Ελάχιστες κυβερνήσεις στην ανθρώπινη ιστορία –με εξαίρεση ίσως το υπουργικό σχήμα που έστησε ο Χίτλερ μετά την εκλογική του νίκη το 1933– αποτελούνταν από τόσους τραπεζίτες και στρατηγούς όσους έχει μαζέψει ο Τραμπ.
του Άρη Χατζηστεφάνου
Οι διακοπές που απολαμβάναμε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου τελείωσαν» δήλωνε πριν από ένα χρόνο ο Αμερικανός υποστράτηγος Χέρμπερτ Ρέιμοντ ΜακΜάστερ, μιλώντας στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών — ένα από τα σημαντικότερα Think Tank των ΗΠΑ. Όταν λοιπόν ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε πριν από μερικές ημέρες ότι αυτό το σκυλί του πολέμου θα αναλάβει τη θέση του συμβούλου εθνικής ασφαλείας, η οποία είχε χηρεύσει μετά την απομάκρυνση του Μάικλ Φλιν, το φιλελεύθερο… βαθύ κράτος της Ουάσιγκτον αντέδρασε με χαρά και αγαλλίαση. Σύσσωμο το δημοκρατικό κόμμα και τα μέσα ενημέρωσης τα οποία ελέγχει χαιρέτισαν την απόφαση λες και είχε επιλεγεί για τη θέση κάποια ιστορική προσωπικότητα σαν τον Θουκυδίδη ή τον Καρλ φον Κλάουζεβιτς. «Εικονομάχος», «διανοούμενος», «φωτισμένος ηγέτης», «λαμπρός διανοητής και κάτοχος στρατηγικής σκέψης», ήταν μερικές μόνο από τις λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιήσαν για να τον περιγράψουν. Το μόνο, βέβαια, που πρέπει να συγκρατήσει κάποιος από την επιλογή του ΜακΜάστερ για να καταλάβει ποιες αλλαγές συντελούνται στην αμερικανική εξωτερική πολιτική είναι ότι ο νέος σύμβουλος εθνικής ασφαλείας έχει αφιερώσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του μελετώντας σε βάθος τις εξελίξεις στην Ουκρανία και χαράσσοντας σχέδια για μια μελλοντική σύγκρουση με τη Ρωσία.
Σαν «στοχαστής» βέβαια ο ΜακΜάστερ είχε γίνει γνωστός αρκετές δεκαετίες νωρίτερα όταν στα γραπτά του κατηγορούσε τον πρόεδρο Τζόνσον ότι ήταν πολύ μαλακός απέναντι στους Βιετκόνγκ, στον πόλεμο του Βιετνάμ και αντί να έστελνε άλλους 700.000 Αμερικανούς στρατιώτες να ξεθεμελιώσουν ολόκληρη τη χώρα αυτός έχανε τον καιρό του ασχολούμενος με τον «πόλεμο εναντίον της φτώχειας» στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
Υπηρετώντας στο Ιράκ ο ΜακΜάστερ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έναρξη του εμφυλίου μεταξύ σιιτών και σουνιτών, τον οποίο ο ίδιος υποδαύλισε με εντολές του τότε επικεφαλής των αμερικανικών στρατευμάτων, Ντέιβιντ Πετρέους.
Με την επιλογή του λοιπόν ο Τραμπ επιχειρεί ένα προσωρινό τουλάχιστον μορατόριουμ στην λυσσαλέα σύγκρουση με τμήματα των μυστικών υπηρεσιών και του Πενταγώνου που πίστευαν ότι η Ρωσία πρέπει να παραμείνει στο στόχαστρο της Ουάσιγκτον και να μην περάσει σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την Κίνα. Ουσιαστικά δηλαδή ο Τραμπ ηττήθηκε στον μοναδικό τομέα της εξωτερικής πολιτικής στον οποίο ήταν ελαφρώς πιο μετριοπαθής από τους προκατόχους του. Αντίστοιχα τα φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης, που τις τελευταίες εβδομάδες χτυπούν με θρήνο τα στήθια τους για την απώλεια των ατομικών (αλλά όχι και των συλλογικών) δικαιωμάτων στο εσωτερικό των ΗΠΑ, τώρα χειροκροτούν με μανία έναν υποστράτηγο που υπόσχεται να βυθίσει στο αίμα τεράστιες περιοχές του πλανήτη.
Τα γραφεία των Νιου Γιορκ Τάιμς και της CIA όμως δεν ήταν τα μοναδικά στα οποία στήθηκε ένα ξέφρενο πάρτι. Μια εβδομάδα πριν από την άφιξη του ΜακΜάστερ η Γουολ Στριτ χαιρέτισε με ένα ακόμη ρεκόρ στα ταμπλό της τον διορισμό, του Στίβεν Μνούχιν στη θέση του υπουργού Οικονομικών. Με πολυετή θητεία στα ανώτερα κλιμάκια της Γκόλντμαν Σακς αλλά και με την προσωπική του καριέρα ως κερδοσκόπος στην αγορά ακινήτως της Καλιφόρνιας, ο Μνούχιν πέταξε στο δρόμο χιλιάδες (και ίσως δεκάδες χιλιάδες) οικογένειες όταν ξέσπασε η κρίση του 2007-2008.
Ο Μνούχιν, ο οποίος να σημειωθεί δεν έχει την παραμικρή εμπειρία σε κυβερνητικές και διοικητικές θέσεις θα κληθεί πολύ σύντομα να λάβει αποφάσεις που θα κρίνουν το μέλλον της αμερικανικής αλλά και της παγκόσμιας οικονομίας. Στις 15 Μαρτίου πρέπει να αποφασίσει εάν θα αυξήσει το λεγόμενο ταβάνι του αμερικανικού χρέους προκειμένου οι ΗΠΑ να μπορούν να δανειστούν επιπλέον κεφάλαια ή θα προχωρήσει σε διακοπές πληρωμών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Ένα μήνα αργότερα θα πρέπει, σύμφωνα με τις προεκλογικές δεσμεύσεις του Τραμπ, να πείσει το Κογκρέσο ότι η Κίνα χειραγωγεί την ισοτιμία του νομίσματός της, γεγονός που ισοδυναμεί με την κήρυξη ολοκληρωτικού οικονομικού πολέμου με απρόβλεπτες συνέπειες για τη σταθερότητα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι διορίζοντας ένα ακόμη στέλεχος της Γκόλντμαν Σακς σε κυβερνητική θέση ο Τραμπ σκιαγραφεί το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που επιχειρεί να επιβάλλει στη χώρα ένα κυρίαρχο τμήμα της αμερικανικής αστικής τάξης. Οι πολυδιαφισμένες επενδύσεις στις αμερικανικές υποδομές και τον κατασκευαστικό τομέα θα λειτουργήσουν πρωτίστως ως ένα ακόμη πεδίο κερδοσκοπίας για τις μεγάλες αμερικανικές τράπεζες.
Έχοντας ικανοποιήσει τα αιτήματα του κατασκευαστικού τομέα, της πολεμικής βιομηχανίας και των τραπεζών ο Τραμπ πρέπει τώρα να βρεi και ένα mondus operandi με τις εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, οι οποίες φοβούνται ότι ο οικονομικός απομονωτισμός θα τους στερήσει την πρόσβαση σε φτηνό εργατικό δυναμικό αλλά και την άμεση πρόσβαση στις αγορές της Ασίας και της Ευρώπης. Στην πραγματικότητα βέβαια ο υποσχεθής απομονωτισμός έχει ήδη δώσει τη θέση του στην οικονομική επιθετικότητα καθώς ο Τραμπ επιχειρεί να πετύχει καλύτερους όρους για το αμερικανικό κεφάλαιο στο πλαίσιο της οικονομικής παγκοσμιοποίησης.
Καθώς κλείνουν και τυπικά οι νέες θέσεις στην κυβέρνηση Τραμπ οι ΗΠΑ περνούν ολοκληρωτικά στον έλεγχο στελεχών του Πενταγώνου αλλά και υπαλλήλων της Γκόλντμαν Σακς και άλλων κολοσσών του χρηματοπιστωτικού τομέα. Λίγες κυβερνήσεις στην ανθρώπινη ιστορία (με εξαίρεση ίσως το υπουργικό σχήμα που έστησε ο Χίτλερ μετά την εκλογική του νίκη το 1933) αποτελούνταν από τόσους τραπεζίτες και στρατηγούς, έτοιμους να συνεργαστούν για να υπηρετήσουν τα συμφέροντα της αστικής τάξης της χώρας τους χωρίς την παραμικρή παρέμβαση από το παραδοσιακό πολιτικό κατεστημένο.