ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
Η ταινία αυτή δεν επιβεβαιώνει απλώς τη μαστοριά του ιρανού σκηνοθέτη της, αλλά και τη δύναμη, τη διαχρονικότητα και την υπερτοπικότητα της αληθινής τέχνης.
Άθελά του, ο Ντόναλντ Τραμπ έγινε ο καλύτερος διαφημιστής του «Εμποράκου».
Αν ο Άρθουρ Μίλερ ζούσε και έβλεπε στο σινεμά τον «Εμποράκο» του πολυβραβευμένου Ασγκάρ Φαραντί, μάλλον θα χαιρόταν καθώς το αριστούργημά του, ο «Θάνατος του Εμποράκου», ακόμα και σήμερα είναι ζωντανό, μεταδίδει συγκίνηση και όχι μόνο στο καλλιεργημένο θεατρόφιλο κοινό της Νέας Υόρκης, όπως συνέβη στην πρώτη θριαμβευτική του παράσταση στο Μπροντγουέι το 1949, αλλά και στους εφήβους της σημερινής Τεχεράνης.
Οι δύο πρωταγωνιστές της ταινίας του ιρανού σκηνοθέτη είναι ένας φιλόλογος, καθηγητής σε λύκειο, και η γυναίκα του με επάγγελμα οικιακά. Και οι δύο τριάντα κάτι, χωρίς παιδιά, όμορφοι, ευαίσθητοι, καλλιεργημένοι, αγαπημένοι μεταξύ τους και βασικοί συντελεστές σε μια ερασιτεχνική παράσταση του «Θάνατου του Εμποράκου». (Προφανώς, οι ιρανοί καθηγητές αμείβονται καλύτερα από τους έλληνες συναδέλφούς τους, αφού φαίνεται ότι με ένα μισθό μπορεί κανείς όχι να ζει με πολυτέλεια αλλά με αξιοπρέπεια.) Μια ζωή δημιουργική, χωρίς ρωγμές, χωρίς τη δική μας γνώριμη αγωνία για το αύριο. Μόνο που οι πρώτες κιόλας σκηνές της ταινίας μάς προειδοποιούν ότι αυτό που φαίνεται σίγουρο και σταθερό μπορεί, από τη μια στιγμή στην άλλη, να γεμίσει ραγισματιές. Πώς το έλεγε ο Μαρξ το 1848, 100 χρόνια πριν την πρώτη παράσταση του «Εμποράκου» του Μίλερ; «Καθετί σταθερό εξαερώνεται, καθετί ιερό βεβηλώνεται και στο τέλος οι άνθρωποι αναγκάζονται να αντικρίζουν με νηφαλιότητα τις πραγματικές συνθήκες της ζωής».
Στην ταινία, οι πρωταγωνιστές ύστερα από ένα τυχαίο βίαιο γεγονός, μια τραυματική εμπειρία, αναγκάζονται να αντικρίσουν την πραγματικότητα, όχι όμως με ιδιαίτερη νηφαλιότητα. Αλλά με τη δίψα για εκδίκηση και για δικαίωση του ρόλου του αρσενικού-προστάτη ο ένας, με αποσιώπηση και με συμπόνια η γυναίκα-θύμα.
Όχι πως ο 44χρονος Φαραντί είναι μαρξιστής. Όμως είναι τεχνίτης. Το χτίσιμο της ταινίας μέχρι την κορύφωση είναι αριστοτεχνικό ενώ το συνταρακτικό τέλος δένει αρμονικά με την αρχή. Εξάλλου, ο ίδιος ο Άρθουρ Μίλερ, αναφερόμενος στα θεατρικά έργα, έλεγε ότι «το ίδιο το τέλος περικλείει την αξία της διαδρομής».
Η ταινία προσφέρει αφορμές για να σκεφτούμε πάνω στη σχέση του τοπικού, του εγχώριου με το διεθνές. Αποφεύγοντας τις γραφικότητες, ο Φαραντί πείθει ότι ο «Εμποράκος» του δεν θα μπορούσε να διαδραματίζεται σε άλλη χώρα εκτός από το Ιράν. Αν και ο σκηνοθέτης δεν καταφεύγει σε εύκολους κοινωνικοπολιτικούς υπαινιγμούς, η ταινία λέει πολλά για τη θέση της γυναίκας στην ιρανική κοινωνία, τη σημασία της ντροπής, την οικογένεια, τη δημόσια ταπείνωση, τη θυσία. Οι μαθητές του κεντρικού χαρακτήρα, η γενιά του YouTube και του κινητού τηλεφώνου, είναι αυτοί που θα παρακολουθήσουν καθηλωμένοι τον «Θάνατο του Εμποράκου», που θα βρουν τις δικές τους ερμηνείες.
Άθελά του, ο Ντόναλντ Τραμπ έγινε ο καλύτερος διαφημιστής του «Εμποράκου» που είναι υποψήφιος για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Ο Φαραντί δήλωσε ότι δεν θα πάει στην Αμερική για την τελετή απονομής, ακόμα και αν ο ίδιος εξαιρεθεί από την ισχύουσα «απαγόρευση εισόδου», ενώ δεκάδες ηθοποιοί και σκηνοθέτες διεθνούς βεληνεκούς (Τζούλι Κρίστι, Τέρι Γκίλιαμ, Γκλεν Γκλόουζ, Μάικ Λι, Ρίντλεϊ Σκοτ) ζητούν τη δημόσια προβολή της ταινίας του στις 26 Φεβρουαρίου, ημέρα απονομής των βραβείων, στην πλατεία Γκρόσβενορ του Λονδίνου, απέναντι από το κτίριο της αμερικανικής πρεσβείας.
Αξίζει να δει κανείς τον «Εμποράκο», που δεν επιβεβαιώνει απλώς το ταλέντο του σκηνοθέτη και των ηθοποιών του, αλλά και τη δύναμη, τη διαχρονικότητα και την υπερτοπικότητα της αληθινής τέχνης.