Γιώργος Παυλόπουλος
«Οι Γερμανοί είναι οργισμένοι. Οι Κινέζοι είναι εντελώς έξω φρενών. Οι ηγέτες των χωρών του ΝΑΤΟ είναι νευρικοί, ενώ οι συνάδελφοί τους στην ΕΕ έχουν σημάνει συναγερμό». Έτσι ξεκινούσε η ανάλυση που δημοσιεύτηκε την περασμένη Τετάρτη στην εφημερίδα Νιου Γιορκ Τάιμς, αποτυπώνοντας το κλίμα που επικρατεί διεθνώς ενόψει της αλλαγής φρουράς στον Λευκό Οίκο. Ακόμη κι αν ο Τραμπ αναγκαστεί από το «βαθύ κράτος» να μην κάνει τελικώς όσα λέει – όπως συνέβη και με τον Ομπάμα – πολλά θα αλλάξουν. Προς ποια κατεύθυνση, όμως;
Δεν πίστευαν στα αυτιά τους την περασμένη Τρίτη όσοι βρέθηκαν στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός προκειμένου να παρακολουθήσουν την ομιλία του Σι Τζινπίνγκ, του πρώτου προέδρου της Κίνας ο οποίος έδωσε το παρών στο ετήσιο «γκαλά» του διεθνούς κεφαλαίου. Χαριτολογώντας, μάλιστα, ο απερχόμενος υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζον Κέρι, είπε ότι εάν κάποιος του είχε δώσει την απομαγνητοφώνηση της συγκεκριμένης ομιλίας χωρίς να γνωρίζει ποιος την εκφώνησε, θα απαντούσε: «Ήρθε ο Ομπάμα στο Νταβός χωρίς να το γνωρίζω;».
Πράγματι, τη στιγμή που ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, σαλπίζει τον παιάνα του «Πρώτα η Αμερική» και ετοιμάζεται να υψώσει τείχη για την προστασία της οικονομίας και της ολιγαρχίας της, ο Κινέζος ομολόγός του εμφανίστηκε ως ο πιο φανατικός υπέρμαχος της παγκοσμιοποίησης – ή, για να είμαστε «μαρξιστικώς ορθοί», της καπιταλιστικής διεθνοποίησης. «Η υιοθέτηση του προστατευτισμού είναι σαν κάποιος να αποφασίζει να κλειδωθεί σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Ο άνεμος και η βροχή μπορεί να μείνουν έξω από αυτό, το ίδιο όμως θα συμβεί και με το φως και το οξυγόνο», είπε ο Σι, προειδοποιώντας παράλληλα ότι «κανείς δεν θα βγει νικητής από έναν εμπορικό πόλεμο».
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δηλώσεις αυτές έγιναν στον απόηχο της οξύτατης επίθεσης την οποία εξαπέλυσε ο Τραμπ κατά της Ευρώπης και ειδικά του Βερολίνου, κινούμενος σε εκ διαμέτρου αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που είχε χαράξει ο Ομπάμα, στην τελευταία του περιοδεία. Μιλώντας στη βρετανική εφημερίδα Τάιμς και τη γερμανική Μπιλντ, παρουσίασε την ΕΕ ως «ένα όχημα της Γερμανίας», ενώ υποστήριξε ενθουσιωδώς την απόφαση των Βρετανών να αποχωρήσουν, προβλέποντας ότι σύντομα θα τους ακολουθήσουν και άλλες χώρες. Αναφερόμενος δε προσωπικά στη Μέρκελ, διεμήνυσε ότι αν και ξεκινά τη θητεία του δείχνοντάς της εμπιστοσύνη (όπως και στον Πούτιν), ουδόλως είναι βέβαιος εάν και πόσο αυτή θα διαρκέσει…
Στην ίδια συνέντευξη, ο Τραμπ απείλησε ευθέως τις μεγάλες γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες, ξεκαθαρίζοντάς τους ότι θα αλλάξουν οι όροι που της επιτρέπουν να είναι παρούσα στην αμερικανική αγορά. «Εάν η Φολκσβάγκεν νομίζει ότι μπορεί να κατασκευάζει οχήματα στο Μεξικό και να τα πουλά στις ΗΠΑ, χωρίς να πληρώνει δασμούς 35%, καλύτερα να το ξεχάσει», είπε χαρακτηριστικά, κλιμακώνοντας την επίθεση που έχει ξεκινήσει με τις αποκαλύψεις για την απάτη του γερμανικού ομίλου όσον αφορά τις εκπομπές ρύπων. Προφανώς δε, η απειλή Τραμπ δεν αφορά μόνο τον συγκεκριμένο κλάδο, αλλά το σύνολο των γερμανικών επιχειρηματικών ομίλων που κάνουν μπίζνες στην Αμερική – συμπεριλαμβανομένης της Ντόιτσε Μπανκ, η οποία έσπευσε να συμβιβαστεί με την Ουάσινγκτον προτού ορκιστεί ο νέος πρόεδρος, συμφωνώντας σε πρόστιμο 7,2 δις δολαρίων.
Όπως είναι γνωστό, ανάλογες απειλές έχει εκτοξεύσει ο Τραμπ και απέναντι σε άλλες χώρες. Για παράδειγμα, έχει δεσμευτεί να επαναδιαπραγματευτεί τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με τον Καναδά και το Μεξικό. Όσο για την Κίνα, έχει κάνει λόγο για επιβολή δασμών που μπορεί να φτάνουν ακόμη και το 45%, έτσι ώστε να περιοριστεί το τεράστιο και διαρκώς διογκούμενο διμερές εμπορικό έλλειμμα, το οποίο το 2015 έφτασε στα 367 δις δολάρια. Αυτή, εξάλλου, ήταν μία από τις προεκλογικές του δεσμεύσεις που έπιασαν τόπο στην παραδοσιακή εργατική τάξη, δίνοντάς του τη νίκη στις πολιτείες που είναι η «βάση» της και βρίσκονται αντιμέτωπες με το φάσμα της οικονομικής κατάρρευσης.
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Σι αντέδρασε. Βρήκε την ευκαιρία να περάσει στην αντεπίθεση, σηκώνοντας το λάβαρο της παγκοσμιοποίησης από εκεί όπου μοιάζει να το αφήνει ο Τραμπ. Έστω κι αν είναι μάλλον ο τελευταίος που δικαιούται διά να ομιλεί περί προστατευτισμού, όπως υπενθύμισε ο νέος υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ, ο δισεκατομμυριούχος Γουίλμπουρ Ρος, ο οποίος χαρακτήρισε την Κίνα ως «την πιο προστατευτική ανάμεσα στις μεγάλες οικονομίες». Προφανώς δε έχει δίκιο, μιας και οι κινεζικές επιχειρήσεις και τα προϊόντα τους δεν θα μπορούσαν ποτέ να κατακτήσουν τον κόσμο τις προηγούμενες δεκαετίες ούτε να πετύχουν τα τεράστια τεχνολογικά άλματα στην παραγωγική διαδικασία χωρίς την αμέριστη στήριξη του κράτους, στο πλαίσιο του ιδιότυπου κρατικού καπιταλισμού που έχει επιβληθεί στη χώρα του Μάο και της Πολιτιστικής Επανάστασης, με ολοένα αυξανόμενες δόσεις ιδιωτικής «πρωτοβουλίας».
Το ζήτημα, ωστόσο, δεν βρίσκεται στο ποιος είναι περισσότερο και ποιος λιγότερο «προστατευτικός» σήμερα. Το πραγματικό ερώτημα αφορά τις σκοπιμότητες που εξυπηρετεί η στάση αυτή. Αφού, λοιπόν, ξεκαθαρίσουμε ότι οι θεωρίες περί του τέλους της παγκοσμιοποίησης είναι εξίσου αβάσιμες και αντιεπιστημονικές με εκείνες που προέβλεπαν το τέλος της ιστορίας, πρέπει να πούμε ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Οι μεγάλοι παίκτες στην παγκόσμια σκακιέρα, τα παραδοσιακά αλλά και τα όψιμα κέντρα του καπιταλισμού, δεν αμφισβητούν τη διαδικασία της διεθνοποίησης του κεφαλαίου ούτε, πολύ περισσότερο, προσπαθούν να αντιστρέψουν. Αν καταφεύγουν σε μέτρα «εθνικού προστατευτισμού», το κάνουν με μοναδικό σκοπό να αντέξουν απέναντι στον αδυσώπητο ανταγωνισμό και τις βίαιες ανακατατάξεις που έχει πυροδοτήσει η κρίση. Και με τον τρόπο αυτό, επιδιώκουν να αναδιοργανωθούν και να διεκδικήσουν μια θέση στο πρώτο βαγόνι της παγκοσμιοποίησης, μόλις ολοκληρωθεί η μοιρασιά και φτάσει η ώρα να ξαναγκρεμιστούν τα σύνορα.
Οι Κινέζοι, για παράδειγμα, αφού επί δεκαετίες συσσώρευσαν τεράστια ποσά κεφαλαίου και αποθέματα ισχύος, αισθάνονται τώρα ότι πατούν πιο γερά στα πόδια τους ώστε να κάνουν το επόμενο βήμα. Εκμεταλλευόμενη τις… αρρυθμίες που εμφανίζουν ΗΠΑ, ΕΕ και Ιαπωνία, η ηγεσία του Πεκίνου θα επιδιώξει πλέον να μετατρέψει τη χώρα σε μια πραγματικά παγκόσμια υπερδύναμη, τόσο σε οικονομικό όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο, αμφισβητώντας ευθέως την κυριαρχία των Αμερικανών. «Σε ένα κόσμο που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αβεβαιότητα και ρευστότητα, όλοι κοιτούν προς την πλευρά της Κίνας», παραδέχθηκε ο οικοδοσπότης του Νταβός, Κλάους Σβαμπ, ενώ ο πρώην πρωθυπουργός της Σουηδίας, Καρλ Μπιλντ, σημείωσε: «Υπάρχει ένα κενό σε επίπεδο παγκόσμιας οικονομικής ηγεσίας και η Κίνα έρχεται με σαφή στόχο να το καλύψει».
Κατ’ αναλογία, οι εξελίξεις παραπέμπουν στα όσα συνέβησαν κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, όταν η τότε υπερδύναμη, η Μεγάλη Βρετανία, παρέδιδε τη σκυτάλη στις Ηνωμένες Πολιτείες – μια διαδικασία η οποία ουσιαστικά επιταχύνθηκε από το Κραχ του ’29 και τη Μεγάλη Ύφεση και ολοκληρώθηκε με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Αμερικανοί, λοιπόν, αντιλαμβανόμενοι ότι πιθανότατα έχουν δίκιο όσοι εδώ και καιρό επιμένουν πως ο 21ος αιώνας θα ανήκει στην Κίνα, επιλέγουν τη συντεταγμένη υποχώρηση από μια μάχη την οποία εάν έδιναν, θα ήταν καταδικασμένοι να χάσουν.
Ο Τραμπ έρχεται να εκφράσει πολιτικά αυτή ακριβώς την κίνηση, οξύνοντας αντιθέσεις που έχουν δημιουργηθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια και επιταχύνοντας αλλαγές που έχουν ήδη ωριμάσει, με αποτέλεσμα να προκαλούνται έντονες αναταράξεις. Έτσι, στο εσωτερικό, όπου η τάση αυτή δεν έχει ακόμη κυριαρχήσει, η χώρα διχάζεται σε πρωτόγνωρο (και επικίνδυνο για τη σταθερότητα του συστήματος) βαθμό – σε επίπεδο κοινωνίας, κεφαλαίου, αλλά και κρατικού μηχανισμού.
Εκτός συνόρων, από την άλλη, ο Τραμπ δεν διστάζει να αμφισβητεί ευθέως τους ακρογωνιαίους λίθους στους οποίους στηρίχθηκε η μεταπολεμική και μετα-ψυχροπολεμική τάξη πραγμάτων, στην οποία οι ΗΠΑ είχαν τον ρόλο της αδιαμφισβήτητης υπερδύναμης. Το ΝΑΤΟ και η ΕΕ, ο ΟΗΕ και ο ΠΟΕ, όπως και η εμμονή στη γραμμή σύγκρουσης με τη «ρωσική αρκούδα» δεν αποτελούν πλέον ταμπού για τον… καουμπόη Τραμπ – προκαλώντας ανασφάλεια ή και τρόμο στους παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ και αφήνοντας χώρο στους ανταγωνιστές τους να ξεδιπλώσουν τις δικές τους φιλοδοξίες.
Όπως εύστοχα δήλωσε ο γνωστός μας Νίκολας Μπερνς, πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα και το ΝΑΤΟ, η στάση του Τραμπ «συνιστά μια ευθεία επίθεση κατά της φιλελεύθερης τάξης την οποία έχουμε οικοδομήσει μετά το 1945 και απάρνηση της ιδέας ότι οι ΗΠΑ οφείλουν να ηγούνται της Δύσης». Κάτι ανάλογο έγραψε ο εκ των εκδοτών της συντηρητικής γερμανικής εφημερίδας Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε, Μπέρτολντ Κόλερ: «Ο Τραμπ διαμηνύει προς τον υπόλοιπο κόσμο ότι αμφισβητεί όλα εκείνα με τα οποία η Αμερική αισθανόταν μέχρι σήμερα δεσμευμένη, υπό την ηγεσία όλων των προέδρων της – από τα πολιτικά πρότυπα, μέχρι τις συμφωνίες, αλλά και ολόκληρες συμμαχίες».
Η τράπουλα ξαναμοιράζεται, έστω κι αν το «βαθύ κράτος» της Αμερικής υπονομεύει ευθέως και προκαταβολικά τον Τραμπ. Όποιος νομίζει ότι αυτό θα γίνει γύρω από τραπέζια, ειρηνικά, πλανάται πλάνην οικτράν. Οι Ρώσοι κρατούν μικρό καλάθι απέναντι στα ανοίγματα του νέου προέδρου. Οι Κινέζοι ήδη τον απείλησαν ότι εάν επιμείνει να αμφισβητεί την κυριαρχία τους στην Ταϊβάν, θα αναγκαστούν «να βγάλουν τα γάντια». Ο Σόιμπλε ετοιμάζει την ΕΕ για «πόλεμο». Η Αριστερά;
O αμερικανικός καπιταλισμός στα χαρακώματα
Παρά το προκλητικό ταμπεραμέντο του, παρά τον εγγενή ρατσισμό του, παρά το ότι αποτελεί σάρκα από τη σάρκα του ανθρωποφάγου κεφαλαίου, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι ο βασικός υπεύθυνος για τα μεγάλα προβλήματα της Αμερικής. Ούτε για τον βαθύ διχασμό της, ο οποίος αποτυπώνεται τόσο στην άνευ προηγουμένου σύγκρουση του νέου προέδρου με την CIA και τις άλλες μυστικές υπηρεσίες που θυμίζουν εποχές μακαρθισμού όσο και στις μαζικές και βίαιες διαδηλώσεις που συγκλονίζουν τη χώρα, παραπέμποντας στην περίοδο του Βιετνάμ, αλλά και του Λος Άντζελες του 1992. Δεν είναι υπεύθυνος, επίσης, ούτε για την πολύπλευρη κρίση που συγκλονίζει τον πλανήτη, προκαλώντας πολέμους, αλλαγές συνόρων, χρεοκοπίες, φτώχεια και αμέτρητο ανθρώπινο πόνο.
Το ερώτημα που τίθεται, λοιπόν, είναι τι θα κάνει από το τιμόνι της υπερδύναμης την επόμενη τετραετία. Στην παρθενική του ομιλία ως πρόεδρος, έδωσε κάποιες πρώτες απαντήσεις. «Αγοράζουμε αμερικανικά, προσλαμβάνουμε Αμερικανούς», είπε ορίζοντας τους δύο βασικούς κανόνες στην οικονομία. Για να προσθέσει ότι δεν μπορεί να πλουτίζουν κάποιοι άλλοι στις πλάτες των Αμερικανών, δίνοντας συνέχεια στις εμπρηστικές δηλώσεις των τελευταίων ημερών.
Σημαίνει αυτό, άραγε, ότι είναι έτοιμος να ξεκινήσει «πόλεμο» κατά της Γερμανίας, της Κίνας, του Μεξικό και άλλων χωρών που θα του μπουν εμπόδιο; Όχι αναγκαστικά – αλλά δεν αποκλείεται κιόλας. Το σίγουρο είναι ότι θα επιχειρήσει να εκβιάσει τους ανταγωνιστές προκειμένου να πετύχει τους στόχους του. Δεν θέλει να εξορίσει τις γερμανικές επιχειρήσεις, ούτε τα κινεζικά ή μεξικανικά προϊόντα από την αμερικανική αγορά – θέλει απλώς η παραγωγή να γίνεται με εργάτες Αμερικανούς.
Για να το πετύχει δε, έχει ήδη επεξεργαστεί ένα σχέδιο ώστε να δημιουργήσει συνθήκες… Κίνας και Μεξικού μέσα στις ΗΠΑ: Λιγότερα δικαιώματα, χαμηλότεροι μισθοί, ασφάλιση μόνο για όσους έχουν να πληρώσουν. Με άλλα λόγια, μεγάλη ένταση στην απόσπαση υπεραξίας εντός συνόρων, μιας και ο διεθνής ανταγωνισμός γίνεται τόσο σκληρός που τα περιθώρια στενεύουν διαρκώς για το αμερικανικό κεφάλαιο, το οποίο αντικειμενικά είναι αναγκασμένο να επαναπροσδιορίσει τον διεθνή ρόλο του. Κάτι που σημαίνει ότι ίσως συμμαχήσει, έστω και προσωρινά, με τους Ρώσους και τους Βρετανούς, κατά των Γερμανών και των Κινέζων.
Όλα αυτά, μάλιστα, πλαισιώθηκαν από τον Τραμπ με ένα… ναρκωτικό προς μαζική χρήση. Από σήμερα, η εξουσία επιστρέφει από το κατεστημένο της Ουάσινγκτον στους πολίτες, διακήρυξε. Προσπαθώντας, προφανώς, να μας πείσει ότι τα αφεντικά της Γουόλ Στριτ, των πετρελαϊκών εταιριών και του Πενταγώνου, που έχουν καταλάβει τις πιο καίριες θέσεις στην κυβέρνησή του, είναι άνθρωποι του λαού και όχι του κατεστημένου…
Σε κάθε περίπτωση, όπως κατέληξε, όλα είναι θέλημα Θεού. Ο οποίος, μαζί με τους «ηρωικούς» στρατιώτες και αστυνομικούς, θα προστατεύσει την Αμερική και τους Αμερικανούς από τους δαίμονες, τους εχθρούς, τους τζιχαντιστές, αλλά και όσους δεν συμφωνούν με το όραμά του και διαδηλώνουν.