του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Νέες περικοπές στις συντάξεις και στο αφορολόγητο των μισθωτών ζητά το ΔΝΤ. Η ανακοίνωση της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για την υπόθεση των ομαδικών απολύσεων στην ΑΓΕΤ-ΗΡΑΚΛΗΣ δίνει ξεκάθαρη κατεύθυνση για ένα νέο εργασιακό μεσαίωνα. Όλες οι συνιστώσες των δανειστών συναινούν στην ανάγκη της μεγαλύτερης προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας στους ευρωπαϊκούς κανόνες λιτότητας. Κι όμως, η κυβέρνηση επιμένει ότι η διέξοδος για τους εργαζόμενους είναι τα «βραχυπρόθεσμα μέτρα» για το χρέος και η «ποσοτική χαλάρωση» της ΕΚΤ.
Αυτή είναι πάνω-κάτω η εικόνα που παρουσιάζει η διαπραγμάτευση μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών. Εικόνα που δεν έχει καμία σχέση με το κυβερνητικό αφήγημα περί υπονόμευσής των επαφών, είτε από τον «κακό Σόιμπλε» είτε από τις «εμμονές του ΔΝΤ».
Οι περίφημες επιστολές που ζητούνται εκατέρωθεν, είτε πρόκειται για το αίτημα των δανειστών ώστε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος να διαβεβαιώνει με επιστολή ότι το εφάπαξ βοήθημα προς τους συνταξιούχους είναι προσωρινό, είτε για το αίτημα του αναπληρωτή υπουργού Γιώργου Χουλιαράκη να καταθέσουν εγγράφως οι δανειστές τους προβληματισμούς τους, είναι το …επικοινωνιακό κερασάκι στην τούρτα. Φυσικά, ο συμβολισμός έχει τη σημασία του αφού οι εκπρόσωποι της Ε.Ε και του ΔΝΤ θέλουν να ξεκαθαριστεί — κυρίως προς τον ελληνικό λαό — πως ούτε προσδοκίες για το μέλλον μπορούν να υπάρξουν ούτε αντισταθμιστικά μέτρα στην λιτότητα, έστω και ισχνά.
Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, αυτό ξεκαθαρίζεται στην ανάρτηση που έκαναν στην ιστοσελίδα του ΔΝΤ τα στελέχη του Μόρις Ομπσντφελντ και Πώλ Τόμσεν. Εκεί επισημαίνουν με σαφήνεια ότι στην Ελλάδα υπάρχει πολύ …υψηλό αφορολόγητο για τόσο χαμηλά εισοδήματα! Ότι ,δηλαδή, επιβάλλεται να πληρώσουν φόρο και όσοι αμείβονται με λιγότερα από 700 ευρώ το μήνα κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την μείωση του αφορολόγητου ποσού ώστε να «πιαστούν» στη φορολογική τσιμπίδα ακόμη και τα πλέον πενιχρά εισοδήματα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν «εξαιτίας του ότι τόσοι φορολογούμενοι εξαιρούνται από το φόρο εισοδήματος, ο συνολικός φορολογικός συντελεστής στην Ελλάδα είναι τόσο αντιπαραγωγικά υψηλός. Για του λόγου το αληθές, τα στοιχεία από τις ελληνικές αρχές και τη Eurostat δείχνουν πως πάνω από τους μισούς μισθωτούς απαλλάσσονται από την καταβολή φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων στην Ελλάδα, έναντι ενός μέσου όρου 8% στην ευρωζώνη».
Στην ίδια ανάρτηση τονίζουν πως το μεγάλο πρόβλημα προκειμένου να ληφθούν μέτρα ανακούφισης των χαμηλότερων στρωμάτων είναι οι …υψηλές συντάξεις. Ενδεικτική η αναφορά τους: «Οι γενναιόδωρες απαλλαγές από την πληρωμή φόρου εισοδήματος και οι πολύ υψηλές δαπάνες για συντάξεις επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό και εμποδίζουν την εισαγωγή καλά στοχευμένων επιδομάτων, ειδικά για τις ομάδες εκείνες που είναι οι πιο ευπαθείς και έχουν επηρεαστεί αρνητικά από την οικονομική κρίση. Το να υποστηρίξει κανείς ότι οι υψηλές συντάξεις στην Ελλάδα δικαιολογούνται εν μέρει γιατί τα κοινωνικά επιδόματα είναι τόσο χαμηλά, αγνοεί την ουσία του προβλήματος: τα κοινωνικά επιδόματα είναι ανεπαρκή ακριβώς επειδή οι συντάξεις διατηρούνται σε τόσο υψηλά επίπεδα». Οι εκπρόσωποι του ΔΝΤ κάνουν λόγο για πραγματική σύγκλιση της Ελλάδας με τις ευρωπαϊκές οικονομίες και αποσαφηνίζουν πώς την εννοούν: Όπως λένε η σχέση συντάξεων-μισθών «είναι 81% στην Ελλάδα, σχεδόν διπλάσιος από το επίπεδο της Γερμανίας (43%), καταδεικνύοντας ένα πολύ γενναιόδωρο ασφαλιστικό σύστημα».
Ακριβώς η ίδια λογική υπάρχει και στη απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου για τις μαζικές απολύσεις. Παρά το γεγονός ότι η υπουργός Εργασίας Ε.Αχτσιόγλου υποστηρίζει ότι …ενισχύει τις ελληνικές θέσεις. Στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται ξεκάθαρα ότι η απαίτηση για έγκριση του εκάστοτε υπουργού Εργασίας σε ομαδικές απολύσεις μπορεί να δικαιολογηθεί από «θεμιτούς σκοπούς γενικού συμφέροντος, όπως η καταπολέμηση της ανεργίας και η εθνική οικονομική ανάπτυξη» όμως «ενδέχεται, παράλληλα, να οδηγήσει σε αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών», όπως «και σε δυσανάλογο περιορισμό της επιχειρηματικής ελευθερίας του εργοδότη». Με πόσο μεγαλύτερη ευθύτητα, άραγε, μπορούν να εκφραστούν οι πραγματικές προτεραιότητες της Ε.Ε; Εργοδοτική ασυδοσία και σύγκλιση των νομοθεσιών των κρατών μελών προκειμένου να την υπηρετήσουν.