Η ταινία καταγράφει με ακρίβεια ντοκιμαντέρ την έκρηξη στην πλατφόρμα άντλησης πετρελαίου Deepwater Horizon στον κόλπο του Μεξικού το 2010.
της Βίκυς Παπαδοπούλου
Το πλήρωμα της πλατφόρμας ανήκε στην “αριστοκρατία” της εργατικής τάξης: άνθρωποι με υψηλή ευφυϊα, εξοικειωμένοι με την πιο περίτεχνη τεχνολογία αλλά και τη συλλογική δουλειά.
Θα αδικούσαμε την «Deepwater Horizon» αν λέγαμε ότι είναι απλώς μια ταινία καταστροφής, όπως τόσες άλλες με τις οποίες μάς έχει ταϊσει το Χόλιγουντ («Σεισμός», «Αρμαγεδδών», «Ο πύργος της κολάσεως» κ.λπ.). Είναι μια ταινία «για» μια συγκεκριμένη καταστροφή, δηλαδή της Deepwater Horizon. Έτσι ονομαζόταν η πλατφόρμα άντλησης πετρελαίου της εταιρείας ΒΡ που εξερράγη το 2010 στον κόλπο του Μεξικού, ανοιχτά της ακτής της Λουιζιάνας. Έντεκα άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους ενώ χιλιάδες κάτοικοι της περιοχής αλλά και εκατοντάδες τρόφιμοι ιδιωτικών φυλακών που εργάστηκαν για τον καθαρισμό της πετρελαιοκηλίδας υπέστησαν τρομερές βλάβες στην υγεία τους. Εκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου, που ανέβλυζε από το βυθό, έρρεαν επί 87 ημέρες στη θάλασσα προξενώντας τη μεγαλύτερη μέχρι στιγμής οικολογική καταστροφή του 21ου αιώνα.
Η ταινία αυτή δεν είναι ένα αντικαπιταλιστικό μανιφέστο, παρ’ όλο που τονίζει τις εγκληματικές ευθύνες των στελεχών της BP που αδιαφόρησαν για τα ελλιπή μέτρα ασφαλείας προκειμένου να προλάβουν τις προθεσμίες και να μειώσουν το κόστος. Εξάλλου, όσο περισσότερα χρήματα και χρόνο εξοικονομούσαν, τόσο μεγαλύτερο μπόνους θα έπαιρναν.
Η «Deepwater Horizon» είναι ένα τεχνολογικό αλλά και ρεπορταζιακό επίτευγμα, αφού κατορθώνει μέσα σε λιγότερο από δύο ώρες να εκλαϊκεύσει, όσο γίνεται, το πώς λειτουργεί μια τέτοια πλατφόρμα και τι μέτρα ασφαλείας προβλέπονται. Ωστόσο, δεν υιοθετεί μια ντοκιμενταρίστικη αλλά μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση: οι ηθοποιοί έχουν τα πραγματικά ονόματα των μελών του πληρώματος ενώ οι διάλογοι διακρίνονται για τη φυσικότητά τους. Καθοριστικό ρόλο στη συγγραφή του σεναρίου έπαιξε ένα μακροσκελές ρεπορτάζ των «Νιου Γιορκ Τάιμς», που δημοσιεύτηκε οχτώ μήνες μετά το ατύχημα. Το ρεπορτάζ βασίστηκε σε συνεντεύξεις από 21 μέλη του πληρώματος και στις ένορκες καταθέσεις των 94 ανθρώπων που διασώθηκαν, καθώς και σε χιλιάδες σχετικά έγγραφα. Η κινούμενη εικόνα αναγνωρίζει την οφειλή της στο λόγο.
Η Deepwater Horizon ήταν ένα τεχνολογικό επίτευγμα: ένα «τέρας» μήκους 120 μ., ενώ το φρέαρ που έφτανε μέχρι το βυθό ήταν πάνω από ένα χιλιόμετρο. Εδώ το ακριβοπληρωμένο πλήρωμα ανήκε στην αριστοκρατία της εργατικής τάξης: άνθρωποι με υψηλή ευφυϊα, εξοικειωμένοι με την πιο περίτεχνη τεχνολογία αλλά και τη συλλογική δουλειά. Καθώς η πλατφόρμα απείχε 45 λεπτά με το ελικόπτερο από τη στεριά οι εργαζόμενοι ζούσαν απομονωμένοι σαν σε νησί και είχαν αναπτύξει δεσμούς φιλίας και αλληλεγγύης που εκδηλώθηκαν με την αυτοθυσία και τον ηρωισμό που έδειξαν κάποιοι από αυτούς τις κρίσιμες στιγμές.
Η ταινία κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή και ας ξέρουμε τι θα συμβεί στο τέλος. Κάτι που δεν είναι εύκολο. Πέρα από τη μαεστρία του σκηνοθέτη Πίτερ Μπεργκ, σημαντική είναι η συμβολή σπουδαίων ηθοποιών όπως του Μαρκ Γουόλμπεργκ, του Κερτ Ράσελ και του Τζον Μάλκοβιτς. Η ταινία τελειώνει με ένα προσκλητήριο των 11 νεκρών, μόνο που οι αποσιωπημένες παράπλευρες απώλειες ήταν πολύ πιο βαριές.
Αυτά που «δεν» μας δείχνει η ταινία, δηλαδή τη νομική μάχη έδωσε η ΒΡ για να τη γλιτώσει φτηνά, ίσως έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από το χρονικό της καταστροφής. Φυσικά η ΒΡ κάτι πλήρωσε, όμως αυτά που έδωσε ήταν ένα τίποτα μπροστά στην τραγωδία που προκάλεσε. Πολλοί κάτοικοι της περιοχής, που παρουσίασαν σοβαρά προβλήματα υγείας, συμβιβάστηκαν με ένα ξεροκόμματο και υπέγραψαν ότι παραιτούνται από κάθε μελλοντική αξίωση αποζημίωσης ή ιατροφαρμακευτικής κάλυψης. Προφανώς η ανατομία της οικολογικής και της «ανθρωπιστικής» καταστροφής είναι λιγότερο θεαματική, δεν μπορεί να την καταγράψει το ραντάρ του Χόλιγουντ.