του Νίκου Νούλα
Εντάξει, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανήκει στην Αριστερά, ούτε καν στη ρεφορμιστική. Δεν εγγράφεται ούτε στη λεγόμενη μεγάλη αντιμνημονιακή παράταξη. Γιατί, απλούστατα, εφαρμόζει μνημόνια κατ’ επιταγήν της Νέας Χρηματοπιστωτικής Διεθνούς. Όπερ έδει δείξαι, λοιπόν, και ξεμπερδέψαμε; Λογικοφανείς συλλογισμοί. Πλην όμως εξαιρετικά ελλιπείς. Υπαγορεύονται, νομίζω, από μια “ορθοφροσύνη” που εξυπηρετεί περισσότερο μια ψυχολογική τάση αυτοδικαίωσης όσων «αρνήθηκαν την προδοσία Τσίπρα». Αυτό που έχουμε ανάγκη είναι η ορθολογική ανάλυση του φαινομένου ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε ως συμμαχία κοινοβουλευτικής διάσωσης του ΣΥΝ -αλλά και επαφής με το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα- την περίοδο 2004-2006. Μετατοπίστηκε ψυχανεμιζόμενος το νεανικό ριζοσπαστισμό το 2006, για να πέσει σε πολιτικό και οργανωτικό “κώμα” μετά το 2009. Ανάνηψε δε αντιμνημονιακά στη συνέχεια (2010-2011). Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των περιόδων ήταν ένας διάχυτος οπορτουνισμός. Υλική του βάση αποτέλεσε η οικονομική εξάρτηση πολλών στελεχών από το κόμμα (συγκεκριμένα: από το κρατικές επιχορηγήσεις), καθώς και η μεσοστρωματική σύνθεση και απεύθυνση του εν λόγω κόμματος. Ενώ ιδεολογικά ο καιροσκοπισμός στηρίχτηκε στις αξίες του λεγόμενου ευρωπαϊσμού και του ήπιου μεταρρυθμισμού. Παρόλα αυτά έχει μια σημασία το γεγονός ότι ο συσχετισμός μεταξύ συστημικών, ρεφορμιστικών και ριζοσπαστικών στρατηγικών άλλαζε ανάλογα με τη συγκυρία και τους εσωπαραταξιακούς συσχετισμούς. Εξού και η επιλογή του “ΡΙΖΑ” να συμπράξει με το ΣΥΝ.
Η επαφή του ΣΥΡΙΖΑ με την εξουσία, είτε σαν προσδοκία από το 2012 και μετά, είτε ως συντελεσμένο γεγονός στη συνέχεια, καθόρισε την τωρινή μεταμόρφωσή του. Πλέον δεν είναι ο οπορτουνισμός που χαρακτηρίζει το κόμμα, αλλά ο νεοφανής ΛΑΪΚΙΣΜΟΣ. Το προσδιοριστικό «νεοφανής» ίσως είναι πλεονασμός, μια και ο λαϊκισμός, λόγω του χαμαιλεοντικού του χαρακτήρα, της προσαρμογής δηλαδή στις συνθήκες, έχει πάντα ιδιότυπα χαρακτηριστικά. Παρόλ’ αυτά, θεωρώ ότι βοηθά, τονίζοντας ότι αυτός ο λαϊκισμός δεν είναι μια απλή επανάληψη ιστορικά προηγούμενων.
Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Ο ΣΥΡΙΖΑ το 2012 μπήκε σε τροχιά εξουσίας ενσωματώνοντας στο λόγο του την αντιμνημονιακή προβληματική (αντιτροϊκανή συνθηματολογία -έστω σε λάιτ έκδοση, υπεράσπιση της χώρας και των ανθρώπων της, ενότητα του λαού) και δίνοντας διέξοδο στο μνημονιακό αδιέξοδο («κυβέρνηση της Αριστεράς»). Ένα κίνημα, λοιπόν, που βάζει πλώρη για κυβέρνηση; Μάλλον το ανάποδο: μια καιροσκοπική αριστερά που διαχρονικά «όλα τα σφάζει-όλα τα μαχαιρώνει», με τη βοήθεια και λίγης τύχης, βρέθηκε στην περίοπτη θέση του πολιτικού εκφραστή ενός αντιφατικού και πρωτόλειου πολιτικά κινήματος. Όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα με τους πολιτικούς διαμεσολαβητές, ο ΣΥΡΙΖΑ ενσωμάτωσε στο λόγο του σημαίνοντα για να προωθήσει βολικά για τον ίδιο σημαινόμενα: αγώνας ενάντια στη διαπλοκή και το «τρίγωνο της αμαρτίας», αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού, πειθώ στους δανειστές για το δίκαιο της Ελλάδας κοκ. Έβαλε δηλαδή νερό στο κρασί του. Το πρώτο βήμα της λαϊκιστικής μεταλλαγής είχε συντελεστεί: «Ασ’ το πάνω μου, εγώ, ο ΣΥΡΙΖΑ, είμαι ο πολιτικός εαυτός του κινήματος». Συν τω χρόνω, αυτή η αντίληψη εμπεδωνόταν όλο και πιο πλατιά από κομμάτια του λαού. Η Ελπίδα κυοφορούνταν, και ο ΣΥΡΙΖΑ καλλιεργούσε στο λαό την προσδοκία της επικείμενης γέννας, χωρίς τοκετό!
Στη συνέχεια, 2015 και δώθε, αυτό το ταξίδι του ΣΥΡΙΖΑ με βάρκα την Ελπίδα, αλλά χωρίς καταβολή εισιτηρίου, απέκτησε συγκεκριμένο όνομα: «στρατηγική του έντιμου συμβιβασμού». Ουσιαστικά αποτέλεσε τον ιδεολογικό μανδύα της δρομολογημένης συνθηκολόγησης. Όταν εκφωνήθηκε αυτή η γραμμή, ο ΣΥΡΙΖΑ (ΣΥΡΙΖΑΝΕΛΛ πια) ήταν ήδη «απέναντι». Το μόνο στο οποίο θα μπορούσε να ελπίζει κανείς θα ήταν μια εξέγερση των μελών του ΣΥΡΙΖΑ, ή έστω μια πετυχημένη διάσπαση του κόμματος. Όμως, η ιδέα μιας ήπιας ρήξης με τη Νέα Χρηματοπιστωτική Διεθνή είχε εμποτίσει τα μέλη του κόμματος. Η υποτυπώδης εσωκομματική ζύμωση υπήρξε ένας επιβαρυντικός παράγοντας, όχι όμως καθοριστικός. Όσον αφορά στις τάσεις της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, ενδιαφέρονταν περισσότερο για ένα εσωκομματικό πλασάρισμα και αντίστοιχη διαφύλαξη των προνομίων τους, παρά για την κατάθεση μιας συνολικά αντιθετικής πολιτικής πλατφόρμας και για αντίστοιχη προετοιμασία για μια μεγάλη σύγκρουση. Γι’ αυτό και αποχώρησαν από το κόμμα, όταν δεν είχαν καμία άλλη εναλλακτική. Άλλοι πορεύονται με τα ίδια μεθοδολογικά εργαλεία (νόμισμα οι μεν, δικαιώματα οι δε), άλλοι έβαλαν πλώρη για άλλες κοσμοθεωρίες.
Από τη “στιγμή”, λοιπόν, που αποφάσισε να χορέψει τον τροϊκανό χορό, η κατρακύλα επιταχύνεται. Ο ΣΥΡΙΖΑΝΕΛΛ αναλαμβάνει rector provinciae της επαρχίας-Ελλάδα. Θα κάνει ό,τι πρέπει στο διεθνή καταμερισμό του imperium. Θα είναι εταίρος, όχι μόνο του ευρωενωσιακού, αλλά και των αμερικανικού παράγοντα στις οικονομικές και στρατιωτικές εκστρατείες. Θα προσπαθήσει να παίξει και με άλλους διεθνείς παίχτες. Θα ξεχρεώσει-ξεπουλήσει αδίστακτα. Θα φορολογήσει μέχρι τελευταίας ρανίδος τον ελληνικό λαό. Θα επιβάλει αυταρχικά την εσωτερική ειρήνη. Ζητάει μόνο να του λυθούν τα χέρια: να δημιουργήσει τους δικούς του κρατικούς μηχανισμούς, να στηριχτεί σε δικούς του οικονομικούς παράγοντες, να ελέγξει την ενημέρωση. Να φτιάξει δηλαδή το ταξικό μπλοκ που θα τον στηρίζει. Το λαϊκιστικό καθεστώς ΣΥΡΙΖΑΝΕΛΛ δεν είναι ούτε κλασσική δεξιά, ούτε αριστερά. Ούτε νεοφιλελεύθερο, ούτε σοσιαλδημοκρατικό. Είναι καθεστώς (μετανεωτερικής) επαρχίας. Ιστορικά, τέτοιου είδους καθεστώτα αποδείχτηκαν αδίστακτα, και η ιδεολογική εκκίνησή τους δεν προεικόνισε την αυταρχική κατάληξή τους υπό την ηγεσία δημοκόπων βοναπαρτίσκων. Θα εδραιωθεί ο ΣΥΡΙΖΑΝΕΛΛ ως καθεστώς ή θα έχει την τύχη των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων; Πάντως, αν πέσει η κυβέρνηση, δεν το έχει σε τίποτα ο ΣΥΡΙΖΑ να το γυρίσει στη «ριζοσπαστική αριστερά».
Το θέμα είναι πώς πορευόμαστε από δω και πέρα. Με βάση όσα εκτέθηκαν, νομίζω ότι όσοι εμπλακήκαμε με το ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να παραδεχτούμε την αποτυχία μας. Και αυτό γιατί, πριν την προδοσία Τσίπρα και την αισχύνη της μετέπειτα πορείας, υπήρξε το συνολικό στρατηγικό μας έλλειμμα. Όμως, μια τέτοια κριτική νομίζω ότι αγγίζει και την πέραν του ΣΥΡΙΖΑ αριστερά. Εδώ ξεκινάει μια καίρια συζήτηση, η οποία αφορά την Αριστερά σε διεθνή κλίμακα στο βαθμό που τα πρόσφατα χρόνια καταγράφεται μια τάση υποχώρησης (Λατινική Αμερική, Νεπάλ) ή συνθηκολόγησης (Ελλάδα, Ισπανία) εμβληματικών αν μη τι άλλο κινημάτων. Μια συζήτηση για το βαθμό δυνατότητας χάραξης εθνικών πολιτικών (αστικών ή προλεταριακών) σε συνθήκες τέλους της αστικής δημοκρατίας, άρα για το ποια η σχέση εθνικού-διεθνικού, ποιος είναι ο ρόλος του κράτους, του ιμπεριαλισμού και των υποκειμένων στις σημερινές συνθήκες.