του Γιώργου Παυλόπουλου
Χαμηλώνει ο πήχης για το νέο γύρο συνομιλιών
Ελάχιστες είναι οι πιθανότητες να υπάρξει σημαντική εξέλιξη γύρω από το Κυπριακό την ερχόμενη εβδομάδα, η οποία σφραγίζεται από τις διαπραγματεύσεις της Γενεύης. Ήδη, άλλωστε, όλες οι πλευρές έχουν χαμηλώσει τον πήχη, ενώ ούτε ΗΠΑ και ΕΕ δείχνουν να «καίγονται» ιδιαιτέρως σε αυτή τη φάση. Αποκορύφωμα ήταν οι δηλώσεις του έλληνα υπουργού Εξωτερικών, ο οποίος προανήγγειλε ουσιαστικά παράταση, μέχρι το ερχόμενο καλοκαίρι στην καλύτερη περίπτωση. «Δεν υπάρχει περίπτωση να αποτύχει η διαπραγμάτευση. Αυτό που μπορεί να γίνει είναι να αναβληθεί ή να καθυστερήσει (…) Αποτυχία σημαίνει ότι μια διαπραγμάτευση σταματάει χωρίς αποτελέσματα», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Κοτζιάς, μετά τη συνάντησή του με τον ειδικό απεσταλμένο του ΟΗΕ.
Πρακτικά, λοιπόν, ο στόχος που τίθεται πλέον ενόψει Γενεύης είναι να μην εκδηλωθεί κάποια έντονη διαφωνία ή σύγκρουση, η οποία θα μπορούσε να τινάξει πρόωρα στον αέρα την όλη διαδικασία. Σημειώνεται ότι οι συνομιλίες προβλέπεται να ξεκινήσουν τη Δευτέρα, με τις επαφές σε διμερές επίπεδο ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Η κατάληξη, βάσει του αρχικού προγραμματισμού, είναι μια διεθνής διάσκεψη κορυφής που θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη, 12 Ιανουαρίου, στην οποία –θεωρητικά τουλάχιστον– θα έπρεπε να σφραγιστεί η όποια συμφωνία.
Ωστόσο, με βάση τα σημερινά δεδομένα και εάν δεν προκύψει κάποια μεγάλη ανατροπή τα επόμενα 24ωρα, τέτοιου είδους συμφωνία δεν πρόκειται να επιτευχθεί. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, επικρατεί σύγχυση σε όλα τα επίπεδα —από το ποιοι θα συμμετέχουν στη διεθνή διάσκεψη μέχρι το εάν και πότε θα πραγματοποιηθεί η πολυσυζητημένη συνάντηση Τσίπρα-Ερντογάν.
Η εικόνα αυτή δεν συνιστά, βεβαίως, έκπληξη. Κι αυτό συμβαίνει για πολλούς λόγους, που έχουν να κάνουν τόσο με την εσωτερική κατάσταση που επικρατεί στην Τουρκία και τις ραγδαίες εξελίξεις που σημειώνονται στην ευρύτερη περιοχή όσο και με την ασυμφωνία σε βασικά κεφάλαια του σχεδίου που συζητούν εδώ και καιρό Αναστασιάδης και Ακιντζί — το οποίο, επί της ουσίας, συνιστά ένα Σχέδιο Ανάν νούμερο δύο.
Όσον αφορά στο πρώτο, η Τουρκία βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Κούρδους και έχει εισβάλει σε δύο γειτονικές χώρες, τη Συρία και το Ιράκ, με την αστική της τάξη να ξεδιπλώνει το σύνολο των διεκδικήσεών της σε γεωπολιτικό επίπεδο. Ταυτόχρονα, οι αλλεπάλληλες τρομοκρατικές επιθέσεις στο εσωτερικό της χώρας, ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του περασμένου Ιουλίου, έχουν οδηγήσει κοινωνία και ελίτ σε κατάσταση σοκ που, για την ώρα, μεταφράζεται όχι μόνο σε φόβο αλλά και σε έκρηξη του εθνικισμού. Ο συνδυασμός δε αυτών των δύο παραγόντων έχει ως συνέπεια να είναι πρακτικά κλειστός ο δρόμος προς οποιασδήποτε μορφής συμβιβασμό σε όλα τα μέτωπα, του Κυπριακού συμπεριλαμβανομένου. Από την άλλη, η βάση πάνω στην οποία διεξάγεται η διαπραγμάτευση είναι βαθιά προβληματική — αν όχι απαράδεκτη. Ειδικά οι δύο από τις τρεις «εγγυήτριες δυνάμεις», Αθήνα και Άγκυρα, έχουν επιδοθεί σε ένα απροκάλυπτο παζάρι για τη μοιρασιά της Κύπρου, παίζοντας στα χαρτιά και πάνω στις πλάτες Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων εδάφη και ανθρώπινες ζωές, τους θώκους εξουσίας και το πλασάρισμα στους διάφορους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, όπως η ΕΕ. Ειδικά όσον αφορά στην ελληνική πλευρά, ενδεικτικό της υποκρισίας της είναι το γεγονός ότι ενώ παρουσιάζεται ως φιλειρηνική και προβάλει ως δήθεν «κόκκινη γραμμή» την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, δεν κάνει κουβέντα για τις βρετανικές βάσεις, που διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στους βομβαρδισμούς στις γειτονικές χώρες της Μέσης Ανατολής. Ούτε φυσικά για την ελληνοτουρκική συνύπαρξη και συνεργασία στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, αλλά και εναντίον των προσφύγων στο Αιγαίο.
Όσο για την ελληνοκυπριακή αστική τάξη, παραμένει διχασμένη ανάμεσα στις δύο γραμμές που κυριαρχούν εδώ και μισό και πλέον αιώνα: Από τη μία, της οικονομικής «κατάκτησης» του βόρειου τμήματος του νησιού, η οποία εκφράζεται πολιτικά από τον Αναστασιάδη (και εν μέρει από το ΑΚΕΛ), που επιδιώκουν να κλείσουν συμφωνία όπως-όπως, έχοντας επικεντρώσει την προσοχή τους στην επόμενη μέρα. Και από την άλλη, των «αλύτρωτων πατρίδων», η οποία υποστηρίζει –όσο κι αν αυτό δεν δηλώνεται επισήμως– ότι ολόκληρη η Κύπρος ήταν και παραμένει ελληνοχριστιανική και κάποια στιγμή θα έρθει η ώρα της ρεβάνς για την τουρκική εισβολή και κατοχή του 1974.
Απέναντι σε αυτές τις μεθοδεύσεις και αυταπάτες, οφείλουμε να είμαστε ξεκάθαροι. Το Κυπριακό μπορεί να βρει βιώσιμη λύση μόνο σε δύο περιπτώσεις: Είτε μέσα από το εφιαλτικό σενάριο ενός νέου ελληνοτουρκικού πολέμου όπου θα ξεκαθαρίσει το «ποιος-ποιον» είτε με την αποτίναξη όλων των ζυγών που κρατούν φυλακισμένους τους κατοίκους του νησιού — κυβερνήσεων, κατακτητών, ιερωμένων επιχειρηματιών, ιμπεριαλιστών.