ΓΙΑΝΝΗΣ ΙΟΛΑΟΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ
το κείμενο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Αλέκου Καραμπέτσου.
Τα Νόμπελ Λογοτεχνίας αποτυπώνουν την πορεία που ακολουθεί η αστική κριτική από τις αρχές του 20ού αιώνα έως σήμερα.
13 Οκτωβρίου 2016. Η Σουηδική Ακαδημία προβαίνει σε μια αιφνιδιαστική βράβευση. Ο Ρόμπερτ Άλεν Τσίμερμαν, γνωστός ως Μπομπ Ντίλαν, αποσπά το βραβείο Λογοτεχνίας. Η πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού που δεν βραβεύεται δημιουργός από την ορισμένη «Πολιτεία των Γραμμάτων». Μέχρι φέτος το βραβείο πήγαινε συνήθως σε μυθιστοριογράφους και ποιητές, σπανιότερα -μόλις 11 φορές- το απέσπασαν συγγραφείς που επιδόθηκαν κυρίως στο θέατρο. Από τη στιγμή της ανακοίνωσης έχει ξεσπάσει ένας ζωηρός διάλογος, που συχνά πλησιάζει τα όρια της πολεμικής, ανάμεσα σε εκείνους που υπερασπίζονται την «καθαρότητα» ενός λογοτεχνικού βραβείου, ισχυριζόμενοι ότι η λογοτεχνία -και δη η υψηλή- είναι η καθαρή ποίηση, η πεζογραφία, άντε και το θέατρο, και σε εκείνους που αναγνωρίζουν τη λογοτεχνικότητα και σε κείμενα που δεν εκκινούν υποχρεωτικά από το κουλουάρ της λογοτεχνίας.
Να σημειώσουμε πως το βραβείο Νόμπελ το έχουν αποσπάσει πολλοί σημαντικοί λογοτέχνες, αρκετοί με χαμηλή επίδραση και ορισμένοι πραγματικά ξεχασμένοι. Για καθέναν από αυτούς υπάρχουν δεκάδες που, για ιδεολογικούς, πολιτικούς ή άλλους λόγους, το άξιζαν περισσότερο και δεν το αξιώθηκαν ποτέ. Ο Ρίτσος και ο Σικελιανός, για να μιλήσουμε για οικεία παραδείγματα, δεν το απέσπασαν ποτέ. Υπό αυτή την έννοια, το Νόμπελ Λογοτεχνίας ουδέποτε ήταν χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής αξίας. Ωστόσο, σε όλη την πορεία του θεσμού μία ήταν η σταθερά του και ως τέτοιο μπορεί να κατανοηθεί. Το Νόμπελ είναι η σαφέστερη αποτύπωση της πορείας που ακολουθεί η αστική κριτική από τις αρχές του 20ού αιώνα έως σήμερα. Μέσα από την ιστορία των Νόμπελ μπορεί κανείς να δει τις τάσεις, τις αντιφάσεις, τα ρεύματα και τις οπτικές που καθορίζουν κάθε φορά την κυρίαρχη και καθεστηκυία αφήγηση περί λογοτεχνίας.
Τις τελευταίες δεκαετίες, με την επικράτηση μετανεωτερικών θεωρητικών σχημάτων και ενώ έχουν υποχωρήσει οι μεγάλες αφηγήσεις, ενισχύεται η άποψη που αναζητά τη λογοτεχνικότητα και σε κείμενα εκτός του λογοτεχνικού κανόνα. Διαβάζουμε για το εικαστικό «κείμενο», το οπτικό «κείμενο», το απτό «κείμενο». Ό,τι κείται, είναι κείμενο. Εντούτοις, ακόμη συμφωνούμε στο ότι η λογοτεχνία, ασχέτως αν είναι υψηλή ή χαμηλή, καλή ή κακή, φτιάχνεται με λέξεις. Το ίδιο και οι στίχοι για τα τραγούδια. Δομικά μιλώντας, οι στίχοι του Ντίλαν και τα ποιήματα του Καβάφη είναι φτιαγμένα από το ίδιο υλικό. (Προλαβαίνοντας τις αντιρρήσεις, ο Ντίλαν δεν πήρε Νόμπελ για τα τραγούδια του, την συγκερασμένη εννοώ μορφή μελωδίας και στίχων, αλλά για τους στίχους του και μόνο για τους στίχους του.)
Αν διαβάσουμε «όλο» το έργο του, και όχι μόνο τα αγαπημένα μας τραγούδια, θα βρούμε έναν οξυδερκή και αντιφατικό δημιουργό.
Αυτό το υλικό, οι λέξεις, είναι η πρώτη ύλη της λογοτεχνίας αλλά δεν αρκεί από μόνη της. Γράφει ο Ντίλαν λογοτεχνία; Και αν ναι, είναι τέτοιου επιπέδου ώστε να αξίζει ένα Νόμπελ; Η απάντηση είναι και στα δύο ερωτήματα καταφατική. Από το 1962, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ με τίτλο Bob Dylan μέχρι το 2012 όταν και κυκλοφόρησε το τελευταίο -ως τώρα- με δικό του υλικό, το Tempest, o Ντίλαν αφηγήθηκε με συνέπεια την ιστορία των ΗΠΑ από το 1950 έως σήμερα. Ένα έμμετρο χρονογράφημα στο οποίο διακρίνεται όλη η μετατόπιση της δυτικής σκέψης από τα μεταπολεμικά όνειρα της νεολαίας για έναν καλύτερο κόσμο έως τις ματαιώσεις, το κλείσιμο στον εαυτό, τις ατομικές διαδρομές. Αν διαβάσουμε όλο το έργο του, και εννοώ όλο και όχι μόνο τα αγαπημένα μας τραγούδια, θα βρούμε έναν οξυδερκή και αντιφατικό δημιουργό που με την οπτική γωνία των γεννηθέντων στις αρχές του ’40, είναι η γενιά που δεν γνώρισε πόλεμο αλλά βίωσε φόβο και ελπίδα, μας αφηγείται με συνέπεια την πορεία της εποχής του και άρα όλων των εποχών. Κέντρο της δημιουργίας του είναι ο άνθρωπος. Όχι όμως ο άνθρωπος εξιδανικευμένος, αλλά ο άνθρωπος που μπορεί να φτιάξει έναν κόσμο από την αρχή αλλά μπορεί και να συντριβεί από ένα βλέμμα. Στίχοι που μετεωρίζονται διαρκώς. Από τα δίστιχα των αγροτών, στη βιβλική παράδοση, από τον εξάμετρο στίχο του μπλούζ στον γαλλικό συμβολισμό, από την καθολική ηθική στην παλλόμενη νεολαία των 60s. Μεγάλη λογοτεχνία υπό αυτή την έννοια. Τελικά, κανείς από τους ανθυποψήφιούς του δεν είχε τόση μεγάλη επίδραση σε συνειδήσεις και στη διαμόρφωση της εικόνας μας για τον κόσμο που ζούμε.