του Λεωνίδα Βατικιώτη
Ο κόσμος μας έγινε πιο φτωχός. Μια άσβηστη φλόγα που όσο έκαιγε μας έδινε τη βεβαιότητα ότι το ένδοξο, σχεδόν μυθικό, παρελθόν που νικούσε με μια μαγιά 82 αποφασισμένων, άντεχε σε στρατιωτικές επεμβάσεις της «αήττητης» CIA, κατάφερε να επιβιώσει απέναντι σε 638 απόπειρες δολοφονίες και κυρίως γοήτευε με ένα μοναδικό τρόπο φίλους και συμπαθούντες και μπορούσε με την «αλάνθαστη» συνταγή του να πυρπολήσει και το δικό μας μέλλον δεν είναι πλέον εδώ. Το κενό είναι δυσαναπλήρωτο γιατί η Κούβα ήταν και παραμένει η αχτίδα φωτός μέσα στην ήττα, παρά τις εσωτερικές της αντιφάσεις. Συμβόλιζε, και ήταν, η νίκη απέναντι στη συντριβή που δέχτηκαν οι επαναστατικές ιδέες τον 20ο αιώνα, είτε μέσω του εκφυλισμού των εκμεταλλευτικών κοινωνιών του υπαρκτού στην Ανατολή είτε μέσω της ενσωμάτωσης και της περιχαράκωσης στη Δύση.
Τι κρατάμε, λοιπόν, πέρα από τη νοσταλγία για μια εποχή που κλείνει οριστικά;
Το άστρο του Φιντέλ δε θα σβήσει ποτέ επειδή ταυτίστηκε με την επανάσταση. Προκάλεσε την ανατροπή του Μπατίστα, οδήγησε στα άκρα τη σύγκρουσή του με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό στο πλαίσιο της κρίσης των πυραύλων τον Οκτώβριο του 1962, χρηματοδότησε και υποστήριξε ποικιλοτρόπως επαναστατικά σκιρτήματα στη δική μας Αμερική και την Αφρική, αρνούμενος την μετεξέλιξη του καπιταλισμού και τον ιστορικό συμβιβασμό. Δεν υποτάχθηκε στους εκβιασμούς των μαφιόζων και του ιμπεριαλισμού, επέλεγε τη σύγκρουση μέχρι και στα τελευταία του, αρνούμενος για παράδειγμα να συναντηθεί με τον Μπάρακ Ομπάμα κατά την επίσκεψή του στην Αβάνα τον Μάρτιο του 2016, που ήταν η πρώτη επίσκεψη αμερικανού προέδρου στο νησί τα τελευταία 88 χρόνια.
Αυτό που επίσης κρατάμε από τον κομαντάντε είναι ο βαθύς του ρεαλισμός, η επαφή που διατηρούσε με τους λαούς που μάχονταν ενάντια στην αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 κι ενάντια στην πείνα πιο πρόσφατα. Κανείς δεν πρόκειται να καταλάβει το κύρος της Κούβας και του Φιντέλ αν δεν ακούσει πάμφτωχους Λατινοαμερικανούς, που όλο το βιος του είναι πέντε ρούχα, να δηλώνουν ότι οφείλουν το φως τους στους Κουβανούς γιατρούς, στο πλαίσιο της επιχείρησης «Μιλάγκρο». Όλα αυτά είναι λεπτομέρειες και πιθανά λαϊκισμός για την ανέμελη και αιθεροβατούσα διανόηση της Δύσης. Αυτά όμως είναι που έκαναν τον χαρισματικό Φιντέλ να αγαπηθεί από πολλές γενιές Κουβανών κι εκατομμύρια εξαθλιωμένων, ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο στη σχέση της προσωπικότητας με την ιστορία, κι όχι οι επαναστατικοί βερμπαλισμοί. Κι αυτό είναι που κρατάμε κι εμείς. Όσοι τουλάχιστον αναφερόμαστε στην επαναστατική δυνατότητα όχι ως μια επαγγελία για ένα αόριστο μέλλον αλλά ως ιστορική δυνατότητα που μπορεί να γίνεται άμεσο φόβητρο για τους κυρίαρχους και να κινητοποιεί τους εκμεταλλευόμενους, διεκδικώντας μικρά και μεγάλα.
Σε αυτές τις μάχες ο Φιντέλ θα είναι παρών, θα έχει τη δική του θέση στην καρδιά και το μυαλό μας!