Ας το εκλάβουμε ως συνέχεια του προηγούμενου, σχετικά με τα «ακόμα» της νοσταλγίας (είμαστε ακόμα ζωντανοί, είμαστε ακόμα εδώ κ.ο.κ.). Παρελθοντικά, εμμονικά αλλά και τόσο ζωτικά!
Την αφορμή για το προηγούμενο σχόλιο την έδωσαν οι στίχοι που παραθέτω:
«Είδα στον ύπνο μου εχτές/ χρυσές ανταύγειες και φωτιές να μας τυλίγουν/ παίζαν χιλιάδες μουσικές/ και συ τα σύννεφα να διώχνεις που μας πνίγουν./ Είδα θεούς να αιμορραγούν/ νύμφες να λούζονται σε μαύρους καταρράχτες/ παιδιά να μας καθοδηγούν/ κρίνα ν’ ανθίζουνε στου κόσμου όλους τους φράχτες./ Είδα το φίδι να πετά/ και τ’ αετόπουλο να σέρνεται στο χώμα/ είδα πανό μοναχικά/ να τραγουδάνε πως υπάρχουμε ακόμα/. Είδα στης πόλης τα στενά/ γονατισμένους πρίγκιπες να ξαγρυπνάνε/ σκλάβους να σπάνε τα δεσμά/ κι άλλα δεσμά πιο ματωμένα να ζητάνε./ Είδα γενναίους εραστές/ να καθρεφτίζονται σε δρόμους από χιόνι/ είδα αστυνόμους, δικαστές/ απ’ τα κλεφτρόνια να γυρεύουνε συγγνώμη».
Ανήκουν στον Άλκη Αλκαίο κι έγιναν τραγούδι από τον Μάριο Τόκκα, που τραγούδησε ο Δημ. Μητροπάνος. Δεν θα έλεγα πως η μουσική είναι αντάξια των στίχων, ωστόσο, αποτελεί μια σπουδαία ευκαιρία να ανακαλέσουμε και να απομνημονεύσουμε τους στίχους και, κυρίως, το αίσθημά τους. Το οποίο αίσθημα εμπεριέχει τόσο τη νοσταλγία του χαμένου, όσο και την αγωνία του παροντικού. Αυτά τα μοναχικά πανό του ρεφρέν δεν είναι παρά μια ιστορική γέφυρα. Προαναγγέλλουν νέες εκδοχές ανατάσεων. Περιέχουν ωστόσο και τη θλίψη μιας αμφίβολης έκβασης. Και την απογοήτευση της στιγμής (που μπορεί να διαρκεί μια εποχή ολόκληρη). Όπως όταν ένα αγόρι χωρίσει απ’ την αγαπημένη του, που νομίζει πως ο χωρισμός είναι η παντοτινή μελαγχολία του. Ακόμα κι αν του λες πως στην επόμενη στροφή τον περιμένει μια καλύτερη αγαπημένη.
Ακόμα περισσότερο με τις οριστικές απώλειες. Ο χρόνος του πένθους είναι απόλυτος. Δεν έχει ορίζοντα και δεν εκλογικεύεται.
Και σήμερα, αυτές τις μέρες που μιλάμε, είναι πολλοί που έχουν βάλει τα σκούρα ρούχα και βλέμματα. Και πάλι, εκείνο το «δεν γίνεται τίποτα». Ακόμα κι αν λες εσύ εδώ, πως στην άλλη στροφή υπάρχει μιά καλύτερη αγαπημένη.