Ο εργάτης «απαλλοτριώνεται» από το μέσο και «αποξενώνεται» από το προϊόν
ΜΠΑΜΠΗΣ ΣΥΡΙΟΠΟΥΛΟΣ
Ο ίδιος ο Μαρξ στα νεανικά του έργα (ιδίως στα «Οικονομικά και Φιλοσοφικά χειρόγραφα του 1844») υιοθετούσε μια κριτική προς την εμπορευματική παραγωγή και στη μισθωτή εργασία από τη σκοπιά της ανθρώπινης «ουσίας». «Ο εργάτης σχετίζεται με το προιόν της εργασίας του όπως μ’ ένα ξένο αντικείμενο», «η ζωή που έχει μεταφέρει στο αντικείμενο βρίσκεται αντιμέτωπή του ως κάτι εχθρικό και ξένο». Ενώ «η ελεύθερη, συνειδητή δραστηριότητα είναι ο χαρακτήρας είδους του ανθρώπου», η μισθωτή εργασία «παράγει θαυμάσια πράγματα για τον πλούσιο, όμως για τον εργάτη παράγει ανέχεια (…) παράγει ωραιότητα, αλλά για τον εργάτη ασχήμια». «Η εργασία του δεν είναι εθελοντική αλλά καταναγκαστική» οπότε αισθάνεται ελεύθερος στις ζωικές του δραστηριότητες (φαί, ποτό, ύπνος κτλ) ενώ στην εργασία του (την ειδικά ανθρώπινη δραστηριότητά του) αισθάνεται ζώο. «Το ζωικό γίνεται ανθρώπινο και το ανθρώπινο γίνεται ζωικό».
Από όλα αυτά τα αποσπάσματα από τα Χειρόγραφα, είναι προφανές ότι ο νεαρός Μαρξ καταγγέλλει τον καπιταλισμό ως ένα απάνθρωπο σύστημα που αποξενώνει τον άνθρωπο από την ίδια του την ουσία, την ανθρωπιά του. Τον καταγγέλλει δηλαδή στο όνομα αρχών και αξιών όπως ο ανθρωπισμός και η ελευθερία και όχι ως ένα σύστημα παρωχημένο, ξεπερασμένο από την ιστορία που θα δώσει αναπόφευκτα τη θέση του σε ένα άλλο. Αυτή η κριτική χαρακτηρίζεται από τον Αλτουσέρ διαποτισμένη από ιδεαλισμό, ανθρωπισμό και ηθική και, ως εκ τούτου, μη επιστημονική. Επιστημονικό χαρακτήρα είχαν τα μεταγενέστερα έργα του Μαρξ και πρώτα απ όλα το Κεφάλαιο όπου η επιστημονική αυστηρότητα παίρνει την εκδίκησή της. Είναι όμως έτσι;
Η διαδικασία απόσπασης υπεραξίας που συγκαλύπτεται πίσω από την ελεύθερη και ίση ανταλλαγή ανάμεσα στον εργάτη και στον κεφαλαιοκράτη στιγματίζεται ως εκμετάλλευση, και ως εξαπάτηση γλαφυρό τρόπο: «Ο πρώην κάτοχος χρήματος προπορεύεται σαν κεφαλαιοκράτης και ο κάτοχος της εργατικής δύναμης τον ακολουθεί σαν εργάτης του. Ο πρώτος μ’ ένα πολυσήμαντο μειδίαμα και πολυάσχολος, ο δεύτερος συνεσταλμένος, δισταχτικός, σαν τον άνθρωπο που φέρνει στην αγορά για να πουλήσει το ίδιο το δικό του τομάρι, ξέροντας ότι το μόνο που τον περιμένει είναι το γδάρσιμο» (Κεφάλαιο, πρώτος τόμος, εκδ ΣΕ, σελ 189).
Ο Μαρξ αντιμετωπίζει τους ισχυρισμούς των κεφαλαιοκρατών ότι δικαιούνται το πλεόνασμα που αποσπούν γιατί είναι απότοκο του ρίσκου που παίρνουν και της προσωπικής τους «εργασίας κι επίβλεψης», με περιφρόνηση: «Όλες αυτές τις σάπιες δικαιολογίες και κούφιες φλυαρίες και τα παρόμοιά τους τις αναθέτει στους ειδικά γι αυτό το σκοπό πληρωνόμενους καθηγητάδες της πολιτικής οικονομίας» (ο.π. σελ 205). Θεωρεί ότι ο υποδουλωτικός καταμερισμός εργασίας στη μανουφακτούρα «σακατεύει τον εργάτη και τον μετατρέπει σε εξάμβλωμα, καλλιεργώντας σαν μέσα σ’ ένα θερμοκήπιο τη μερικότερη επιδεξιότητά του και πνίγοντας έναν ολόκληρο κόσμο από παραγωγικές κλίσεις και χαρίσματα, ακριβώς όπως στις πολιτείες του Λα Πλάτα σφάζουν ένα ολόκληρο ζώο μόνο και μόνο για να πάρουν το τομάρι ή το λίπος του» (ο.π. σελ 376).
Η τάση του κεφαλαίου να παρατείνει τον εργάσιμο χρόνο όσο είναι δυνατό ονομάζεται βουλιμία για υπερεργασία: «Το κεφάλαιο όμως, με το απεριόριστα τυφλό πάθος του και με την πείνα δράκου για υπερεργασία, σπάει όχι μόνο τα ηθικά, μα και τα φυσικά ανώτατα όρια της εργάσιμης ημέρας. Σφετερίζεται το χρόνο που είναι απαραίτητος για την ανάπτυξη, την εξέλιξη και τη διατήρηση της υγείας του σώματος» (ο.π. σελ 277). Περιγράφονται οι επιπτώσεις της μεγάλης εργάσιμης ημέρας (11-12 ώρες) στην υγεία του εργατικού πληθυσμού-αντρών, γυναικών και παιδιών καθώς και στις οικογενειακές σχέσεις. Το αντίβαρο σε αυτή τη βουλιμία του κεφαλαίου για υπερεργασία είναι η πάλη των εργατών στην Αγγλία και σε άλλες ευρωπαικές χώρες για μείωση του εργάσιμου χρόνου. Οι εργατικοί αγώνες της εποχής ζωντανεύουν στις σελίδες του Κεφαλαίου, δείχνοντας την ελπίδα απέναντι στη βαρβαρότητα.
Με τα πιο μελανά χρώματα παρουσιάζεται η «πρωταρχική συσσώρευση», η βίαιη, κρατικά οργανωμένη απαλλοτρίωση των εργαζόμενων από τα μέσα εργασίας τους και ξερίζωμά τους από τον προηγούμενο τρόπο ζωής τους. Τα εγκλήματα των ευρωπαίων αποικιοκρατών στις υπερπόντιες κτήσεις τους περιγράφονται ,αποκαλύπτοντας τι πραγματικά σημαίνει ελεύθερο εμπόριο και εκπολιτισμός των ιθαγενών πληθυσμών.
Η ανθρωπολογική προβληματική των Χειρογράφων μετασχηματίζεται και τεκμηριώνεται στο φετιχισμό του εμπορεύματος εντός του οποίου «οι κοινωνικές σχέσεις των ατομικών τους εργασιών φαίνονται… όχι σαν άμεσες κοινωνικές σχέσεις των προσώπων… μα αντίθετα σαν εμπράγματες σχέσεις των προσώπων και σαν κοινωνικές σχέσεις των πραγμάτων» (ο.π. σελ 86). Η αποξένωση περιγράφεται ως εξής: «Έτσι, ο ίδιος ο εργάτης παράγει ακατάπαυτα τον αντικειμενικό πλούτο σαν κεφάλαιο, σα μια δύναμη ξένη προς αυτόν που τον εξουσιάζει και τον εκμεταλλεύεται…» (ο.π. σελ 591). Με τη θεωρία της αξίας σύμφωνα με την οποία η τελευταία είναι συμπύκνωση ανθρώπινης εργασίας και όχι δημιούργημα φυσικών δυνάμεων, μηχανών ή της εργασίας των ζώων αναδεικνύεται ο συνειδητός και προικισμένος με βούληση και φαντασία άνθρωπος ως δημιουργός του πλούτου.
Ο κομμουνισμός, για να επανέλθουμε στο αρχικό ερώτημα είναι επιστημονικός, όχι γιατί θα επικρατήσει στο μέλλον με αναπόδραστη αναγκαιότητα, αλλά γιατί ενσωματώνει στην ακριβή περιγραφή της σημερινής κοινωνίας αξίες, ηθικές αρχές και προτάγματα, όχι ως ατομικές επικλήσεις αλλά ως ρεαλιστικές εναλλακτικές. Είναι επιστήμη του ανθρώπου, ως τέτοια παίρνει θέση στις ανθρώπινες συγκρούσεις, και το παραδέχεται χωρίς να κοκκινίζει.
Ο επιστημονικός σοσιαλισμός και η ανθρώπινη βούληση
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν επανειλλημένα ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς τους με τον ουτοπικό σοσιαλισμό. Οι εκπρόσωποι του τελευταίου κατήγγειλαν με δριμύτητα τα δεινά της αστικής κυριαρχίας, προτάσσοντας την ανατροπή του καπιταλισμού στο όνομα ηθικών αρχών και αξιών και εκπονώντας σχεδιάσματα της μελλοντικής κοινωνίας. Οι ιδρυτές του μαρξισμού ανέλυσαν τους νόμους κίνησης του κεφαλαίου και στη θέση των καθολικών αξιών και της ηθικής έβαλαν την πάλη των τάξεων. Διακήρυξαν (σύμφωνα και με το βιβλίο του Ένγκελς) την «εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη» εξ ου και ο όρος «επιστημονικός σοσιαλισμός».
Τι είδους επιστήμη όμως είναι ο επιστημονικός σοσιαλισμός; Οι φυσικές επιστήμες αποτυπώνουν, περιγράφουν την πραγματικότητα του αντικειμένου τους, επιδιώκουν την ανακάλυψη νομοτελειών και δεν εκφέρουν αξιολογικές κρίσεις και προτροπές αλλά μόνο πραγματολογικές προτάσεις. Είναι αδιανόητο ένας φυσικός να καταγγείλει το νόμο της βαρύτητας ή ένας χημικός να διαμαρτύρεται για το απαράδεκτα χαμηλό σημείο τήξης του μολύβδου.
Υπάρχουν όντως αποσπάσματα που φαίνεται να υποστηρίζουν μια, αυτού του είδους, επιστημονική θεώρηση του μαρξισμού. Ο Μαρξ θεωρεί πολύ πετυχημένη την έκθεση της κοσμοθεωρίας του από έναν καθηγητή που την παρουσιάζει ως εξής: «Ο Μαρξ εξετάζει την κίνηση της κοινωνίας σαν φυσικοιστορικό προτσές που το διέπουν νόμοι, που όχι μόνο είναι ανεξάρτητοι από τη θέληση, τη συνείδηση και τις επιδιώξεις του ανθρώπου, μα που, αντίθετα, οι ίδιοι καθορίζουν τη θέληση , τη συνείδηση και τις επιδιώξεις του… Αν το συνειδητό στοιχείο παίζει ένα τόσο δευτερεύοντα ρόλο στην ιστορία του πολιτισμού, είναι αυτονόητο ότι η κριτική που έχει για αντικείμενό της τον ίδιο τον πολιτισμό, μπορεί λιγότερο από καθετί άλλο να χει για βάση της κάποια μορφή ή κάποιο αποτέλεσμα της συνείδησης» (Κεφάλαιο, πρώτος τόμος, εκδ. ΣΕ, σελ 24).
Ωστόσο στις επιστήμες του ανθρώπου (οικονομία, κοινωνιολογία, φιλοσοφία, ανθρωπολογία, πολιτική θεωρία, ιστορία) τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Αν και επιδιώκουν να περιγράψουν την πραγματικότητα (κοινωνική κι όχι φυσική) αξιοποιώντας τα αντικειμενικά δεδομένα, ταυτόχρονα αξιολογούν πλευρές του αντικειμένου τους θετικά ή αρνητικά. Καταρχήν, ξεχωρίζουν από τα δεδομένα το σημαντικό από το ασήμαντο, έχοντας υποχρεωτικά μία προοπτική που κάτι βλέπει και κάτι άλλο το παραβλέπει. Συμπεριλαμβάνουν την ανθρώπινη βούληση και το κριτήριο της αλήθειας τίθεται συχνά, ανομολόγητα, κάτω από προϋποθέσεις. Ρητά ή υπόρρητα, δεν περιγράφουν μόνο τα πράγματα, αλλά προτείνουν και πώς πρέπει να είναι.