Το μικρό ιταλικό νησί Λαμπεντούζα μπήκε στο χάρτη της επικαιρότητας, όχι γι’ αυτό που πιθανώς να του άξιζε (ένα όμορφο νησάκι, στο κέντρο της Μεσογείου, μεταξύ Ευρώπης και Αφρικής), αλλά σαν τόπος συγκέντρωσης προσφύγων και περισυλλογής πτωμάτων, από τους χιλιάδες πρόσφυγες που πνίγονται στα μαύρα νερά της Μάρε Νόστρουμ.
Το θεατρικό έργο «Λαμπεντούζα» του νέου βρετανού θεατρικού συγγραφέα Άντερς Λουστγκάρτεν, το οποίο ανέβηκε σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου στο θέατρο του Νέου Κόσμου, πάει όμως κι ένα και δύο βήματα παραπέρα από την καταγραφή της δραματικής κατάστασης στο μικρό νησάκι.
Το έργο αποτελείται από δύο παράλληλους μονόλογους (ο ένας πατάει στις σιωπές του άλλου), φαινομενικά τόσο άσχετους μεταξύ τους: Ο πρώτος είναι του Στέφανο (εξαιρετικός ο Αργύρης Ξάφης), ένας ιταλός ψαράς από τη Λαμπεντούζα, που καθώς πλέον η θάλασσα δεν έχει ψάρια, η βασική του δουλειά είναι να ανασύρει πτώματα (ανατριχιαστική η περιγραφή των τυμπανισμένων πτωμάτων, ειδικά των μικρών παιδιών), ενώ καμιά φορά προλαβαίνουν να σώσουν μερικούς πρόσφυγες. Ο δεύτερος, είναι της Ντενίζ (πολύ καλή η Χαρά-Μάτα Γιαννάτου), μιας κινεζοεγγλέζας εργαζόμενης φοιτήτριας, σε μια πόλη της Βόρειας Αγγλίας, η οποία εργάζεται σε εισπρακτική εταιρεία, μαζεύοντας πόρτα – πόρτα χρήματα από φτωχούς ανθρώπους, κι ερχόμενη αντιμέτωπη καθημερινά με την απελπισία, αλλά και το ρατσισμό για τη διαφορετικότητά της
.
Ταυτόχρονα, η μητέρα της είναι ανάπηρη και αντιμετωπίζει την απόρριψη από τις ιδιωτικές εταιρείες που έχουν αναλάβει να εγκρίνουν τα επιδόματα, στο πλαίσιο της «αξιολόγησης» (όπως ακριβώς είδαμε στην εξαιρετική ταινία του Κεν Λόουτς «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ»). Δύο τόσο διαφορετικές καταστάσεις, που ενώνονται όμως με το κοινό νήμα της σύγχρονης βαρβαρότητας ενός απάνθρωπου συστήματος (που μετατρέπει σε πρόσφυγες βασικών κοινωνικών δικαιωμάτων τον κόσμο στην Αφρική και στην Ευρώπη) και της αποξένωσης που αναπτύσσουν ο Στέφανο και η Ντενίζ από την εργασία και το ρόλο τους, που σκοτώνει κάθε ανθρώπινο.
Το πρώτο βήμα του «Λαμπεντούζα» είναι αυτή η συσχέτιση του προσφυγικού με το κοινωνικό – εργατικό. Το δεύτερο είναι η αίσθηση ελπίδας, μέσα στη μαυρίλα (και των σκηνικών), αφού είναι η φιλία, οι ανθρώπινες σχέσεις, η αλληλεγγύη και η συνεργασία, που μπορούν να δώσουν τα πρώτα στοιχεία για να ξαναγίνει ο άνθρωπος, άνθρωπος. Μέχρι τις 22 Δεκεμβρίου ανεβαίνει η παράσταση.