του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Η Γαλλία εμπιστεύεται την ικανότητα της Ελλάδας να συνεχίσει τις θαρραλέες μεταρρυθμίσεις», δήλωσε ο γάλλος πρωθυπουργός Μπερνάρ Καζνέβ στη συνάντηση που είχε με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα την Παρασκευή στο Μ.Μαξίμου. «Οι ξένοι θέλανε τον Τσίπρα» γιατί μπορεί να πάρει τα μέτρα «με πιο ειρηνικό τρόπο» είπε μία ημέρα νωρίτερα ο Β.Μεϊμαράκης στις περίφημες δηλώσεις του. Τις δύο αυτές απόψεις φαίνεται ότι επιβεβαιώνει η κυβέρνηση με τον τρόπο που διεξάγει τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές η οποία αυτή τη φορά έχει ως στόχο το «κλείσιμο» στις 20 Μαρτίου.
Το περίγραμμα των όσων πρόκειται να συμφωνηθούν, άλλωστε, έδωσε ο ίδιος ο Ευκλείδης Τσακαλώτος μαζί με τον Γιώργο Χουλιαράκη στην ενημέρωση που παρείχαν στη Βουλή την προηγούμενη Τρίτη.
Αναφερόμενος στο τελευταίο Eurogroup, ο Ε.Τσακαλώτος ξεκαθάρισε ότι «μέσα στη συμφωνία είναι ότι θα παρθούν μέτρα διαρθρωτικού τύπου, όπου προφανώς και εμείς μπορεί να έχουμε τις διαφωνίες μας», αποσαφηνίζοντας την αντιλαϊκή κατεύθυνση των λεγόμενων «μεταρρυθμίσεων». Δεδομένος θεωρείται ο …μόνιμος κόφτης, αφού όπως τόνισε ο υπουργός Οικονομικών «εάν είμαστε εκτός στόχων πρέπει να πάρουμε μέτρα. Αυτό φαντάζομαι ότι ισχύει για οποιαδήποτε συμφωνία και ισχύει βέβαια και για χώρες που δεν είναι καν στο μνημόνιο», εστιάζοντας στην …πραγματική πηγή των μνημονιακών πολιτικών που δεν είναι άλλη από την ίδια τη λειτουργία και τη φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μάλιστα ήταν σαφής και για τον ρόλο που παίζει η υποτιθέμενη διεκδίκηση μέτρων, όπως η εφαρμογή των συλλογικών διαπραγματεύσεων με βάση τις «βέλτιστες πρακτικές στην ΕΕ». Όπως είπε ο Ε.Τσακαλώτος, «είναι ο μόνος τρόπος να πείσεις τους εργαζόμενους ότι τουλάχιστον στη φάση της ανάκαμψης θα έχουν κάποια συμμετοχή. Πλήρωσαν τη νύφη σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά θα μπορέσουν να συμμετέχουν στην ανάκαμψη όχι με ίσους όρους αλλά τουλάχιστον αρχίζοντας με κάποιους όρους συλλογικής διαπραγμάτευσης». Ξεκάθαρος για την αγριότητα των μέτρων που αναμένονται ήταν και ο Γιώργος Χουλιαράκης αναφέροντας την περίφημη θεωρία των αντίμετρων: «Προφανώς τα περιοριστικά μέτρα έχουν συνέπειες, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι μια μερίδα νοικοκυριών θα επιβαρυνθεί πολύ περισσότερο από ότι θα ωφεληθεί από τα θετικά μέτρα». Οι τοποθετήσεις αυτές προφανώς έρχονται σε πλήρη αντιδιαστολή με τα όσα διεμήνυσε ο Αλέξης Τσίπρας την προηγούμενη εβδομάδα περί «τέλους του κύκλου της λιτότητας».
Σχετικά, τώρα, με τις διαπραγματεύσεις του οικονομικού επιτελείου με τα «τεχνικά κλιμάκια» έχουν παγιωθεί ως κοινώς αποδεκτή βάση της διαπραγμάτευσης οι περικοπές καταρχήν της τάξης του 1% του ΑΕΠ που αποτιμάται σε 1.8 δισεκατομμύρια ευρώ από το 2019 και μετά με δεδομένες τις «αυτόματες προσαρμογές» που αναμφισβήτητα θα ισχύσουν το 2017 και 2018, περικόπτοντας τις συντάξεις ανάλογα με τα στοιχεία βιωσιμότητας των ταμείων. Μιλάμε για ασφαλιστικούς φορείς που είναι εξ ορισμού ελλειμματικοί με βάση τα όσα προβλέπονται στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο του Γ.Κατρούγκαλου που ψηφίστηκε τον Μάϊο του 2016. Ανυπολόγιστες εντωμεταξύ είναι οι επιπτώσεις που θα υπάρξουν στις συντάξεις με βάση την τροπολογία που κατατέθηκε την Παρασκευή και προβλέπει πως το ανταποδοτικό μέρος των συντάξεων θα ορίζεται έως το 2020 με βάση τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ο παλιός «τιμάριθμος») τον οποίο καθορίζει η ΕΛΣΤΑΤ.
Tην ίδια στιγμή, η κυβέρνηση προβάλλει ιδιαίτερα τη «νέα πρόταση» που κατέθεσε στους δανειστές σχετικά με τη δημιουργία 100 με 150 χιλιάδων καινούργιων θέσεων εργασίας έως και το 2020. Αυτό που φυσικά δεν προβάλλει είναι πως στις συζητήσεις που γίνονται αυτό συνδέεται με απευθείας επιδοτήσεις στις μεγάλες επιχειρήσεις (χρηματοδότηση μη μισθολογικού κόστους), καθώς και προτάσεις για τη δημιουργία ειδικών επενδυτικών ζωνών. Με ό,τι επιπτώσεις θα έχει αυτό στα εργασιακά δικαιώματα και ιδίως στο θέμα των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας τις οποίες η κυβέρνηση –κατά τα άλλα– κάνει ό,τι μπορεί για τη θεσμοθέτησή τους. Όπως άλλωστε πρόσφατα επισήμαινε κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος, τέτοιου είδους «ειδικά καθεστώτα» μπορούν να υπάρξουν στον χώρο της ναυτιλίας αλλά και της ναυπήγησης προκειμένου να υπάρξουν σημαντικές ξένες επενδύσεις. Είναι χαρακτηριστικό πάντως, σχετικά με το τι είδους διαπραγμάτευση γίνεται, πως αν και την αναγκαιότητα καταπολέμησης της ανεργίας αναγνωρίζουν θεωρητικά οι δανειστές δεν έχουν συζητήσει καν τους τρόπους χρηματοδότησης, δηλαδή το θέμα τις δέσμευσης κονδυλίων από τα ευρωπαϊκά ταμεία.