλια που προέρχονται απ’ την ΕΕ (κρατικά δάνεια, αγορά ομολόγων απ’ την ΕΕ, πακέτο Γιουνκέρ, ΕΣΠΑ κ.λπ.) υπηρετούν την καπιταλιστική αναδιάρθρωση και ανάπτυξη — σύμφωνα τόσο με τα συμφέροντα του ευρωπαϊκού πολυεθνικού κεφαλαίου και της διαπλεγμένης μ’ αυτό ελληνικής ολιγαρχίας όσο και με τις τάσεις συνύπαρξης και ανταγωνισμού των εθνικών αστικών συμφερόντων στο εσωτερικό της ΕΕ.
Τα κονδύλια αυτά παρέχονται, άλλωστε, σύμφωνα με τους όρους και τις προτεραιότητες των Βρυξελλών από την κυβέρνηση ως τον τελευταίο δήμο. Προτεραιότητα είναι δε το όφελος των μεγάλων πολυεθνικών και η «ανάπτυξη» όχι με βάση τις ανάγκες και δυνατότητες της χώρας αλλά των ισχυρών της ΕΕ, η προώθηση κοινωνικού έργου με καπιταλιστικοποίηση των πάντων: ιδιωτικοποίηση κοινωνικών υπηρεσιών του Δημοσίου, εργολαβίες δημόσιων έργων, ΣΔΙΤ, «κοινωνική οικονομία», αποκλειστικά ελαστικές σχέσεις εργασίας.
Με άλλα λόγια: Άνθρακες ο θησαυρός…