του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Κάθε διαθέσιμη …«θέαση της πραγματικότητας», κοινώς επικοινωνιακό κόλπο, θα επιστρατεύσει η κυβέρνηση το επόμενο διάστημα προκειμένου να κατασκευάσει το περιτύλιγμα του νέου πακέτου αύξησης φόρων, περικοπών συντάξεων και περαιτέρω αποσάρθρωσης της εργατικής νομοθεσίας που είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο πως θα προκύψει από την διαπραγμάτευση. Το βασικό κυβέρνητικό «μότο» των τελευταίων ημερών είναι πώς «οτιδήποτε» κι αν προκύψει από την διαπραγμάτευση είναι «στο χέρι μας» να αλλάξει.
Σενάρια και παζάρια δίνουν και παίρνουν κι αυτό ήταν καταφανές από το κλίμα που επκρατούσε στους κυβερνητικούς κύκλους στην Αθήνα την Παρασκευή το βράδυ.
Αποκαρδιωτικό για την ελληνική πλευρά ήταν τελικά το αποτέλεσμα των επαφών Τσακαλώτου-Χουλιαράκη με τους εκπροσώπους της ΕΕ, της ΕΚΤ, του ESM παρουσία του προέδρου του EuroWorkingGroup. «Στην πρόταση δεν υπάρχει καμία από τις βασικές προϋποθέσεις στις οποίες έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση», σχολίαζαν κυβερνητικές πηγές.
Τα επικρατέστερα σενάρια – μετά την ανακοίνωση περί «κοινής στάσης-πρότασης» ευρωπαίων και ΔΝΤ απέναντι στην Ελλάδα– αφορούσαν τα …παιγνίδια με τον χρόνο. Το πότε δηλαδή θα τοποθετηθούν χρονικά τα έκτακτα μέτρα ύψους 3,6 δις σε σχέση με το 2018. Πόσα πριν και πόσα μετά. Αυτά τα χρήματα θα προέλθουν από τη μείωση του αφορολόγητου («διεύρυνση της φορολογικής βάσης» στην γλώσσα της διαπραγμάτευσης) και από τις ημι-αυτόματη ή αυτόματη νέα μείωση των συντάξεων (ανάλογα με την ρύθμιση που θα καταληχθεί για τον δημοσιονομικό κόφτη). Στο ίδιο παζάρι εκτός από οικονομικά μεγέθη και τα λεγόμενα «θεσμικά», με ιδιαίτερα προβεβλημένο το σενάριο της άμεσης αλλαγής του εργασιακού νόμου, με την πρόβλεψη όμως για τη θεσμοθέτηση συλλογικών διαπραγματεύσεων μετά το 2018 και γενικά προς το «απώτερο μέλλον», συναρτημένες μάλιστα από οικονομικούς δείκτες ανταγωνιστικότητας. Στο τραπέζι μπαίνει φυσικά και το ζήτημα της ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης όπως και το θέμα των μελλοντικών συζητήσεων για το δημόσιων χρέος, με όλους τους πιθανούς συνδυασμούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Αυγή στο πρωτοσέλιδο της το Σάββατο χαρακτηρίζει «αγκάθι» την επιμονή του ΔΝΤ στο θέμα της ελάφρυνσης του χρέους!
Στο μεταξύ ακόμη δεν έχει ξεκαθαριστεί το τι ακριβώς σημαίνει η φράση που συχνά ακούγεται από κυβερνητικά χείλη περί «προληπτικών μέτρων».
«Οι νόμοι μπορούν να αλλάζουν» ανάλογα με τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας επισήμαιναν κυβερνητικά στελέχη. Λογική που διαφάνηκε και στην σχετική δήλωση που έκανε ο Αλέξης Τσίπρας στην Βουλή στην συζήτηση επίκαιρης ερώτησης για την διαφθορά. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε «δεν είμαστε με την πλάτη στον τοίχο, αυτά που μας ζητούν είναι θέατρο του παραλόγου. Λόγω όσων εισπράττουμε, έχουμε τη δυνατότητα να μην πέφτουμε στις παγίδες που μας στήνουν. Θα βγάλουμε την χώρα από την κρίση, με την κοινωνία όρθια». Στο ίδιο πνεύμα και οι κυβερνητικές διαρροές προς το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, όπου αναφέρονταν πως η Ελλάδα έχει ως μεγάλο όπλο στη διαπραγμάτευση «τις θετικές επιδόσεις της οικονομίας το 2016 και τους πρώτους μήνες του 2017» ενώ έκαναν λόγο για την ανάγκη μιας «βιώσιμης κοινωνικά συμφωνίας». Επίσης κυβερνητικές πηγές ανέφεραν ότι είναι καλό δείγμα πως η διαπραγμάτευση γίνεται σε πολιτικό και όχι τεχνικό επίπεδο. Την ίδια ώρα όμως επισήμαιναν ότι πρόοδος θα σημειωθεί με «την επιστροφή των κλιμακίων στην Αθήνα».
Η 20η Φλεβάρη έχει πάψει να θεωρείται ρεαλιστική ημερομηνία για το κλείσιμο της αξιολόγησης καθώς ακόμα δεν έχει οριστεί ημερομηνία επιστροφής εκπροσώπων των «θεσμών» στην Αθήνα.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, της συμφωνίας θα επακολουθήσει ένα άκρως βιαστικό νομοθετικό τσουνάμι με πολυνομοσχέδιο και εφαρμοστικούς νόμους. Όλα αυτά μέσα στην γνωστή κινδυνολογική περιρέουσα ατμόσφαιρα. Με τους συνήθεις «οικονομικούς κύκλους» να μιλούν για υπεραποδόσεις ευρωπαϊκών και ελληνικών ομολόγων που προεξοφλούν δυσκολίες στην επίτευξη συμφωνίας. Νερό στο μύλο έριξαν και οι δηλώσεις του επιτροπου Πιέρ Μοσκοβισί στους Financial Times ο οποίος επισήμανε ότι «είμαστε σε μία διχάλα στον δρόμο: Μπορούμε επιλέξουμε να κτίσουμε στην πρόοδο που έχει γίνει ή να θέσουμε αυτή σε κίνδυνο».