Συμπεράσματα από τις εκλογές στην Αυστρία
Αρκετοί, στην ΕΕ αλλά και στην Ελλάδα, έσπευσαν να πανηγυρίσουν για την επικράτηση του εκλεκτού των Πρασίνων και συνολικά του «δημοκρατικού τόξου» της Αυστρίας, Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν έναντι του υποψηφίου της Ακροδεξιάς, θεωρώντας ότι μπορεί να αντιστρέψει το κλίμα. Μόνο που η συγκεκριμένη ανάλυση παραβλέπει τα γεγονότα και τις τάσεις που κυριαρχούν…
ΔΑΝΑΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚH
Μπορεί τα φώτα της δημοσιότητας την περασμένη Κυριακή, αλλά και στις αναλύσεις και εξελίξεις που ακολούθησαν όλη την εβδομάδα, να έκλεψε το ιταλικό δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση, ωστόσο κάθε άλλο παρά ήσσονος σημασίας ήταν οι προεδρικές εκλογές της Αυστρίας. Κι αυτό διότι η έκβαση του επαναληπτικού δεύτερου γύρου αποτέλεσε, μεταξύ άλλων, μία ακόμα εξέλιξη που καθόρισε το κατά πόσο και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα κινηθεί προς μια πιο αντιδραστική και, ενδεχομένως, Ακροδεξιά κατεύθυνση. Άλλωστε, ο πρόεδρος της Αυστρίας μπορεί να έχει πιο πολύ τυπικό παρά ουσιαστικό ρόλο, ωστόσο δεν παύει να έχει υπό την …εποπτεία του την έβδομη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης και ενός από τους μεγαλύτερους επενδυτές στην ανατολική Ευρώπη, όπου οι τράπεζες και βιομηχανίες «ευδοκιμούν» σε περιοχές που αντιστοιχούν σε πάλαι ποτέ εδάφη που ανήκαν στους Αψβούργους.
Ο νικητής αυτών των εκλογών, λοιπόν, ο 72χρονος Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν, κατέβηκε ως ανεξάρτητος υποψήφιος ο οποίος αρχικά στηρίχτηκε από το Κόμμα των Πρασίνων, στο οποίο ήταν πρόεδρος επί χρόνια, ενώ στη συνέχεια τάχθηκε υπέρ του το σύνολο του κατεστημένου και του αυστριακού «δημοκρατικού τόξου». Πρόκειται για έναν κατά τα άλλα μετριοπαθή πολιτικό, με βασικό χαρακτηριστικό του όμως τη στάση υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης -η οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρουσιάστηκε ως το «καλό» απέναντι στο «κακό». «Πιστεύω ότι δεν προωθούνται τα αυστριακά συμφέροντα όταν κάποιοι φαντασιώνονται την έξοδο από την ΕΕ, την διαρκή αποδυνάμωση της ΕΕ και την οικοδόμηση των παλιών τειχών. Είμαι της άποψης ότι πρόκειται για ένα καταστροφικό λάθος από οικονομικοπολιτική σκοπιά. Και λυπάμαι, αλλά ένα κόμμα στην Αυστρία ζητά εδώ και έναν χρόνο ακριβώς αυτό», έχει δηλώσει χαρακτηριστικά.
Αντίπαλος του Βαν ντερ Μπέλεν και ηττημένος των εκλογών ήταν ο -«συμπαθητικός», κατά πολλούς Αυστριακούς- 45χρονος Νόμπερτ Χόφερ, εκλεκτός του ακροδεξιού Κόμματος Ελευθερίας, το οποίο ιδρύθηκε το 1956 από ένα πρώην ναζί, τον Άντον Ράιντχαλερ. Μάλιστα, ο διάδοχός του, ο (μακαρίτης, πλέον) Γιεργκ Χάιντερ, ήταν αυτός που του χάρισε τον …τίτλο του πρώτου ακροδεξιού κόμματος μεταπολεμικά το οποίο συμμετείχε σε κυβέρνηση συνασπισμού στην Ευρώπη -από το 2000 ως το 2005 με τους Χριστιανοδημοκράτες- ανοίγοντας τον δρόμο σε ανάλογα σχήματα που υπάρχουν σήμερα στη Δανία, τη Φινλανδία και τη Νορβηγία, ενώ δεν αποκλείεται να εμφανιστούν αύριο και σε άλλες χώρες.
Ο Χόφερ, βεβαίως, εμφανίστηκε ως μια εξελιγμένη εκδοχή, ως ένας κλασικός ακροδεξιός και ταυτόχρονα νεοφιλελεύθερος. Ο ίδιος, άλλωστε, έχει δηλώσει θερμός υποστηρικτής της Μάργκαρετ Θάτσερ, ήταν όμως και αυτός που προεκλογικά διαμήνυε πως «το Ισλάμ δεν έχει θέση στην Αυστρία» και πως «οι θέσεις εργασίας στην Αυστρία θα πρέπει να είναι πρώτα για τους Αυστριακούς, όχι για τους ξένους της ΕΕ και σίγουρα όχι για την πληθώρα των οικονομικών μεταναστών».
Πρέπει, λοιπόν, να χαιρόμαστε που δε εξελέγη ο ακροδεξιός υποψήφιος; Να μιλήσουμε για θρίαμβο της δημοκρατίας; Να πανηγυρίσουμε για τον δεκαπλασιασμό της διαφοράς υπέρ του Βαν ντερ Μπέλεν σε σύγκριση με την αντίστοιχη που έβγαλαν οι κάλπες στην αναμέτρηση της 22ας Μαΐου (350.000 έναντι 30.000), η οποία ακυρώθηκε εξαιτίας παρατυπιών στη διαδικασία και την καταμέτρηση μετά από προσφυγή του Χόφερ και του κόμματος που τον στήριξε; Να υιοθετήσουμε την άποψη που έσπευσαν να διατυπώσουν πολλοί, ανάμεσά τους και ο Τσίπρας, ο οποίος μίλησε για μια «νίκη των προοδευτικών δυνάμεων, οξυγόνο για την Ευρώπη που απειλείται από την άνοδο της Ακροδεξιάς»;
Πρώτα από όλα, είναι αδικαιολόγητο να προσπερνάμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξήχθη η συγκεκριμένη αναμέτρηση. Κι αυτό διότι οι Αυστριακοί έκαναν την επιλογή τους φορτισμένοι από την ιδέα ότι θα τους κατέγραφε η ιστορία ως τους πρώτους που, μετά την ανάδειξη της Ακροδεξιάς στην κυβέρνηση, θα εξέλεγαν έναν Ακροδεξιό και σε ανώτατο πολιτειακό αξίωμα. Ψήφισαν υπό το βάρος του Brexit, αλλά και του ιταλικού δημοψηφίσματος που διεξαγόταν την ίδια ημέρα, προκαλώντας τρομακτικούς κλυδωνισμούς στην ΕΕ. Προσήλθαν στις κάλπες υπό το καθεστώς του φόβου και της αβεβαιότητας που προκαλεί η εκλογή Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ.
Οφείλουμε, στη συνέχεια, να διαπιστώσουμε ότι παρ’ όλα αυτά, η Αυστρία παρέμεινε ουσιαστικά μια διχασμένη χώρα. Το γεγονός ότι 2.124.661 ψηφοφόροι επέλεξαν τον Χόφερ και 2.472.892 τον υποψήφιο του «δημοκρατικού τόξου» δεν μπορεί να προκαλεί ευφορία ούτε φυσικά δικαιολογεί. Ειδικά όταν τα διλήμματα σε αυτή την αναμέτρηση τέθηκαν με εξαιρετικά σαφή τρόπο, κάτι που σημαίνει ότι η μισή Αυστρία -η χώρα που «μεγάλωσε» τον Χίτλερ- ζητά κλειστά σύνορα απέναντι στους πρόσφυγες και υιοθετεί απόψεις που, καθαρά ή συγκαλυμμένα, υιοθετούν τη θεωρία της «Άρειας Φυλής»…
Και τέλος, είμαστε αναγκασμένοι να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η ετυμηγορία των Αυστριακών δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι οι «ορδές» της Ακροδεξιάς και του αντιδραστικού εθνικισμού αναχαιτίστηκαν -όπως οι Οθωμανοί το 1683- στις πύλες της Βιέννης. Οι πολιτικοί που έχουν τα χαρακτηριστικά του Χόφερ και τα όμορα με το Κόμμα Ελευθερίας πολιτικά μορφώματα σε ολόκληρη την Ευρώπη εξακολουθούν να παραμένουν «καβάλα στο ρεύμα», εκμεταλλευόμενα την εγκληματική στάση και την ευρωλαγνεία όχι μόνο των δύο παραδοσιακά μεγάλων πολιτικών στρατοπέδων, αλλά και σχεδόν του συνόλου της παραδοσιακής Αριστεράς.
Εξάλλου, η Ακροδεξιά συνεχίζει να καταλαμβάνει την πρώτη θέση σε όλες τις δημοσκοπήσεις που γίνονται στην Αυστρία, ενώ σε τρεις περίπου μήνες, η εκλογική σκυτάλη θα περάσει στο ομώνυμο κόμμα της Ολλανδίας, του οποίου ηγείται ο υπαρχηγός της Λεπέν, Γκέερτ Βίλτερς, ο οποίος επίσης φέρεται να καταλαμβάνει την πρώτη θέση. Και έπεται συνέχεια.