ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Ο δρόμος προς μια νέα «αρχιτεκτονική» ανάμεσα στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, παγκόσμιες και περιφερειακές, στο πλαίσιο της οποίας οι ΗΠΑ δεν θα είναι πλέον η μοναδική υπερδύναμη αλλά η πρώτη και ισχυρότερη μεταξύ πολλών, δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα και συναίνεση, αλλά με δάκρυα, αίμα και πολέμους. Κι αυτό ισχύει είτε με Τραμπ είτε με Κλίντον στο τιμόνι.
Παγκόσμια στροφή
στην αντίδραση
Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΤΕΡΑΤΩΝ
«Μόνο ένα πράγμα μπορούμε σήμερα να προβλέψουμε, χωρίς κίνδυνο να διαψευστούμε: Ο Ντόναλντ Τραμπ, το φαβορί στις τάξεις των Ρεπουμπλικάνων, στον οποίο οι δημοσκοπήσεις έχουν συγχωρήσει όλες τις ανοησίες, δεν θα γίνει ο 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ». Αυτά έγραφε, τον περασμένο Ιανουάριο, ο εκδότης της γερμανικής εφημερίδας Ντι Τσάιτ. Μόνο που σε δύο μήνες από σήμερα και ένα ακριβώς χρόνο μετά την πρόβλεψη του Γιόζεφ Γιόφε, ο Ντόναλντ Τραμπ θα ορκίζεται πρόεδρος των ΗΠΑ, διαψεύδοντας τους πάντες και σαρώνοντας όλα τα προγνωστικά.
Για να φτάσει σε αυτό το σημείο, άλλωστε, ο Τραμπ πήγε κόντρα στην ηγεσία του κόμματός του και συνέτριψε τους άλλους διεκδικητές του χρίσματος, ενώ στο τέλος επικράτησε της Χίλαρι Κλίντον, η οποία ήταν η εκλεκτή όχι μόνο των Δημοκρατικών, αλλά του συνόλου σχεδόν του κατεστημένου της χώρας. «Ξανάγραψε το εγχειρίδιο της προεκλογικής εκστρατείας», συμπέραναν εμφανώς σοκαρισμένοι οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, ενώ ανάλογα σχόλια δημοσιεύτηκαν στα περισσότερα μεγάλα ΜΜΕ, που είχαν αποκοιμηθεί στο χάδι των δημοσκοπήσεων, όπως άλλωστε και η Κλίντον.
Εκλέγοντας τον Τραμπ, η «σιωπηρή πλειοψηφία» των Αμερικανών άνοιξε το στόμα της και μίλησε, βγάζοντας μια κραυγή αποκρουστική. Στο πρόσωπό του είδε ένα γνήσιο απόγονο της Άγριας Δύσης, σάρκα από τη σάρκα της, που είναι δισεκατομμυριούχος αλλά κάνει ότι μπορεί για να μην πληρώνει φόρους, που βάζει χέρι σε όποια γυναίκα γουστάρει επειδή είναι αυτός που είναι, που θέλει να υψώσει τείχη στα σύνορα και να διώξει τα ξένα μιάσματα από τη χώρα του, που λέει πως δεν θα διστάσει να ρίξει ακόμη και πυρηνικά σε όποιον του πάει κόντρα.
Η νίκη του χαιρετίστηκε ξέφρενα από τη Μαρίν Λεπέν, η οποία έχει βάλει πλώρη για την πρωτιά στις γαλλικές προεδρικές εκλογές της άνοιξης. Από τους πάσης φύσης ακροδεξιούς και ρατσιστές σε όλη την Ευρώπη – μαζί φυσικά και από τη Χρυσή Αυγή. Αλλά και από τον «σουλτάνο» Ερντογάν, ο οποίος αίφνης αισθάνεται πολύ καλύτερα και πιο άνετα.
«Είναι το τέλος της Δύσης. Η εποχή του φιλελευθερισμού έφτασε στο τέλος της. Ένας νέος φασισμός έρχεται στην εξουσία», έγραψε πανικόβλητος ο γιος του ιδρυτή του περιοδικού Ντερ Σπίγκελ, Γιάκομπ Άουγκσταϊν, προβλέποντας παράλληλα ότι «οι Γερμανοί είναι αναγκασμένοι πλέον να αναζητήσουν τη σωτηρία τους εντός των συνόρων του έθνους τους».
Εμείς θα προτιμήσουμε τον Αντόνιο Γκράμσι. «Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος πασχίζει να γεννηθεί. Τώρα είναι η εποχή των τεράτων». Όπως ο Ντόναλντ Τραμπ.
Lehman, χρεοκοπία Ελλάδας, πόλεμος, πρόσφυγες, Ακροδεξιά, Brexit, Τραμπ. Η κρίση σαρώνει τον καπιταλισμό. Επανάσταση ή βαρβαρότητα;
— Pavlopoulos George (@GiorgosPavlop) November 9, 2016
Το αμερικανικό κεφάλαιο και ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ δεν θα εγκαταλείψουν δίχως μάχη τα λάφυρα και τα κεκτημένα τους
Ένας από τους κλασικούς χαρακτηρισμούς που αποδίδονται σε κάθε ένοικο του Λευκού Οίκου είναι αυτός του «πλανητάρχη». Δικαίως, άλλωστε, καθώς ειδικά μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν τη μοναδική πραγματικά παγκόσμια ιμπεριαλιστική υπερδύναμη. Θα αποδοθεί, λοιπόν, και στον Ντόναλντ Τραμπ ο συγκεκριμένος τίτλος;
Το ερώτημα, ασφαλώς, είναι παραπλανητικό. Διότι η θέση του Τραμπ, όπως και κάθε προέδρου, προκύπτει ευθέως από τη θέση που έχουν και τον ρόλο που διαδραματίζουν οι ΗΠΑ στο παγκόσμιο καπιταλιστικό οικοδόμημα. Κι εδώ, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι συντελούνται ήδη σημαντικές αλλαγές, οι οποίες όχι απλώς θα συνεχιστούν, αλλά θα επιταχυνθούν.
Πράγματι, η διαρκής ενίσχυση του οικονομικού, στρατιωτικού και πολιτικού ειδικού βάρους που έχουν χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία και η Ρωσία, ακόμη και το Ιράν και η Τουρκία, τις κάνει να αισθάνονται άβολα στο «κοστούμι» που κληρονόμησαν και φορούσαν τα προηγούμενα 25 περίπου χρόνια. Με αποτέλεσμα, να βάζουν τον πήχη πιο ψηλά, να διεκδικούν μεγαλύτερο κομάτι από την πίτα και να αμφισβητούν ευθέως την αμερικανική ηγεμονία – μια εικόνα αντίστοιχη με εκείνη της ιστορικής περιόδου που σφραγίστηκε από την υποχώρηση και το τέλος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Πράγματι, τα πρώτα μηνύματα που έφτασαν στον νέο πρόεδρο από τη Μόσχα και το Πεκίνο περιέχουν σαφέστατα «υπονοούμενα» για τις απαιτήσεις και τους όρους τους προκειμένου να συμβάλουν σε μια νέα παγκόσμια «αρχιτεκτονική». Ειδικά η επιστολή του Κινέζου Σι Τζινπίνγκ ήταν αποκαλυπτική, καθώς τονίζει ότι η μεγαλύτερη αναπτυσσόμενη και η μεγαλύτερη ανεπτυγμένη χώρα του κόσμου, που ταυτόχρονα είναι οι δύο ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη, έχουν την ευθύνη να διατηρήσουν την παγκόσμια ειρήνη και σταθερότητα, αλλά και να ενισχύσουν την παγκόσμια ανάπτυξη και ευημερία. Με άλλα λόγια, δηλαδή, προειδοποίησε τον Τραμπ και την Ουάσινγκτον ότι από εδώ και στο εξής, οι μονομερείς ενέργειες δεν θα είναι αποδεκτές και πως ό,τι γίνεται θα πρέπει να ικανοποιεί και τα συμφέροντα της Κίνας.
Σε αντίστοιχο μήκος κύματος, έστω και σε χαμηλότερους τόνους, κινήθηκε ο Πούτιν, υπογραμμίζοντας ουσιαστικά ότι η αξιοπιστία του Τραμπ θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο θα τηρήσει τις εξαγγελίες του για «συνεννόηση», πρωτίστως στα μέτωπα της Συρίας και της Ουκρανίας. Ο δε Ταγίπ Ερντογάν διεμήνυσε ότι μια λαμπρή σελίδα μπορεί να ανοίξει στις διμερείς σχέσεις μόνο εάν οι ΗΠΑ υποκύψουν και εκδώσουν στην Τουρκία τον Φετουλάχ Γκιουλέν – ενώ ακόμη και οι Ταλιμπάν τον κάλεσαν τελεσιγραφικά να αποσύρει τον αμερικανικό στρατό από το Αφγανιστάν!
Από την πλευρά της, η ΕΕ και ειδικά το Βερολίνο και το Παρίσι, έδειξαν να συνειδητοποιούν ότι η εκλογή Τραμπ ανοίγει μια νέα σελίδα στην παγκόσμια ιστορία. Και μάλιστα, σε μια στιγμή που το «ευρωπαϊκό οικοδόμημα» γνωρίζει τη μεγαλύτερη κρίση του και κλονίζεται συνθέμελα, καθώς οι φυγόκεντρες δυνάμεις ενισχύονται. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο Φρανσουά Ολάντ δήλωσε ότι η απάντηση της Γαλλίας πρέπει να δοθεί με την ισχυροποίησή της, ενώ η Ευρώπη οφείλει να ενωθεί – με άλλα λόγια, να επιταχύνει την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική της ολοκλήρωση.
Σε κάθε περίπτωση, όλοι τους μοιάζουν να έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εκλογή Τραμπ αποτελεί ένδειξη αδυναμίας των ΗΠΑ, την οποία οφείλουν και μπορούν να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους. Αρκετοί αφελείς, μάλιστα, δεν διστάζουν να συμπεράνουν πως ο νέος πρόεδρος είναι αναγκασμένος να κάνει πίσω και να δεχθεί το μεγαλύτερο μέρος των απαιτήσεών τους.
Φυσικά, πλανώνται πλάνην οικτράν! Το αμερικανικό κεφάλαιο, σάρκα από τη σάρκα του οποίου είναι ο Τραμπ, διαθέτοντας την πιο ισχυρή πολεμική μηχανή όλων των εποχών, δεν υπάρχει περίπτωση να εγκαταλείψει άνευ όρων και χωρίς μάχη τα λάφυρα και τα κεκτημένα του. Όπου και όταν αισθάνεται ότι αμφισβητούνται, θα τα υπερασπίζεται με κάθε κόστος, αν και παράλληλα, θα εγκαταλείπει σταδιακά τον ρόλο του «παγκόσμιου χωροφύλακα». Έτσι, θα αφήνει σαφώς μεγαλύτερα περιθώρια σύγκρουσης στους υπόλοιπους, με συνέπεια να εντείνεται η εικόνα του χάους και να πολλαπλασιάζονται οι εστίες ανάφλεξης.
Η αλλαγή τελικά θα έρθει, αλλά θα είναι αργή και βασανιστική, αποτέλεσμα πολλών και βίαιων αναμετρήσεων – ίσως και σε πλανητική διάσταση.
Ο Τραμπ εμφανίστηκε ως υπέρμαχος των δικαιωμάτων των φτωχών, ξεχασμένων και καταπιεσμένων (λευκών) Αμερικανών και ως εχθρός της Γουόλ Στριτ. Στην πραγματικότητα, όμως, έχει εξαγγείλει μια οικονομική και φορολογική «επανάσταση»η οποία μπορεί να συγκριθεί μόνο με το νεοφιλελεύθερο τσουνάμι των αρχών της δεκαετίας του ’80.
Ο δεύτερος …Ρίγκαν
Το οικονομικό πρόγραμμα του νικητή των εκλογών
Μια από τις τελευταίες διαφημίσεις που έριξε στη μάχη το επιτελείο του Ντόναλντ Τραμπ πριν την ημέρα των εκλογών θύμιζε κυριολεκτικά …μανιφέστο υπέρ των καταπιεσμένων και φτωχών της Αμερικής. Σε αυτήν, κατακεραυνώνονταν οι «ελίτ» για τις πολιτικές που είχαν ως αποτέλεσμα «την καταλήστευση της εργατικής μας τάξης, την αφαίρεση του πλούτου από τη χώρα μας και τη μεταφορά αυτών των χρημάτων στις τσέπες μιας δράκας μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων και πολιτικών μορφωμάτων». Το ίδιο σποτάκι έκλεινε με ένα μοντάζ φωτογραφιών από βιομηχανίες οι οποίες έχουν βάλει λουκέτο αφήνοντας άνεργους χιλιάδες εργαζόμενους και από τις συναντήσεις της Χίλαρι Κλίντον με τον Λόιντ Μπλάνκφεϊν, τον διευθύνοντα σύμβουλο της Γκόλντμαν Σακς, μιας τράπεζας συμβόλου της Γουόλ Στριτ, αλλά και των μεγάλων κρίσεών της.
Τα μηνύματα αυτά, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Τραμπ συγκέντρωσε κατά την προεκλογική του εκστρατεία ελάχιστα χρήματα από τους χρηματιστές σε σύγκριση με την Χίλαρι Κλίντον, ασφαλώς ενίσχυσαν το ρεύμα υπέρ του στις τάξεις όσων αισθάνονταν αδικημένοι και ταυτόχρονα αηδιασμένοι από το κατεστημένο και τα κέντρα εξουσίας. Ταυτόχρονα, έθεσαν μείζονα ερωτήματα για τον ρόλο που θα παίξει από τη θέση του προέδρου της μητρόπολης του παγκόσμιου καπιταλισμού, σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής.
Οι διεθνείς αγορές, ωστόσο, έσπευσαν να διαλύσουν τις αυταπάτες που έχουν δημιουργηθεί, στέλνοντας ένα ξεκάθαρο μήνυμα με τον δικό τους τρόπο: Ότι δεν ανησυχούν ιδιαιτέρως και, σε κάθε περίπτωση, ανησυχούν πολύ λιγότερο σε σύγκριση με το Brexit. Για του λόγου το αληθές, το μεσημέρι της Τετάρτης και μετά την πρωινή (φυσιολογική) αντίδραση που προκάλεσε αρχικά σημαντικές απώλειες στους δείκτες και τις τιμές των εμπορευμάτων, η εικόνα άρχισε να ισορροπεί. Σταδιακά, η τάση έγινε θετική, ενώ τελικά η πρώτη μετά τη νίκη Τραμπ συνεδρίαση των ευρωπαϊκών και του αμερικανικού χρηματιστηρίου έκλεισε με σημαντικά κέρδη. Όσο για την επόμενη μέρα, ο Ντάου Τζόουνς έφτασε στο υψηλότερο σημείο όλων των εποχών.
Η εικόνα αυτή δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη σε κανέναν. Πολύ απλά, επειδή τα βασικά στοιχεία των προεκλογικών θέσεων του νέου προέδρου για την οικονομία ισοδυναμούν ουσιαστικά με μια μελωδία ευτυχίας στα αυτιά του κεφαλαίου και των «επενδυτών». Ειδικά όσον αφορά τη φορολογία, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα και δεν χωρούν πολλές αμφισβητήσεις.
Συγκεκριμένα, ο Τραμπ έχει δεσμευτεί να προχωρήσει σε μια «φορολογική επανάσταση», αντίστοιχη εκείνης που εφάρμοσε ο Ρόναλντ Ρίγκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’80 – κινούμενος βεβαίως στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση με τον πρόεδρο ο οποίος ταυτίστηκε με την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού. Οι μειώσεις φόρων υπολογίζεται ότι θα ανέλθουν στο ιλιγγιώδες ποσό των 6,2 τρις δολαρίων για την επόμενη δεκαετία – προκαλώντας μια «ισοδύναμη» εκτόξευση του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ κατά 7 τρισ. δολάρια την ίδια περίοδο, εξαιτίας της αύξησης του δανεισμού.
Φυσικά, όπως είναι αναμενόμενο, θέλοντας να θολώσουν το τοπίο, οι προπαγανδιστές του Τραμπ ισχυρίζονται ότι θα ωφεληθούν εξίσου όλοι, από τα χαμηλότερα στρώματα μέχρι την κορυφή της πυραμίδας. Ωστόσο, το περιοδικό Φορμπς έσπευσε να τους διαψεύσει, αποδεικνύοντας ότι τα τρία τέταρτα του οφέλους αφορά το πλουσιότερο 1% των Αμερικανών και το ένα τέταρτο μόλις το 0,1%!
Ειδικά για τις επιχειρήσεις με έδρα τις ΗΠΑ, ο Τραμπ προβλέπει τη μείωση του φορολογικού συντελεστή από το 35% που είναι σήμερα στο 15%, μετατρέποντας έτσι και επισήμως τη χώρα (γιατί ανεπισήμως είναι ήδη…) σε παγκόσμιο φορολογικό παράδεισο. Επίσης, όσον αφορά στο ατομικό εισόδημα, ο ίδιος έχει εξαγγείλει ότι ο ανώτατος συντελεστής θα μειωθεί από το 39,6% στο 33% – προσφέροντας ως «τυράκι» τη μηδενική φορολόγηση των πολύ χαμηλών εισοδημάτων, με τη μορφή απαλλαγών και μπόνους (τα οποία μπορούν ανά πάσα στιγμή να αναθεωρηθούν).
Αντιθέτως, σύμφωνα μάλιστα με την ίδια ανάλυση, ορισμένες κατηγορίες θα κληθούν να πληρώσουν περισσότερους φόρους – ανάμεσά τους είναι οι μονογονεϊκές και πολυμελείς οικογένειες. Φυσικά, δεν είναι μόνο αυτές που θα χρεωθούν το κόστος των παροχών της νέας κυβέρνησης προς το κεφάλαιο. Η προαναγγελθείσα κατάργηση του συστήματος υγείας που καθιέρωσε ο Μπαράκ Ομπάμα (το οποίο ασφαλώς δεν ήταν αποκλειστικά δημόσιο και ολοκληρωμένο και ούτε είχε σχέση με τις δικές του εξαγγελίες) αποτελεί έναν από τους πόρους χρηματοδότησης των φορολογικών περικοπών για τους εκατομμυριούχους και τις επιχειρήσεις, ενώ το ίδιο ισχύει και με τις υπόλοιπες κοινωνικές αλλά και δημόσιες δαπάνες, καθώς όλες αυτές οι δραστηριότητες ή έστω ό,τι έχει απομείνει υπό δημόσιο έλεγχο, θα περάσουν στο ιδιωτικό κεφάλαιο.
Σημαντικά κεφάλαια προβλέπεται ότι θα εξοικονομηθούν και από τη διακοπή ή δραστική μείωση των ποσών (ύψους αρκετών δισ.) που κατευθύνονται σε ενέργειες όπως η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Άλλωστε, ο Τραμπ έχει ξεκαθαρίσει πως θα ακυρώσει την υπογραφή Ομπάμα στην πρόσφατη συμφωνία που επετεύχθη στη διάσκεψη του Παρισιού, ενώ έχει τονίσει επανειλημμένως ότι θα αξιοποιήσει στο έπακρο τα πλούσια αποθέματα του αμερικανικού υπεδάφους αλλά και της Αλάσκα σε λιγνίτη, σχιστολιθικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο – ενώ, παράλληλα, τάσσεται υπέρ της επέκτασης της χρήσης ατομικής ενέργειας και της κατασκευής πολλών νέων αντιδραστήρων.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι μια ακόμη πηγή εσόδων είναι πιθανό να προέλθει από τις διεθνείς εμπορικές σχέσεις των ΗΠΑ. Ο Τραμπ έχει δεσμευτεί να επαναδιαπραγματευτεί τις συμφωνίες που έχουν υπογραφεί ή πρόκειται να υπογραφούν με άλλες χώρες ή μπλοκ, με κριτήριο να είναι πιο συμφέρουσες για τη χώρα του. Ειδικά δε απέναντι στην Κίνα, έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο επιβολής προστατευτικών μέτρων στις εισαγωγές (μέσω δασμών και όχι μόνο), προκειμένου να περιορίσει τον βαθμό διείσδυσής τους στην αμερικανική αγορά.
Υπάρχει κάτι ασαφές, μετά από όλα αυτά;
Τα «μπλε κολάρα» έβγαλαν τον Τραμπ
ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΨΗΦΟΥ
Παρά την προφανή και αδιαμφισβήτητη συσπείρωση γύρω από τον Τραμπ του πιο αντιδραστικού και σκοταδιστικού τμήματος της αμερικανικής κοινωνίας, της Κου-Κλουξ-Κλαν, του λόμπι των όπλων και των φανατικών αντιπάλων των αμβλώσεων, του 60% των προτεσταντών και του 52% των καθολικών, θα ήταν τουλάχιστον άστοχο το συμπέρασμα ότι η νίκη του οφείλεται αποκλειστικά σε αυτό. Άλλωστε, οι συγκεκριμένοι ψηφοφόροι πάντοτε προτιμούσαν τους Ρεπουμπλικάνους –έστω κι αν αυτή τη φορά, ο Τραμπ κατάφερε όντως να τους συσπειρώσει και να τους κινητοποιήσει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό.
Τώρα, όμως, ο καθοριστικός παράγοντας ήταν η απήχηση που είχε σε σημαντικά κομμάτια του παραδοσιακού βιομηχανικού προλεταριάτου της χώρας. Αυτό του χάρισε τη νίκη στη «βιομηχανική καρδιά» των ΗΠΑ, στις περισσότερες δηλαδή πολιτείες που βρίσκονται στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών – το Ουισκόνσιν, το Οχάιο (που αποτελεί παραδοσιακά το βαρόμετρο των προεδρικών εκλογών και ο Τραμπ το «σάρωσε» με εννιά μονάδες διαφορά), το Μίτσιγκαν, αλλά και την Πενσιλβάνια.
Τα λεγόμενα «μπλε κολάρα» αποτέλεσαν το κλειδί των εκλογών, καθώς παρά την ανάκαμψη των δεικτών, η κρίση είχε ως συνέπεια τη διεύρυνση των ανισοτήτων και του χάσματος ανάμεσα στους πλούσιους, από τη μία, με τα μεσαία και κατώτερα στρώματα από την άλλη. Εκεί όπου, ειδικά στις τάξεις όσων έχουν χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, το μέσο εισόδημα είτε έμεινε στάσιμο είτε υποχώρησε μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008 –τη στιγμή, μάλιστα, που εκατοντάδες δις κατευθύνθηκαν στη διάσωση των τραπεζών, ενώ η κορυφή της πυραμίδας είδε το μερίδιό της στον πλούτο να αυξάνει.
Όλοι αυτοί απέδειξαν στην κάλπη ότι δεν πίστευαν τα λόγια της Κλίντον, η οποία στα μάτια τους ήταν η εκπρόσωπος του κατεστημένου που ευθύνεται για τα παραπάνω και προσπαθούσε να τους πείσει πως «το αμερικανικό όνειρο είναι τόσο μεγάλο ώστε να τους χωρά όλους». Αντιθέτως, τους άγγιξε το κεντρικό σύνθημα του Τραμπ, του αμερικανού Μπερλουσκόνι ο οποίος έπαιξε με επιτυχία το χαρτί του αντισυστημικού, μην διστάζοντας να έρθει σε ρήξη ακόμη και με το ίδιο του το κόμμα: «Να ξανακάνουμε μεγάλη την Αμερική».
Η εικόνα, λοιπόν, είναι απολύτως λογική: Στις ηλικίες από 40 και πάνω, όπου ανήκουν κυρίως οι παραπάνω κοινωνικές ομάδες, ο Τραμπ ήταν κυρίαρχος με ποσοστά άνω του 50%, έναντι 44-46% για την Κλίντον. Όσοι δεν διαθέτουν πτυχίο κολεγίου τον προτίμησαν επίσης κατά 52%, έναντι 44% της αντιπάλου του. Έτσι, έκαναν τη διαφορά και χάρισαν στον Τραμπ μια νίκη ιστορικών διαστάσεων, αφού προστέθηκαν στην πλειοψηφία των λευκών, οι οποίοι αποτελούν το 70% του εκλογικού σώματος και του έδωσαν την ψήφο τους σε αναλογία περίπου δύο προς ένα.
Οι Αμερικανοί δυσφορούν και επιζητούν αλλαγή. Το 2008, είδαν την ελπίδα στα συνθήματα και το πρόσωπο του Ομπάμα, τολμώντας μια «προοδευτική» για τα δεδομένα των ΗΠΑ επιλογή. Όταν τους απογοήτευσε, ανταποκρίθηκαν στο ακροδεξιό, πατριωτικό σάλπισμα του Τραμπ. Τουλάχιστον, όσοι επέλεξαν να πάνε στις κάλπες – η «σιωπηρή πλειοψηφία» εξακολουθεί να αναζητά άλλες διεξόδους.