του Γιώργου Παυλόπουλου
Σε όποια χώρα κι αν διεξάγεται δημοψήφισμα, όποιο κι αν είναι το ερώτημα, το αποτέλεσμα μοιάζει πλέον δεδομένο. Το «Όχι» αποτυπώνει τη βαθύτατη δυσφορία των κοινωνιών απέναντι στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και θέτει την κυρίαρχη δύναμη, το Βερολίνο, ενώπιον ενός καθοριστικού διλήμματος: Μικρότερη, πιο ενωμένη και πιο γερμανική ΕΕ ή εγκατάλειψη των σχεδίων ολοκλήρωσης και επιστροφή σε ένα μοντέλο χαλαρότερης πολιτικής και οικονομικής συνεργασίας;
Η κρίση βαθαίνει στην ΕΕ του κεφαλαίου
Την Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου, είχε επέτειο το …ευρώ, καθώς συμπληρώθηκαν 25 χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ, η οποία αποτέλεσε τη γενέθλια πράξη του νέου νομίσματος. Ωστόσο, αν στο παρελθόν θεωρούνταν περίπου αυτονόητο ότι θα φωταγωγούνταν το «παλάτι» της ΕΚΤ στη Φρανκφούρτη, μαζί με τα κτίρια των κεντρικών τραπεζών στις 19 χώρες-μέλη της ευρωζώνης, ενώ θα διοργανώνονταν διάφορα χάπενινγκ για το μεγάλο επίτευγμα που έφερε πολύ πιο κοντά την «ευρωπαϊκή ενοποίηση», αυτή τη φορά οι εορτασμοί περιορίστηκαν σε μια σεμνή τελετή στην ομώνυμη ολλανδική πόλη.
Ο προβληματισμός και η μελαγχολία ήταν εμφανής στις δηλώσεις που έκαναν ο Γιούνκερ, ο Σουλτς, ο Ντάιζελμπλουμ και οι άλλοι συμμετέχοντες, καθώς σήμερα κανείς τους δεν διακινδυνεύει μια πρόβλεψη για το αύριο του ευρώ. Ανάλογη, μάλιστα, αναμένεται να είναι η εικόνα και στις 25 Μαρτίου 2017, την ημέρα δηλαδή που θα συμπληρώνονται 60 ακριβώς χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, με την οποία ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ).
Αν και οι εκδηλώσεις θα είναι ασφαλώς πιο εντυπωσιακές και με περισσότερες συμμετοχές, ουδείς θα έχει διάθεση για πανηγύρια, ούτε θα είναι πρόθυμος να δώσει τα προγνωστικά του για την επόμενη μέρα. Όλοι τους, εξάλλου, έχουν συνείδηση της βαθιάς και δομικής κρίσης διαρκείας στην οποία έχει εισέλθει το πιο φιλόδοξο εγχείρημα καπιταλιστικής ολοκλήρωσης μεταπολεμικά, ενώ γνωρίζουν ότι είναι πολιτικά και οικονομικά αδύνατο να εξέλθει αλώβητο και χωρίς μεγάλες αλλαγές από αυτήν.
Για να λέμε δε την αλήθεια, ακόμη κι αν κάποιοι θελήσουν να φανούν αισιόδοξοι και σίγουροι για το μέλλον, οι Ιταλοί οικοδεσπότες θα τους προσγειώσουν απότομα. Διότι εκείνη την περίοδο, η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης είτε θα οδεύει προς εκλογές είτε θα προσπαθεί να σχηματίσει μία μέσα από τη βουλή που θα έχει ήδη προκύψει, στην οποία οι πολέμιοι του ευρώ και της ΕΕ θα είναι περισσότεροι και πιο ισχυροί -αν όχι κυρίαρχοι.
Σίγουρα δε, θα εξακολουθεί να πλανάται στην ατμόσφαιρα ο απόηχος των εκλογών στην Ολλανδία (15 Μαρτίου), όπου ο ακροδεξιός Βίλντερς διεκδικεί την πρωτιά, ενώ η Γαλλία θα ετοιμάζεται πυρετωδώς για την δική της εκλογική αναμέτρηση (23 Απριλίου και 7 Μαΐου), με πιθανότερους μονομάχους την Λεπέν και τον «θατσερικό» Φιγιόν. Όσο για τη Γερμανία, θα εισέρχεται και αυτή στην τελική ευθεία για τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, με τις οποίες θα κλείσει (εκτός απροόπτου…) ο κύκλος των αναμετρήσεων που είναι πιθανό να επιφέρουν σοβαρότατες αλλαγές στο πολιτικό τοπίο της Ευρώπης.
Το ιταλικό «όχι» ήταν αποτέλεσμα μιας ιδιόμορφης κοινωνικής συμμαχίας, ενώ πολιτικά κυριάρχησε η (ακρο)δεξιά
Στο δημοψήφισμα της περασμένης Κυριακής στην Ιταλία δεν υπήρχε ερώτημα αντίστοιχο εκείνου που τέθηκε στη Βρετανία τον Ιούνιο, για την έξοδο ή μη της χώρας από την ΕΕ. Παρ’ όλα αυτά, η συντριπτική ήττα του Ρέντσι (59%-41%) σε μια αναμέτρηση στην οποία ο ίδιος είχε δώσει χαρακτήρα ψήφου εμπιστοσύνης, σε συνδυασμό με το πολιτικό στίγμα της ψήφου υπέρ του «όχι» και των κομμάτων που τη στήριξαν, ανοίγουν ένα νέο και μεγάλο κεφάλαιο για την Ιταλία. Ένα κεφάλαιο, μάλιστα, το οποίο αφορά ευθέως τη μελλοντική σχέση της με την ΕΕ και την ευρωζώνη, βαθαίνοντας ακόμη περισσότερο το ρήγμα που προϋπήρχε.
Αργά ή γρήγορα, ακόμη κι αν το σύστημα καταφέρει να διατηρήσει την ευστάθειά του, είναι αναπόφευκτο να στηθούν οι κάλπες προκειμένου να λυθούν οι πολιτικοί λογαριασμοί που έχουν ανοίξει. Ήδη, τα κόμματα της αντιπολίτευσης ζητούν σύσσωμα πρόωρες εκλογές, ενώ αυτή η τάση φαίνεται πως κυριαρχεί και στους κυβερνώντες Δημοκρατικούς. Όταν, λοιπόν, αυτό συμβεί (πιθανότατα και στο πρώτο εξάμηνο του 2017), δεν πρέπει να χωράει καμία αμφιβολία για ερώτημα που θα κυριαρχήσει: Ναι ή όχι σε ένα ευρώ που απειλεί κυριολεκτικά να «πνίξει» την Ιταλία -τόσο την κοινωνία της όσο και τις επιχειρήσεις και την ολιγαρχία της; Και ταυτόχρονα, ναι ή όχι σε μια ΕΕ η οποία κάθε μέρα που περνά γερμανοκρατείται ακόμη πιο ασφυκτικά;
Είναι γεγονός, βεβαίως, ότι ήδη η πλειοψηφία των Ιταλών έδωσε την ετυμηγορία του, καθώς στο δημοψήφισμα της Κυριακής ελάχιστοι έδωσαν σημασία στο ερώτημα που υπήρχε στο χαρτί και απάντησαν στα πραγματικά και καυτά ερωτήματα που τίθενται σήμερα για τους Ιταλούς. Κάτι αντίστοιχο, δηλαδή, με αυτό που συνέβη στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 2015, όταν όλα τα συστημικά κόμματα και μέσα ξεκαθάριζαν πριν το δημοψήφισμα (έστω κι αν μετά το «έπνιξαν», μαζί με την κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου) πως η επιλογή αφορά το ναι ή το όχι στο ευρώ.
Μόνο που στην Ιταλία τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα. Διότι αν στη Βρετανία το Brexit σφραγίστηκε ανεξίτηλα από τις επιλογές του κεφαλαίου (πλην του τραπεζικού και χρηματιστηριακού) και στην Ελλάδα το «όχι» αποτέλεσε τον θρίαμβο της κοινωνικής πλειοψηφίας και των «κάτω» απέναντι στο μαύρο μέτωπο του κεφαλαίου, των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων, της ΕΕ και του ΔΝΤ, στην Ιταλία το αποτέλεσμα εξέφρασε μια ιδιότυπη κοινωνική συμμαχία. Διότι εκεί, το «όχι» στηρίχθηκε τόσο από μια σημαντική μερίδα της ολιγαρχίας όσο και από τα πιο πληβειακά στρώματα της κοινωνίας.
Στην πρώτη περίπτωση, παρά την επίσημη θέση του συνδέσμου βιομηχάνων υπέρ του «ναι», η στράτευση του Μπερλουσκόνι και της Λίγκας του Βορρά στην απέναντι πλευρά απέδειξε ότι ένα τμήμα του κεφαλαίου της Ιταλίας ασφυκτικά κυριολεκτικά στην ΕΕ και την ευρωζώνη και εξετάζει σοβαρά εναλλακτικά σενάρια. Όσο για τη δεύτερη, η απόδειξη δίνεται από τη σαρωτική επικράτηση του «όχι» στις πιο φτωχές επαρχίες του Νότου (73% στη Σαρδηνία, 72% στη Σικελία, 68% στην Απουλία, 67% στην Καλαβρία, 69% στην Καμπανία), όταν το «ναι» πλειοψήφησε μόνο στις πλούσιες περιφέρειες της Εμίλια Ρομάνα, της Τοσκάνης, του Νοτίου Τιρόλο και, βεβαίως, στις τάξεις των Ιταλών του εξωτερικού.
Δυστυχώς, όμως, στην πολιτική σκηνή η κυριαρχία των δυνάμεων της (ακρο)δεξιάς και του λαϊκισμού ήταν συντριπτική -συμπεριλαμβανομένου του κοινωνικά πολυσυλλεκτικού κόμματος του Γκρίλο, το οποίο στην Ευρωβουλή συμμαχεί με τον Φάρατζ και στο εσωτερικό ζητά άμεση απέλαση όλων των προσφύγων που δεν δικαιούνται ασύλου. Όσο για τις αριστερές φωνές σε αυτό το επίπεδο, περιορίστηκαν σε κάποια συνδικάτα (μέταλλο, Cobas, ένωση συνδικάτων βάσης) και πρωτοβουλιακές συσπειρώσεις (Συντονισμός για ένα Κοινωνικό Όχι), ενώ η παρέμβαση των οργανωμένων δυνάμεων (Επανίδρυση, Δίκτυο Κομμουνιστών, Αντικαπιταλιστική Αριστερά) παρέμεινε περιθωριακή, αναδεικνύοντας την βαθιά κρίση τους.