του Θανάση Σκαμνάκη
Ο Αγαμέμνονας έχει επιστρέψει στις Μυκήνες. Η Κλυταιμνήστρα τον υποδέχεται με λόγια θερμά, αλλά διφορούμενα. Εκείνος δεν μπορεί να καταλάβει το τι κρύβουν. Δεν ξέρει ούτε τα αισθήματα της γυναίκας του, ούτε τα αισθήματα του χορού και του λαού.
Επαίρεται για τη νίκη του και τις καταστροφές που επέφερε στην Τροία, «γιατί με κόπο πολύ για την αρπαγή πήραμε εκδίκηση και για χάρη μιας γυναίκας αφάνισε την πόλη αυτή τ’ αργείτικο θεριό …και πηδώντας στα κάστρα, σαν να ήταν λιοντάρι ωμοφάγο, χορταστικά ρούφηξε αίμα πολύ βασιλικό». Απορροφημένος απ’ το θρίαμβο, από τον κόσμο κι από το σκοπό που έζησε μαζί του και για χάρη του δέκα χρόνια, δεν βλέπει τα όσα οργισμένοι οι θεοί έκαναν στο στόλο των Αχαιών όταν αναχώρησε από την ξεθεμελιωμένη πόλη, ούτε τι του ετοιμάζουν κι αυτοί κι η Κλυταιμνήστρα, ούτε τι σκέφτεται ο λαός. Εκείνη ελεεινολογεί μιάν εκστρατεία που στοίχισε τόσες ζωές για χάρη μιας γυναίκας, κι ας ήταν η αδελφή της, κι ο λαός χαίρεται αλλά και σχολιάζει, θρηνεί για τον ίδιο λόγο. Όμως εκείνος καμαρώνει για όσα ανίερα έπραξε, ακόμα και για το ότι έγινε για χάρη μιας γυναίκας η εκστρατεία, λησμονώντας πως για μια τέτοια ανόητη αιτία θυσίασε τη μικρή του κόρη ο ίδιος και πως χιλιάδες άλλοι έχασαν τα παλικάρια τους. Κι έτσι τα λόγια του δεν λειτουργούν μόνο ως τραγική ειρωνεία αλλά και ως ψυχολογικό υπόστρωμα και επιχείρημα για την επικείμενη Δίκη, τη σφαγή του.
Δεν είναι ανόητος. Αλλά ο μικρόκοσμός του έχει γίνει γι’ αυτόν ολόκληρο το σύμπαν, και δεν τον αφήνει να καταλάβει. Η πραγματικότητα είναι ό,τι εκείνος θεωρεί κι όχι εκείνο που είναι. Κι έτσι χωρίς αντίσταση, χωρίς καν μια υποψία, οδηγείται πάνω στα πορφυρά χαλιά προς το λουτρό, απ’ όπου δεν θα ξαναβγεί στο φως.
«Θαρρώ πως δε μ’ ακούς – σα να βιάζεσαι. Μα, ναι, όλοι βιαζόμαστε / να σταματήσει ο άλλος, να μιλήσουμε εμείς. Και καθένας μας / μονάχα τα δικά του λόγια ακούει», βάζει ο Γιάννης Ρίτσος τον δικό του Αγαμέμνονα να λέει, επιφυλλάσσοντας για το βασιλιά μια πιο φιλική μεταχείριση, πιο ανθρώπινη, από εκείνην του Αισχύλου, αλλά εξ ίσου τραγική.
Ο κάθε ποιητής θέλει να υπενθυμίσει στην πόλη του τα οικεία κακά, της εποχής του.
Για οικεία κακά, της εποχής μας, τα ανακαλώ κι εγώ.