«Χούντα εντός και εισβολή εκτός» είναι το δόγμα της Άγκυρας
του Γιώργου Παυλόπουλου
Καθεστώς στυγνού ολοκληρωτισμού με κοινοβουλευτικό μανδύα επιβάλουν ο Ταγίπ Ερντογάν και η κυβέρνησή του στην Τουρκία. Οι συλλήψεις των δύο ηγετών και αρκετών βουλευτών του αριστερού, κουρδικού Κόμματος της Δημοκρατίας των Λαών (HDP), τη νύχτα της Πέμπτης προς Παρασκευή, κλιμακώνουν την επιχείριση κρατικής (και παρακρατικής) βίας και τρομοκρατίας που έχει εξαπολυθεί σε ολόκληρη τη χώρα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου — το οποίο, άλλωστε, ο ίδιος ο Ερντογάν είχε χαρακτηρίσει «δώρο του Αλλάχ», προδιαγράφοντας σαφώς τις προθέσεις του.
Οι πληροφορίες, μάλιστα, αναφέρουν ότι έχουν εκδοθεί εντάλματα για το σύνολο των 59 βουλευτών του κόμματος (σε σύνολο 550 μελών της Εθβοσυνέλευσης), κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι η Άγκυρα επιδιώκει να το «αποκεφαλίσει» και να το θέσει ουσιαστικά εκτός νόμου. Είχε προηγηθεί, άλλωστε, τον περασμένο μήνα, η αποπομπή των εκλεγμένων Κούρδων δημάρχων στην περιοχή του Ντιγιάρμπακιρ, καθώς και το λουκέτο σε μια σειρά έντυπα — όπως η αριστερή εφημερίδα Εβρενσέλ και η Τζουμχουριέτ. Έτσι, η Τουρκία επιστρέφει στις πιο σκοτεινές εποχές της σύγχρονης ιστορίας της, εφαρμόζοντας πρακτικές που στο παρελθόν είχαν ταυτιστεί με τους στρατηγούς, όμως οι εκπρόσωποι του «πολιτικού Ισλάμ» αποδεικνύουν ότι είναι σε θέση να τις εφαρμόζουν με την ίδια επιτυχία.
Αναμφίβολα δε, όλα αυτά αποτελούν συνέχεια της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής στη Συρία και το Ιράκ, δύο γειτονικών χωρών των οποίων η διαδικασία βίαιου διαμελισμού επιταχύνεται. Πρακτικά, ο Ερντογάν και η «αυλή» του, μαζί φυσικά με το τμήμα της ολιγαρχίας που εκφράζουν πολιτικά, επιχειρούν έτσι να πετύχουν με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια: Αφενός, να «τσακίσουν» τις προσπάθειες και τις φιλοδοξίες των Κούρδων να αποκτήσουν το δικό τους κράτος και, αφετέρου, να διασφαλίσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μερίδιο στη νέα «μοιρασιά» της Μέσης Ανατολής αλλά και ευρύτερα, όπως δείχνει και η συστηματική και διόλου αθώα αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης.
Μάλιστα, το Κουρδικό και η γενικευμένη σύγκρουση με το ΡΚΚ (την οποία ο ίδιος προκάλεσε τινάζοντας στον αέρα την ειρηνευτική διαδικασία) φαίνεται πως εξυπηρετούν πλήρως την τακτική του τόσο στο εσωτερικό όσο και εκτός συνόρων, η οποία μπορεί να συνοψιστεί στη φράση «μέσα χούντα και έξω εισβολή». Πολύ περισσότερο καθώς τώρα, μετά τη σύλληψη του Σελαχατίν Ντεμιρτάς, της Φιγκέν Γιουκσεκντάγ και των άλλων κορυφαίων στελεχών, η κουρδική οργάνωση και οι σύμμαχοί της είναι αντικειμενικά υποχρεωμένοι να απαντήσουν με κλιμάκωση της δικής τους δράσης — κάτι που ήδη προαναγγέλθηκε.
Προφανώς, μέσα από αυτές τις ενέργειες, ο Ερντογάν επιχειρεί να προωθήσει και την προσωπική του ατζέντα, καθώς ποτέ δεν έκρυψε ότι έχει σκοπό να διασφαλίσει μια θέση στην ιστορία εφάμιλλη, αν όχι ανώτερη από εκείνη του Κεμάλ Ατατούρκ. Σε καμία περίπτωση, ωστόσο, αυτή η πλευρά δεν αποτελεί τον κύριο ή τον καθοριστικό παράγοντα των εξελίξεων. Η ρίζα τους πρέπει να αναζητηθεί στις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις του τουρκικού κεφαλαίου και της αστικής τάξης της γειτονικής χώρας, που μοιάζει να αισθάνεται αρκετά ισχυρή σε μια περιοχή η οποία κλονίζεται συθέμελα, ώστε να βάζει τον πήχη πολύ ψηλά, ενισχύοντας παράλληλα τις ένοπλες δυνάμεις της με τα πιο σύγχρονα αεροπλάνα, όπως είναι τα «αόρατα» αμερικανικά F-35.
Η αποκάλυψη και ακύρωση αυτών των ακραία επικίνδυνων σχεδίων δεν μπορεί, φυσικά, να περάσει μέσα από την ΕΕ, τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, ούτε φυσικά από τη Ρωσία η οποία διανύει περίοδο… έρωτα με τον Ερντογάν. Εκείνοι που χαρακτηρίζουν την Τουρκία «ασφαλή χώρα» και συνάπτουν μαζί της απάνθρωπες συμφωνίες για τους πρόσφυγες, εκείνοι που αντιμετωπίζουν την ηγεσία της ως πολύτιμο εταίρο και αξιόπιστο συνομιλητή, εκείνοι που επανειλημμένως έχουν χαρακτηρίσει τρομοκράτες τους λαούς που αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους, εκείνοι που επίσης επιδιώκουν να αρπάξουν κομάτια της ίδιας «πίτας», δεν είναι σύμμαχοι, αλλά εχθροί μας. Όπως και ο Ερντογάν