- ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΣ
Η έξοδος απ’ την κρίση που εκδηλώθηκε το 2008 δεν έχει τον εκρηκτικό χαρακτήρα (boom) της εξόδου απ’ την κυκλική κρίση. Η άνοδος είναι περιορισμένη και προσιδιάζει μάλλον στην ύφεση, κυμαίνεται περίπου στο 1-2,5%, ενώ επιβράδυνση εμφανίζεται και στο ρυθμό ανάπτυξης της Κίνας, που παραμένει υψηλός.
Η κρίση του 2008 έχει χαρακτηριστικά κυκλικής κρίσης, που κύρια αιτία της είναι η αντικατάσταση ανά δεκαετία, όπως προσδιόριζε ο Μαρξ, του φθαρμένου πάγιου κεφαλαίου. Έχει όμως δομικό χαρακτήρα, αφορά τα βασικά στοιχεία του συστήματος – παραγωγή, διανομή, κυκλοφορία, κατανάλωση, εργασία – οξύνει στο έπακρο τις αντιθέσεις του συστήματος, εντείνει το φαινόμενο της υπερσυσσώρευσης, της αδυναμίας του κεφαλαίου που αδυνατεί να εξασφαλίσει ικανοποιητική κερδοφορία.
Τέτοιου είδους κρίσεις εμφανίζονται σε μακροχρόνιες περιόδους στασιμότητας, ύφεσης και κρίσης, που εναλλάσσονται με περιόδους, ανάκαμψης και άνθισης. Πρόκειται για τη θεωρία των «μακρών κυμάτων», που εδράζεται στη θεωρία του Μαρξ για την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, η οποία αναπτύσσεται στον τρίτο τόμο του κεφαλαίου (σ.σ. 267-328). Την περίοδο στασιμότητας χαρακτηρίζει η υπερσυσσώρευση κεφαλαίων (χαμηλή κερδοφορία) που η αιτία της τοποθετείται στην παραγωγή, στην ανοδική τάση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, στην αύξηση της αναλογίας του πάγιου κεφαλαίου έναντι του μεταβλητού. Απ’ το τελευταίο όμως παράγεται η υπεραξία και το κέρδος, τα οποία επομένως έχουν την τάση να μειώνονται.
Συνοψίζει ως εξής ο Μαρξ την αντίληψή του: «Με την προοδεύουσα σχετικά μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου έναντι του σταθερού, η κεφαλαιοκρατική παραγωγή δημιουργεί μια αυξανόμενη υψηλότερη οργανική σύνθεση του συνολικού κεφαλαίου, άμεση συνέπεια της οποίας είναι το ποσοστό υπεραξίας να εκφράζεται με ένα σταθερά μειωνόμενο γενικό ποσοστό κέρδους με μεταβλητό, ακόμα και με ανερχόμενο βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας» (Κεφάλαιο, Τρίτος τόμος, σ. 269).
Περιγράφοντας την ανάπτυξη της βαμβακοβιομηχανίας διαπιστώνει κύματα άνθισης και στασιμότητας: «Η δεύτερη 48χρονη περίοδος (ανάπτυξης της βαμβακοβιομηχανίας, ΔΓ), απ’ το 1813 ως το 1863, αριθμεί μόνο 20 χρόνια αναζωογόνησης και άνθισης έναντι 28 χρόνων κατάστασης πίεσης και στασιμότητας. Το 1815-1830 αρχίζει ο συναγωνισμός με την ηπειρωτική Ευρώπη και τις Ενωμένες Πολιτείες. Απ’ το 1833 πετυχαίνεται με τη βία η διεύρυνση των ασιατικών αγορών» (Κεφάλαιο, Πρώτος Τόμος, σ.σ. 475-476).
Σε άλλο απόσπασμα αποδεικνύει την άνοδο της παραγωγικότητας άρα και την απόσπαση πρόσθετης υπεραξίας με την εισαγωγή νέας τεχνολογίας: «Εδώ και δεκαπέντε περίπου χρόνια εφευρέθηκε ένα αυτόματο μηχάνημα, που κάνει μεμιάς 6 διαφορετικές δουλειές. Το 1820 η χειροτεχνία πρόσφερε τις πρώτες 12 ντουζίνες ατσάλινα πενάκια προς 7 λίρες και 4 σελίνια, η μανουφακτούρα τις πρόσφερε το 1830 προς 8 σελίνια και το εργοστάσιο τις προσφέρει σήμερα (1851) προς 2 έως 6 πένες» (Ο.Π. σλ. 478).
Η περίοδος άνθισης αρχίζει μετά μια περίοδο στασιμότητας (η διάρκειά τους ποικίλλει κατά τις σχολές σκέψεις). Η στασιμότητα αλλά και η ανταγωνιστική πάλη ανάμεσα στους καπιταλιστές ωθεί ένα πρωτοπόρο τμήμα τους να εισαγάγει στην παραγωγή τις νέες επιτεύξεις της επιστήμης και της τεχνολογίας, να τελειοποιήσει την οργάνωση της παραγωγής και της τεχνολογίας. Οι επιχειρήσεις αυτές εξασφαλίζουν μεγαλύτερη παραγωγικότητα απ’ τις επιχειρήσεις του κλάδου τους. Με μικρότερη δαπάνη εργατικής δύναμης και μεταβλητού κεφαλαίου παράγουν περισσότερα προϊόντα με μικρότερη τιμή. Έτσι, εξασφαλίζουν πρόσθετη υπεραξία. Αλλά και όταν οι επιστημονικές καινοτομίες γενικευτούν στην πλειοψηφία των παραγωγικών κλάδων, ναι μεν η πρόσθετη υπεραξία εξαλείφεται αλλά ανέρχεται η μέση παραγωγικότητα των επιχειρήσεων, οπότε γενικεύεται με τη βελτίωση της παραγωγικότητας η αύξηση της σχετικής υπεραξίας.
Οι περίοδοι στασιμότητας και άνθισης καθορίζονται απ’ τον τρόπο παραγωγής με σχετική αυτοτέλεια όμως και όχι αυτόματα από «ορειχάλκινους νόμους». Οι καπιταλιστές ωθούνται να στραφούν σε μια τεχνολογική – επιστημονική ανακάλυψη και να την αξιοποιήσουν στην παραγωγή. Το ρόλο αυτό σήμερα αναλαμβάνει και το επιχειρηματικό κράτος. Μεγάλες τεχνολογικές επαναστάσεις (ατμός, ηλεκτρισμός, αυτοματοποίηση, ρομποτική, πληροφορική) αποτελούν τα ατμομηχανές του κύματος ανάπτυξης. Η πορεία όμως της οικονομίας δεν θα καθοριστεί μόνο απ’ τη νέα τεχνολογία, αλλά και από το διεθνή ανταγωνισμό, αλλά και την ταξική πάλη.
Στις περιόδους άνθισης και ύφεσης σημειώνονται κυκλικές κρίσεις. Στην περίοδο άνθισης, η φάση της κρίσης στον κύκλο είναι σχετικά ήπια και βραχύχρονη, το αντίθετο συμβαίνει στην περίοδο της ύφεσης. Όμως η περίοδος άνθισης, αύξησης της παραγωγικότητας και της κερδοφορίας αποτελεί και το νεκροθάφτη του καπιταλισμού. Γιατί η αύξηση της εργατικής σύνθεσης, του πάγιου κεφαλαίου έναντι του μεταβλητού οδηγεί σταδιακά, αλλά αναπόφευκτα, στην πτώση του ποσοστού κέρδους και στην είσοδο σε μιαν περίοδο στασιμότητας και αναιμικής ανάπτυξης με κρίσεις οξείας, που ορισμένες απ’ αυτές αποδεικνύονται δομικές και ιστορικές, όπως η κρίση του 1973, μετά την εξάντληση του κεϊνσιανού εγχειρήματος και η σοβούσα κρίση του 2007.
Στην περίοδο πτώσης του ποσοστού κέρδους και της υπερσυσσώρευσης που συνεπάγεται, το σύστημα αλλάζει τον τρόπο διαχείρισης και λαμβάνει μέτρα αντιρρόπησης της πτωτικής τάσης, με κύρια κατεύθυνση την αύξηση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Το κεφάλαιο επανήλθε ακόμη και σε μορφές άντλησης απόλυτης υπεραξίας και συμπίεσης της αξίας της εργατικής δύναμης στα φυσικά της όρια. Παρά την αγριότητα των μέτρων η ανάπτυξη παραμένει αναιμική.
Εξάλλου, η στροφή συσσωρευμένου κεφαλαίου στο χρηματοπιστωτικό τη δεκαετία ’90 πρόσκαιρα αναζωογόνησε το ποσοστό κέρδους, οδηγώντας τελικά στη φούσκα των στεγαστικών δανείων. Η άρχουσα τάξη αναζητεί διέξοδο. Θα υπάρξει νέος σωτήριος τεχνολογικός κύκλος; Όμως η άλλη δυνατότητα – αναγκαιότητα, που εντείνεται στην κρίση είναι η προλεταριακή επανάσταση…
Η ΚΥΡΙΑΡΧΗ ΑΠΟΨΗ
Αστικές και ρεφορμιστικές ερμηνείες της κρίσης
- Ο «ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ»
Η κρίση που σοβεί στην ελληνική οικονομία απ’ το 2008 κατά τις αστικές και ρεφορμιστικές ερμηνείες αποδίδεται σε αιτίες που μερικά εξηγούν την κρίση ή αποτελούν μάλλον αποτελέσματα παρά αιτίες της. Συγκεκριμένα: Πρώτο, η κρίση αποδίδεται στην υπερεπέκταση του χρηματοπιστωτικού τομέα (χρηματιστικοποίηση) με την απορρόφηση υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων, που λόγω μη ικανοποιητικής κερδοφορίας «παρκάρουν» στο τραπεζικό σύστημα. Στον πακτωλό δανειοδότησης (χάρη σε χαμηλότοκα δάνεια απ’ την ΕΕ) σ’ επιχειρηματίες αλλά και νοικοκυριά με έωλες εγγυήσεις. Ενοχοποιείται το πελατειακό κράτος, που με τον υδροκεφαλισμό του, τις υπερβολικές παροχές σε εργαζόμενους και συνταξιούχους, δανειζόταν ασύστολα από τράπεζες της ΕΕ κυρίως, με αποτέλεσμα το δημοσιονομικό εκτροχιασμό (εκτίναξη χρέους). Την οικονομική κακοδαιμονία χρεώνεται η εκτεταμένη φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή και η ισχυρή παραοικονομία.
Από τμήματα της αστικής τάξης που έχουν διοχετεύσει τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό, αλλά και από τμήματα της Αριστεράς αιτία του κακού αποκλειστικά σχεδόν αποτελεί το μη ανταγωνιστικό για την ελληνική οικονομία ευρώ, χωρίς να συνδέουν την έξοδο απ’ την ευρωζώνη με την αποχώρηση απ’ την ΕΕ, αλλά και βαθύτερους οικονομικοκοινωνικούς μετασχηματισμούς.
Αστική και κυρίως ρεφορμιστική ερμηνεία αλλά και αντιμετώπιση της κρίσης αποτελεί η καταδίκη της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, που συρρικνώνει τη ζήτηση και την εσωτερική αγορά. Απ’ τα ρεύματα αυτά επιδιώκεται ένας «καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο» που στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό μόνο ως χαλάρωση της λιτότητας μπορεί να νοηθεί.
Αυτές οι αναλύσεις αντανακλούν υπαρκτά προβλήματα, παθογένειες και λανθασμένες οικονομικές πολιτικές του ελληνικού κεφαλαίου. Οι λύσεις που προτείνουν ουσιαστικά αποσκοπούν σε μια ουτοπική, ως συνολική λύση εξυγίανσης του καπιταλισμού για την υγιή και δυναμική επανεκκίνησή του στο εθνικό και διεθνές περιβάλλον.
Εξάλλου, οι λύσεις που προτείνονται, ακόμη και αν ευοδωθούν μερικές και προσωρινές θα αποδειχθούν. Κάποια μέτρα ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι σταγόνα στον ωκεανό. Η νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση έχει δραματικά περικόψει μισθούς και συντάξεις, έχει εξαπολύσει λαίλαπα φορολογίας κατά των εργατολαϊκών στρωμάτων, έχει αποψιλώσει το κράτος από εκατοντάδες χιλιάδες υπαλλήλους, αλλά η κρίση οξύνεται, λόγω της μείωσης της ζήτησης στην εξαιρετικά εσωστρεφή και μικρομεσαίου μεγέθους ελληνική αγορά. Εξάλλου, η αποδέσμευση απλώς απ’ το ευρώ δεν είναι η μαγική λύση, όπως αποδεικνύει η κατάσταση αρκετών χωρών – μελών της ΕΕ, που δεν είναι ενταγμένες στην ευρωζώνη.
Τέλος, ο κεϊνσιανισμός, ακόμη κι αν υπήρχε περίπτωση επανόδου του, καθόλου δεν αποτελεί πανάκια για τους εργαζόμενους, όπως αποδεικνύεται απ’ τον υπερπληθωρισμό, που οδήγησε στην αντικατάστασή του.