Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Γιατί έμεινε κρυμμένο μέχρι το 3ο μνημόνιο
Ακόμη και σήμερα το κύριο επιχείρημα του Τσίπρα και των οπαδών του για τον ατιμωτικό συμβιβασμό μετά το δημοψήφισμα, την υποταγή στις Βρυξέλλες και τα θέσφατα του τρίτου μνημονίου είναι ο θρασύδειλος ισχυρισμός: «δεν θέλαμε να υπογράψουμε το τρίτο μνημόνιο, αλλά δεν υπήρχε εναλλακτική λύση». Οι Μινχάουζεν της πολιτικής, αναζητώντας απεγνωσμένα προφάσεις, ψεύδονται ασύστολα και πολλαπλά. Πρώτο, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εναλλακτική λύση, τη «δυνατότητα» μεταρρύθμισης της ΟΝΕ και της ΕΕ εκ των έσω, η οποία διαψεύστηκε παταγωδώς. Ψελλίζουν βέβαια κάποια μισόλογα «αυτοκριτικής» ότι «έτρεφαν υπέρμετρες προσδοκίες για την ΕΕ». Αυτή όμως η αυτοκριτική είναι υπερβολικά χαμηλόφωνη έναντι των κραυγαλέων και υπερφίαλων διαβεβαιώσεών τους ότι η ΕΕ με καταλύτη τον ΣΥΡΙΖΑ θα μετατραπεί σε «Ευρώπη των λαών», θέση-απομεινάρι του πάλαι ποτέ ευρωκομμουνισμού. Διαψεύστηκαν λοιπόν οι προσδοκίες του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά πού είναι γραμμένο ότι ένα αριστερό κόμμα αν διαψευστεί η γραμμή του προσχωρεί σε μια σκληρή σοσιαλφιλελεύθερη γραμμή, αντί να αναζητήσει μιαν άλλη αριστερή ή απλώς προοδευτική πρόταση;
Στο βιβλίο όμως «Ευρώ, Σχέδιο Β» (εκδόσεις Τόπος) γίνεται μια αποκάλυψη, που επιρρίπτει σοβαρές ευθύνες όχι μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ γενικά αλλά και ειδικά στο Αριστερό Ρεύμα. Συγκεκριμένα, στον Πρόλογο και την Εισαγωγή αποκαλύπτεται ότι μετά την υπογραφή στις 20 Φλεβάρη της συμφωνίας, που προοιωνιζόταν τον ζυγό του τρίτου μνημονίου, η ηγεσία της Αριστερής Πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ ανέθεσε στους Λαπαβίτσα και Φλάσμπεκ να επεξεργαστούν εναλλακτική πρόταση, στη βάση των θέσεων που υπερασπίζονταν και που συνέκλιναν κατά πολύ μ’ εκείνες της Αριστερής Πλατφόρμας. Το κείμενο ολοκληρώθηκε την άνοιξη του 2015. Αν και η εκπόνηση της μελέτης ανατέθηκε σε πανελλήνια συνεδρίαση του Αριστερού Ρεύματος, της κύριας συνιστώσας της Αριστερής Πλατφόρμας, αν και είχε έγκαιρα ολοκληρωθεί, η δημοσίευσή της αναβαλλόταν συνεχώς: «Οι λόγοι γι’ αυτή την παραπομπή στις ελληνικές καλένδες ποτέ δεν διευκρινίστηκαν, αλλά αναδεικνύουν σαφώς τα όρια της εσωτερικής αντιπολίτευσης, η οποία ήθελε να είναι έντιμη, αν όχι νομοταγής και εξακολουθούσε να υπόκειται στους περιορισμούς της κυβερνητικής συμμετοχής… Η απόφαση αυτή εντέλει ενίσχυσε την επιχειρηματολογία του Τσίπρα πως δεν υπήρχε εναλλακτική λύση» (Πρόλογος, σ. 12).
Δεν αρκεί η έξοδος απ’ το ευρώ, αναγκαία η έξοδος από την ΕΕ
Η πρόταση των συγγραφέων δεν αποτελεί μιαν αριστερή ριζοσπαστική εναλλακτική πρόταση. Πολλώ δε μάλλον δεν ανοίγει κανένα ρήγμα στον καπιταλισμό, με προοπτική την αντικαπιταλιστική επανάσταση και την κομμουνιστική απελευθέρωση, που αποτελούν ώριμη ανάγκη των καιρών. Η πρότασή τους χαρακτηρίζεται Σχέδιο Β ως αντίθεση στο Σχέδιο Α. Το Σχέδιο Α εκφράζει τη δυνατότητα θετικής αλλαγής της ΕΕ εκ των έσω. Η Σύνοδος Κορυφής του Σχεδίου Β στη Μαδρίτη (19-21 Φεβρουαρίου 2016) καταδεικνύει γιατί η φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης καθιστά αδύνατη την υλοποίηση ενός σχεδίου Α. Η ανάλυση του Σχεδίου Β βασίζεται στο χάσμα ανταγωνιστικότητας υπέρ της Γερμανίας, που εδράζεται κυρίως στο ισχυρό ευρώ. Κατά το σχέδιο Β, ένα πολιτικό πρόγραμμα της Αριστεράς πρέπει να βασιστεί σε συγκεκριμένα και αναγκαία μέτρα: ακύρωση (μεγάλου μέρους) του δημόσιου χρέους, άμεσο τερματισμό των πολιτικών λιτότητας, εθνικοποίηση των συστημικών τραπεζών, αναδιάρθρωση του παραγωγικού τομέα και εκδημοκρατισμό των κρατικών θεσμών. Η παράθεση των στόχων-αξόνων του Plan B (σελ. 11) αποδεικνύει ότι είναι μια πρόταση, που κινείται στα πλαίσια και τη λογική ενός «καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο». Η πρόταση απορρίπτει και καταργεί τα μνημόνια, προβλέπει τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και τον εκδημοκρατισμό. Ο νεοκεϊνσιανισμός όμως είναι εκτός των ορίων ενός συνεχώς αντιδραστικοποιούμενου ολοκληρωτικού καπιταλισμού, παρά τις αυταπάτες κάποιων μελετητών και πολιτικών. Ακόμη κι αν αυτοί οι στόχοι ήταν εφικτοί εντός καπιταλισμού, όπως συνέβη στην περίοδο 1945-75, λειτουργούν υπέρ της εργατικής τάξης και όχι υπέρ του συστήματος, όταν οι εργάτες συνειδητοποιούν ότι μόνο με τη σκληρή ταξική πάλη θα κατακτούν, θα εδραιώνουν και θα αναβαθμίζουν αυτούς τους στόχους. Αν ηγεμονεύει η αντίληψη ότι η σχετική βελτίωση της κατάστασής τους είναι προϊόν της γενναιοδωρίας κάποιου πρωθυπουργού ή κάποιων εργοστασιαρχών, τότε οι κατακτήσεις στον επόμενο κρισιακό κύκλο θα πηγαίνουν στον Καιάδα. Στο Σχέδιο Β των ρεφορμιστικών προτάσεων προέχει ο ορθολογικός εκσυγχρονιστικός χαρακτήρας και επομένως όχι η ταξική πάλη.
Αξιοπαρατήρητο, επίσης είναι ότι οι διαχωριζόμενοι απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ σε ατομική ή συλλογική βάση κατά κανόνα εμμένουν σ’ ένα αντιμνημονιακό πρόγραμμα με φορέα υλοποίησης μια «συνεπή» πλέον αριστερή κυβέρνηση, που στην πιο προωθημένη αντίληψη προτάσσει την έξοδο απ’ την Ευρωζώνη, ενώ η έξοδος απ’ την ΕΕ, παρά τα ρήγματά της είναι εκτός του οπτικού πεδίου τους. Θεωρούν ότι μια «έντιμη» και «συνεπής» ρεφορμιστική διαχείριση είναι σε θέση να οδηγήσει σε μιαν εναλλακτική φιλολαϊκή πολιτική χωρίς σύγκρουση μετωπική με τον καπιταλισμό και την ΕΕ. Θεωρούν ότι η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στη σύγκρουση με τους θεσμούς (ΕΕ-ΔΝΤ) οφείλεται σε δικά του χαρακτηριστικά και επιλογές και όχι κυρίως στα αντικειμενικά όρια του συστήματος. Ωστόσο, μια πολιτική που επιμένει να θέτει στο επίκεντρό της την αριστερή «συνεπή» κυβέρνηση και την παραμονή εντός των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών (ΕΕ, ΝΑΤΟ), ακόμη κι αν εξασφαλίσει την έξοδο απ’ το ευρώ, σ’ ένα πανίσχυρο εχθρικό εθνικό και διεθνές περιβάλλον δεν θα μπορέσει να υλοποιήσει την ουτοπική στο σημερινό στάδιο εκδοχή του «καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο» – εκτός ίσως από κάποια ψήγματα ακριβώς λόγω του συντριπτικού συσχετισμού υπέρ του συστήματος (εθνικό και διεθνικό κεφάλαιο, εθνικοί και διεθνικοί μηχανισμοί εναντίον μιας αριστερής κυβέρνησης που καλείται – και θα υπονομεύεται αναπόφευκτα – να δίνει λύσεις στην απειρία των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας). Μόνο η σύγκρουση ενός ισχυρού κινήματος με το σύστημα στα πεδία των προβλημάτων που διαμορφώνεται ευνοϊκός συσχετισμός υπέρ των εργατολαϊκών δυνάμεων θα λύνει βασικά λαϊκά προβλήματα και θα εξασφαλίζει τη χειραφέτηση απ’ τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς (ευρώ, ΕΕ, ΝΑΤΟ).
Ο περιορισμός των ρεφορμιστικών δυνάμεων αποκλειστικά στην έξοδο απ’ το ευρώ αποδίδεται στην αναγκαιότητα του ρεαλισμού, ενώ η αξίωση των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων για έξοδο και απ’ την ΕΕ αποδίδεται στην «υπερεπαναστατική» βιασύνη και στο μαξιμαλισμό. Απεναντίας, υποτίθεται ότι ο ρεαλισμός απαιτεί τη σταδιακή κατάκτηση των στόχων, ώστε ο λαός βαθμιαία να συνειδητοποιεί την αναγκαιότητα και να μην αποθαρρύνεται απ’ τον όγκο των προβλημάτων. Οι δυνάμεις αυτές δεν μπαίνουν καν στον κόπο να εξετάσουν τη σχέση των κεντρικών στόχων τους – φυσικά και του ευρώ – με την παραμονή ή την έξοδο απ’ την ΕΕ. Μόνο η ΛΑΕ αναφέρεται προσχηματικά κατά τα φαινόμενα, στην έξοδο απ’ την ΕΕ μ’ έναν αόριστο και αντιεπιστημονικό τρόπο, με την προσφυγή, δηλαδή σε δημοψήφισμα για την έξοδο όταν η ΕΕ ορθώσει ανυπέρβλητα κωλύματα στην υλοποίηση ενός προοδευτικού προγράμματος! Αυτή η αντίληψη παραδόξως υποθέτει ότι η ΕΕ για ένα διάστημα δεν θα αντιδρά ή θα αντιδρά ήπια σ’ αυτό το πρόγραμμα.
Η ταξική και η καθημερινή πραγματικότητα επιβεβαιώνουν ότι η ΕΕ αδιάλειπτα και λυσσαλέα θα αντιδρά σε οποιαδήποτε απόπειρα εκτροπής απ’ το Δημοσιονομικό Σύμφωνο. Γι’ αυτό, οι αριστερές δυνάμεις πρέπει να θεωρούν ως το κεντρικότερο πρόβλημα, καθοριστικό και για τη λύση των άλλων, την έξοδο απ’ την ΕΕ, να προετοιμάζουν το λαό για τη σύγκρουση, να τον εμψυχώνουν αξιοποιώντας και σύγχρονες εμπειρίες (Brexit) ότι είναι δυνατή η έξοδος και όχι να τον αποκοιμίζουν παραπέμποντας το ζήτημα στις ελληνικές καλένδες, όπως πράττει η ΛΑΕ. Οι αριστεροί ρεφορμιστές που ενισχύουν την κινδυνολογία των δεξιών, ρίχνουν νερό στο μύλο και αντικειμενικά ενισχύουν την παράταξή τους. Ο ιδεολογικός πανικός για την αποχώρηση απ’ την ΕΕ δεν είναι μόνο ανασχετικός της πάλης των λαϊκών στρωμάτων αλλά και φετιχιστικός, ώστε να μην αντιμετωπίζεται το πρόβλημα στα αντικειμενικά δεδομένα του. Με τη ρεαλιστική και όχι την ιδεοληπτική θεώρηση ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί ότι η ΕΕ έχει αποτύχει να λύσει τα ποικίλα και οξυμμένα προβλήματά της. Επίσης, η ανάγνωση απλώς των συνθηκών της ΕΕ θα διαβεβαιώνει ότι το Δημοσιονομικό Σύμφωνο (όριο χρέους προς ΑΕΠ – έλλειμμα προϋπολογισμού) όπως και πλήθος οδηγιών (και μάλιστα επίκαιρων, όπως οι σχετικές με τα εργασιακά) είναι υποχρεωτικές για όλες τις χώρες – μέλη της ΕΕ.
Το νέο βιβλίο «Eυρώ, σχέδιο Β: Έξοδος από την κρίση για την Ελλάδα, τη Γαλλία και την Ευρώπη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος.
Πρόκειται για ένα συλλογικό τόμο των Γκιγιόµ Ετιεβάν, Κώστα Λαπαβίτσα, Φρεντερίκ Λορντόν, Σεντρίκ Ντιράν και Χάινερ Φλάσµπεκ.
Το βιβλίο προλογίζουν οι Αλέξης Κουκιέ και Στάθης Κουβελάκης, ενώ η μετάφραση έγινε από την Άννα Β. Κόκκαλη.