Δημήτρης Αλεξίου
Οι νέες μηχανές θα λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό αυτόνομα
Μέσα σε αυτές τις αντιφάσεις μαζί με τις τερατώδεις συνέπειες και την καταβαράθρωση των κοινωνικών δυνάμεων της εργασίας, γεννιούνται αντικειμενικά και απελευθερωτικές δυνατότητες για την ανθρωπότητα.
Οι επιστήμες των ρομπότ και των υπολογιστών αποκτούν τεράστια σημασία στο σύγχρονο καπιταλισμό. Εξυπηρετώντας την ανάγκη για αύξηση των κερδών τους και εύρεση νέων πεδίων κερδοφορίας, οι δυνάμεις του κεφαλαίου υπό την ηγεμονία του αιώνιου νόμου του καπιταλισμού, του ανταγωνισμού, ακολουθούν μια διαδικασία ιδιοποίησης και διαστροφής όλων αυτών των νέων μηχανών και τεχνολογιών. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία εξελίσσεται αντιφατικά.
Αν διαβάσει κανείς τα στοιχεία της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ρομποτικής, θα συμπεράνει ότι η εφαρμογή και η εγκατάσταση των ρομπότ γενικεύεται και εξαπλώνεται όλο και περισσότερο. Ο συνολικός αριθμός των χρησιμοποιούμενων βιομηχανικών ρομπότ ανήλθε σε 1,6 εκατομμύρια ρομπότ (+11%) το 2015 σε σχέση με το 2014.
Στη Βόρεια Αμερική, ο αριθμός των χρησιμοποιούμενων βιομηχανικών ρομπότ ανέρχεται ήδη σε 300.000. Επίσης, στις πέντε μεγαλύτερες οικονομίες της μέχρι σήμερα ΕΕ (Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο) ο αριθμός τους ανέρχεται σε 340.000. Στη Κίνα, μια χώρα που αποτελεί ήδη τον μεγαλύτερο αγοραστή ρομπότ παγκοσμίως καλύπτοντας το 27% της συνολικής ζήτησης, προβλέπεται (και σχεδιάζεται) πως μέχρι το 2017 τα ρομπότ στα εργοστάσια θα φθάσουν στις 420.000, ξεπερνώντας αυτά στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις ΗΠΑ.
Ειδικότερα στην αυτοκινητοβιομηχανία, η Ιαπωνία προπορεύεται της τεχνολογικής κούρσας (αντιστοιχούν 1.276 ρομπότ σε 10.000 εργαζόμενους). Ακολουθούν η Νότια Κορέα, η Αμερική (αντίστοιχα 1.218 και οι δυο) καθώς και Γερμανία (1.147 ρομπότ ανά 10.000 εργαζόμενους). Η χώρα που κατέχει την πρωτιά για τη «γενική βιομηχανία» (όλες οι βιομηχανίες εξαιρούμενης της αυτοκινητοβιομηχανίας) είναι η Νότια Κορέα. Στα εργοστάσια των παραπάνω χωρών αντιστοιχούν 411 χρησιμοποιούμενα βιομηχανικά ρομπότ ανά 10.000 εργαζόμενους. Ακολουθούν η Ιαπωνία (213), η Γερμανία(170) και η Ταϊβάν (159). Τα περισσότερα από τα παραπάνω εργοστάσια ανήκουν στην βιομηχανία των ηλεκτρονικών.
Τα μεγέθη των παραπάνω χωρών υπερέχουν πολύ από τον παγκόσμιο μέσο όρο, ο οποίος διαμορφώνεται στα 69 ρομπότ ανά 10.000 εργαζόμενους. Συνολικά και συνεκτιμώντας το ρυθμό αύξησης των χρησιμοποιούμενων βιομηχανικών ρομπότ, φαίνεται πως ο ρυθμός αυτός θα οδηγήσει στο να υπάρχουν 2.589.000 εγκαταστημένα βιομηχανικά ρομπότ μέχρι και το τέλος του 2019.
Οι πωλήσεις σε ρομπότ που παρέχουν επαγγελματικές υπηρεσίες αυξήθηκαν και αυτές σε 41.060 (+25% σε σχέση με το 2014). Μόνο στις μεταφορές χρησιμοποιούνται 19.000 ρομπότ καθώς πλέον οχήματα χωρίς οδηγούς μεταφέρουν φορτία. Στην ιατρική η χρήση των ρομπότ δημιουργεί μια νέα εποχή, ειδικά σε χειρουργικές επεμβάσεις. Οι πωλήσεις αυτών έφθασαν στα 1.324 (+9%) το 2015. Στη γεωργία επίσης εισάγονται νέες ρομποτικές μηχανές και τεχνολογίες.
Συνολικά, το 2015 πωλήθηκαν 5.665 (+9% από το 2014) ρομποτικά μηχανήματα αρμέγματος. Τρακτέρ αυτόνομα μπορούν να θερίσουν, να σπείρουν και να οργώσουν. Την ίδια στιγμή ρομπότ χτίζουν, κατεδαφίζουν και καθαρίζουν δημόσιους χώρους. Ως ξεχωριστή κατηγορία θεωρούνται τα ρομπότ που είναι για προσωπική και οικιακή χρήση, τα οποία αυξάνονται εκρηκτικά. 5,4 εκατομμύρια τέτοια ρομπότ πωλήθηκαν το 2015, συνολικής αξίας πώλησης γύρω στα 2.2 δισεκατομμύρια δολάρια.
Στα χρόνια 2016-2019 εκτιμάται ότι η εγκατάσταση ρομπότ επαγγελματικής χρήσης θα φθάσει στα 333.200 συνολικής αξίας 23.1 δισεκατομμύρια δολάρια. Στα ρομπότ προσωπικής χρήσης, ο αντίστοιχος αριθμός θα φθάσει στα 42 εκατομμύρια ρομπότ.
Ειδικά, στους στρατηγικούς, για την αστική πολιτική, τομείς άμυνας και ασφάλειας εισάγονται με σταθερούς ρυθμούς ρομποτικά οπλικά συστήματα και μη επανδρωμένα οχήματα (κυρίως ιπτάμενα), αυτόνομα και μη. Οι πωλήσεις τέτοιων ρομπότ ανήλθαν το 2015 στις 11.207 (+27%).
Από τα πρώτα μηχανικά αυτόματα μέχρι και τις σημερινές ρομποτικές μηχανές, ένας τεράστιος αριθμός διαφορετικών επιστημόνων, μηχανικών και καλλιτεχνών έχει εργαστεί και έχει συνεργήσει στην ιδέα της αυτοματοποίησης. Σήμερα η έρευνα και η ανάπτυξη αυτών των επιστημών κοινωνικοποιούνται όλο και περισσότερο. Ωστόσο, όλη αυτή τη γνώση, όλες αυτές τις μηχανές και τεχνολογίες, έρχονται να τις ιδιοποιηθούν λίγες εταιρίες – κολοσσοί οι οποίες κατοχυρώνουν το μέγιστο ποσό πατεντών, παράγουν και αξιοποιούν το μεγαλύτερο μέρος τον εγκατεστημένων ρομπότ.
Αυτή η πραγματικότητα επιδρά καθοριστικά και στην σχέση ρομποτικής και εργασίας. Σε μια σειρά ανεπτυγμένες κυρίως χώρες (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Κίνα, Δυτ. Ευρώπη κ.λπ) έχει ανοίξει μεταξύ μηχανικών και άλλων επιστημόνων η συζήτηση για τις επιπτώσεις των νέων μηχανών και τεχνολογιών στην εργασία. Θεωρούν ότι με τους ρυθμούς ανάπτυξης της τεχνολογίας των υπολογιστών και της ρομποτικής αλλά και άλλων επιστημονικών επιτευγμάτων, που ενσωματώνονται στην πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή και τις υπηρεσίες, σε μερικές δεκάδες χρόνια οι μηχανές γενικά θα αποκτήσουν τέτοια ευφυΐα και επιδεξιότητα που μπορεί να ξεπεράσει – ισχυρίζονται – τη μέση ανθρώπινη.
Ανεξάρτητα αν αυτό συμβεί ή όχι, οι νέες μηχανές θα λειτουργούν αυτόνομα, χωρίς πολλές φορές επιτήρηση, με ελάχιστη ανθρώπινη παρέμβαση για συντήρηση καθώς πολλές από αυτές θα μπορούν να αυτό-επισκευαστούν. Πιθανά θα απαιτηθούν ερευνητές, που θα αναλαμβάνουν την αναβάθμιση της ικανότητας των μηχανών ώστε να βελτιώνουν μόνες τους το επίπεδο μηχανικής ευφυΐας, στο βαθμό που δεν θα αυτο-εκπαιδεύονται…
Προσθετικά σε όλα τα παραπάνω, έρχεται η αναφορά της έκθεση του Νταβός τον Γενάρη του 2016. Όπως αναφέρεται στην έκθεση, «η σε εξέλιξη επανάσταση επιδρά καθοριστικά στην παγκόσμια οικονομία, αυξάνει ραγδαία την οικονομική ανισότητα, θέσεις εργασίας χάνονται ή κινδυνεύουν άμεσα με εξαφάνιση, εργαζόμενοι με πολλές γνώσεις και «πλούσιο» βιογραφικό ενδέχεται να χρειαστεί να καλύψουν θέσεις εργασίας με σχετικά απλοϊκό αντικείμενο, το οποίο δεν μπορούν να εκτελέσουν μηχανές».
Η μαρξιστική ερμηνεία των συντελούμενων αλλαγών
Ποιοτική ενίσχυση του νόμου της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους
Οι επενδύσεις, που βασίζονται στις νέες γνώσεις στα πεδία της ρομποτικής και των υπολογιστών, μεγεθύνουν την αυτοματοποίηση και αυξάνουν την παραγωγικότητα αλλά απαιτούν μεγάλες επενδύσεις κεφαλαίου. Όπως παρατήρησε ο Μαρξ, η εργασία που ξοδεύεται για την κατασκευή ενός παραγωγικού μέσου πρέπει να είναι λιγότερη από την εργασία που αντικαθιστά η χρησιμοποίηση της. Αυξάνοντας δυναμικά λοιπόν την παραγωγικότητα, η ίδια ποσότητα προϊόντων παράγεται με λιγότερη εργατική δύναμη, άρα και λιγότερους εργάτες.
Επειδή όμως υπεραξία παράγεται μόνο απ’ την εργατική δύναμη και όχι απ’ τη μηχανή, γι’ αυτό ενισχύεται ποιοτικά η δράση του νόμου της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους. Για την αντιρρόπηση του το κεφάλαιο, αναζητά φτηνές πρώτες ύλες, επιβάλλει φτηνά μεροκάματα, γενικεύει την ελαστική εργασία.
Επιπλέον η ολοένα και μεγαλύτερη βελτίωση στην αυτονόμηση, διασύνδεση, επικοινωνία υπολογιστική ισχύ και τεχνητή νοημοσύνη των νέων μηχανών και συσκευών στα πλαίσια των καπιταλιστικών νόμων ανάπτυξης (κερδοφορίας, ανταγωνισμού), της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και σε συνδυασμό με την ολοένα και περισσότερη εντατικοποίηση και ελαστικοποίηση της εργασίας προσφέρουν ακόμη μεγαλύτερη δυνατότητα για εμπορευματοποίηση όλων των πτυχών της ζωής του ανθρώπου. Η δε ιδιοποίηση τους από τις δυνάμεις της αγοράς ενισχύει τελικά την αποξένωση και την αλλοτρίωση της εργασίας του ανθρώπου.
Σήμερα, όσο περισσότερο αυτοματοποιείται η παραγωγή τόσο μεγαλώνει η εκμετάλλευση και η ανέχεια της κοινωνικής πλειοψηφίας. Ωστόσο, ο ίδιος ο καπιταλισμός μέσα στις αντιφάσεις του οδηγείται σε μια πρωτόγνωρη κλιμάκωση της ανταγωνιστικής αντίθεσης ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων και των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής. Μόνο αν αυτές οι παραγωγικές δυνάμεις γίνουν κοινωνική ιδιοκτησία, ανακτούν τον πραγματικό τους απελευθερωτικό ρόλο για την εργασία. Στον καπιταλισμό οι παραγωγικές δυνάμεις και οι σχέσεις παραγωγής συγκροτούν μια διαλεκτική ενότητα η οποία προσδιορίζει με τη σειρά της το περιεχόμενο και τον τρόπο ανάπτυξής τους.
Η αντίθεση αυτή δημιουργεί νέους όρους εργατικής αμφισβήτησης και παρέμβασης. Με την καθοριστική παρέμβαση της ταξικής πάλης μπορεί επομένως να δημιουργούνται οι όροι για μια κοινωνία στην οποία ο καθένας θα δουλεύει ανάλογα με τις δυνατότητές του και θα αμείβεται ανάλογα με τις ανάγκες του.