του Θανάση Σκαμνάκη
Στο προηγούμενο φύλλο δημοσιεύτηκε το άρθρο του Γ. Δελαστίκ με το οποίο ανήγγειλε την αποχώρησή του από τη διεύθυνση της εφημερίδας. Οπότε, όσοι ξεκινήσαμε αυτό το εγχείρημα, κυρίως όμως όσοι παραμένουμε στο ΠΡΙΝ επί 27 χρόνια τώρα, κάνουμε και το δικό μας απολογισμό. (Στο μεταξύ είναι πολλοί εκείνοι που δεν είναι πια. Είτε γιατί το επέλεξαν είτε γιατί έγινε κάποια άλλη, πιο οριστική, επιλογή).
Αλλά δεν είναι αυτή η ευκαιρία για τα δικά μας. Τώρα χρειάζεται να μιλήσουμε για τη σημασία της αποχώρησης, γεγονός δυσάρεστο όσο κι αν είναι αναμενόμενο!
Ο Γιώργος, από τις πρώτες ημέρες, όταν σχεδιάζαμε σ’ ένα διάρι της Νέας Φιλαδέλφειας που έβλεπε στον ακάλυπτο, το περιοδικό, μέχρι την προηγούμενη βδομάδα, ήταν η ταυτότητα του ΠΡΙΝ. Η πορεία αυτή ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και πλούσια. Έδωσε και πήρε. Ωστόσο, πρέπει να είναι κανείς επίμονος – και κυρίως πιστός στην όλη υπόθεση – για να μπορεί να αντιμετωπίσει αυτές τις πολλαπλές διακυμάνσεις τόσων χρόνων και, κυρίως, τη διολίσθηση, χρόνο με το χρόνο, από το αρχικό μεγάλο σχέδιο σε ένα μικρομεσαίο, και εν συνεχεία σε ένα μικρό, στα όρια, αλλά τόσο αναγκαίο για να κρατιέται ζωντανή η φλόγα!
Μόνο ένας άνθρωπος με ιδεολογικό βάθος, πολιτική σταθερότητα και προσωπική συγκρότηση και επιμονή θα μπορούσε να ανταπεξέλθει σε μια τέτοια κατάσταση, που συνοδεύεται συχνά από γκρίνιες, επιθέσεις, δυσπιστίες, εύκολους αφορισμούς (η εφημερίδα είναι ένας καθρέφτης που εικονίζει όλες τις αδυναμίες και γίνεται εύκολος στόχος από φίλους και αντίπαλους), να αντιμετωπίσει οικονομικές και άλλες προσωπικές δυσκολίες. Ενώ μπροστά του υπήρχαν πολλές σειρήνες που τον καλούσαν σε άλλες επιλογές. Δεν είναι πως δεν είχε τη δυνατότητα…
Καταλαβαίνει καθένας πως μια τέτοια πορεία δεν μπορεί να μην αφήνει σημάδια στους ανθρώπους που την ακολούθησαν. Φυσικά υπάρχει η συλλογικότητα, η αμοιβαία ευθύνη και υποστήριξη, αλλά πέραν του ότι και αυτή υφίσταται ρωγμές, είναι και το προσωπικό βάρος, η προσωπική αλλοίωση και φθορά, η προσωπική τριβή και ενίοτε συντριβή. Ποιος βγαίνει από αυτή την ομίχλη των χρόνων χωρίς να έχει υγρασία στα μαλλιά του και, κυρίως, κάποιες θαμπές αποχρώσεις στην καρδιά;
Αλλά παρ’ όλη την υγρασία, εκείνο που μένει σε όλους μας, απαίτηση και υποχρέωση και παρακαταθήκη, είναι, ως επίμονοι εραστές, να ευδοκιμήσουμε τον καιρό. Επιμένοντας στο συλλογικό μας όνειρο και, συνεχώς εξελισσόμενο, σχέδιο.