ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΣ
Η αντικειμενική τάση της τεχνολογίας να περιορίζει την εργασία δεν μπορεί να ολοκληρωθεί στον καπιταλισμό. Καπιταλισμός χωρίς υπεραξία δεν μπορεί να υπάρξει. Η μείωση της εργασίας παίρνει τη μορφή ανεργίας, ελαστικής εργασίας, φτώχειας, γίνεται κατάρα και δυστυχία. Μόνο με την ανατροπή του καπιταλισμού και τελικά στον κομμουνισμό μπορεί η εργασία να προστατευθεί και να αλλάξει χαρακτήρα.
Ξανά περί τέλους της εργασίας
και της εργατικής τάξης
Βασικό αντικείμενο ιδεολογικής διαπάλης στις συνθήκες του ολοκληρωτικού καπιταλισμού αποτελούν οι θεωρίες περί του «τέλους της εργασίας και της εργατικής τάξης», που εκλαμβάνεται ως νομοτελειακό αποτέλεσμα της νέας τεχνολογίας, ιδιαίτερα της υψηλής αυτοματοποίησης. Η ραγδαία αύξηση του σταθερού κεφαλαίου για την εκθετική ανάπτυξη της παραγωγικότητας εκτοπίζει το μεταβλητό κεφάλαιο, άρα και την εργασία, απ’ τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες. Οι μελλοντικές τάσεις είναι ακόμη πιο δυσοίωνες για τα χαμηλής προστιθέμενης αξίας επαγγέλματα. Αλλά ακόμη και επαγγέλματα που απαιτούν υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης θα απειληθούν, όπως στην περίπτωση των ρομπότ – αναισθησιολόγων, που ανακόπηκε μετά την αντίδραση της Αμερικανικής Ένωσης Αναισθησιολόγων. Ακόμη και σε χώρες χαμηλού τεχνολογικού επιπέδου, όπως η Ελλάδα, ο εργασιοκτόνος ηλεκτρονικός υπολογιστής αποτελεί πραγματικότητα πλέον, ενώ έχει εισαχθεί και η τεχνολογία των drones και των αυτοκινήτων που μεταφέρουν επιβάτες χωρίς οδηγούς.
Σύμφωνα με μελέτες (McKinsey) το κόστος της αυτοματοποίησης σε σχέση με την ανθρώπινη εργασία είναι σχεδόν το μισό απ’ ό,τι ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Δεν είναι πλέον φουτουρολογία, η πρόβλεψη για πολύ πλησιέστερη χρονικά αντικατάσταση του ανθρώπου στην πλειοψηφία των εργασιακών δραστηριοτήτων από ρομπότ. Χαρακτηριστικά, η McDonalds δήλωσε πρόσφατα πως αν αυξηθεί ο κατώτερος μισθός στα 15 δολάρια την ώρα, οι εταιρίες θα σκεφτούν την αντικατάσταση ανθρώπων με μηχανές παραγγελιών.
Αυτές οι προβλέψεις απηχούν στην πραγματική εξέλιξη, αλλά μονοδιάστατα και μηχανιστικά. Εμπνέονται, συνειδητά ή όχι, απ’ την αστική αντίληψη του τεχνολογικού ντετερμινισμού που απολυτοποιεί στις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες την ανώτερη τεχνολογία ως αποκλειστικό ουσιαστικά διαμορφωτή του κοινωνικού γίγνεσθαι. Πρόκειται για μορφή «αστικού υλισμού», που δεν έχει σχέση με τον ιστορικό υλισμό. Ο ιστορικός υλισμός δεν απολυτοποιεί την τεχνολογία, αλλά ερμηνεύει την κοινωνική εξέλιξη στη βάση της διαλεκτικής σχέσης παραγωγικών δυνάμεων (στις οποίες εντάσσονται και οι νέες τεχνολογίες) και παραγωγικών σχέσεων, «πάνω στις οποίες υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα» (Καρλ Μαρξ, Κριτική της πολιτικής οικονομίας, πρόλογος). Γι’ αυτό η κυρίαρχη τάση της κοινωνικής εξέλιξης δεν προκύπτει ως απόλυτος και μονοδιάστατος παράγοντας (ανώτερη τεχνολογία, ταξική πάλη, κόμμα κ.ο.κ.) αλλά στην πάλη της με πλήθος αντίρροπων δυνάμεων. Αυτό ισχύει και στην αντίληψη για τη σύγχρονη υψηλή τεχνολογία, που επιδρά καθοριστικά στην οικονομική και κοινωνική εξέλιξη, εκτοπίζοντας «νομοτελειακά» την εργασία και την εργατική τάξη.
Η αντικειμενική τάση της τεχνολογίας να περιορίζει την εργασία δεν μπορεί να ολοκληρωθεί στον καπιταλισμό. Καπιταλισμός χωρίς υπεραξία δεν μπορεί να υπάρξει. Η μείωση της εργασίας παίρνει τη μορφή ανεργίας, ελαστικής εργασίας, φτώχειας, γίνεται κατάρα και δυστυχία. Μόνο με την ανατροπή του καπιταλισμού και τελικά στον κομμουνισμό μπορεί η εργασία να προστατευθεί και να αλλάξει χαρακτήρα.
Νέα αξία και υπεραξία παράγεται μόνο απ’ την εργατική δύναμη και όχι απ’ τη μηχανή
Ανθρώπινη εργασία εναντίον μηχανής
Η αυτοματοποίηση αποτελεί κυρίαρχη αντικειμενική δυνατότητα της σύγχρονης τεχνολογίας, αλλά αντιρροπείται από αντίθετες τάσεις. Αυξάνοντας δυναμικά την παραγωγικότητα, δημιουργεί τους όρους για πρόσθετη υπεραξία και μείωση του κόστους παραγωγής, αφού λόγω αυξημένης παραγωγικότητας η ίδια ποσότητα προϊόντων παράγεται με λιγότερη εργατική δύναμη, άρα και λιγότερους εργάτες και μεταβλητό κεφάλαιο. Επειδή όμως η νέα αξία και η υπεραξία παράγεται μόνο απ’ την εργατική δύναμη και όχι απ’ τη μηχανή, μεσοπρόθεσμα μειώνεται το ποσοστό κέρδους. Για να αντιρροπήσει αυτή την πτωτική τάση, η αστική τάξη ανορθολογικά και αντιδραστικά παράλληλα με την αξιοποίηση, υιοθετεί και την άρνηση της νέας τεχνολογίας. Οι ανεπτυγμένες χώρες επικεντρώνονται σε βιομηχανίες υψηλής προστιθέμενης αξίας, που τους εξασφαλίζουν συγκριτικά πλεονεκτήματα πρόσθετη υπεραξία, μειωμένο κόστος παραγωγής, κυριαρχία στις αγορές. Ταυτόχρονα, η παραγωγή βασικών αγαθών απ’ τις ανεπτυγμένες οικονομίες κατευθύνεται στις αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες οικονομίες, όπου κυριαρχεί η ένταση εργασίας, με αποτέλεσμα τη δυναμική άνοδο του ποσοστού κέρδους. Αυτή η σύγχρονη μορφή εξαγωγής κεφαλαίου κυριαρχεί στον έντονα παγκοσμιοποιημένο σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό, αλλάζοντας το διεθνές τοπίο και ρευστοποιώντας τη σχέση διεθνικού εθνικού. Αντίρροπη τάση προς την τάση τεχνολογικής εκτόπισης της εργασίας αποτελεί η μαζική πλέον ελαστική απασχόληση στις ποικίλες μορφές της. Την προωθεί το κεφάλαιο, μεγάλο, μεσαίο και μικρό, με την πολιτική, θεσμική και οικονομική (προσλήψεις βάσει προγραμμάτων του ΟΑΕΔ) επικουρία του αστικού κράτους. Σύμφωνα με την ΕΡΓΑΝΗ στη χώρα μας για πρώτη φορά οι ελαστικά εργαζόμενοι υπερέβησαν τους κανονικά εργαζόμενους (6 στους 10). Πρόκειται για καθολικό φαινόμενο του καπιταλισμού που παρατηρείται στις ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες οικονομίες, στην ανειδίκευτη αλλά και ειδικευμένη εργασία, στην παραγωγή, αλλά και στις υπηρεσίες. Στην αγωνία του ατομικού και συνολικού κεφαλαίου για ανάταξη του μέσου ποσοστού κέρδους, ο εκσυγχρονισμός της τεχνικής σύνθεσής του δεν αποτελεί προτεραιότητα. Θα προτιμήσει την πρόσληψη ελαστικά εργαζόμενων, αν του κοστίζουν λιγότερο απ’ τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό του, που θα δουλεύουν με ωράριο κανονικού εργαζόμενου, θα μένουν επί μακρόν απλήρωτοι και δεν θα απεργούν υπό τη δαμόκλειο σπάθη της απόλυσης. Το αστικό κράτος ως συλλογικός καπιταλιστής ευνοεί τα μάλα την ελαστική εργασία, αφού ενισχύει την κερδοφορία. Ενώ ταυτόχρονα αμβλύνει την ανεργία που διογκώνεται απ’ την εισαγωγή νέας τεχνολογίας αλλά και απ’ την καταστροφή κεφαλαίων στον αδυσώπητο καπιταλιστικό ανταγωνισμό και ιδίως στη διάρκεια των καπιταλιστικών κρίσεων. Ανεργία, η οποία διασαλεύει τη σταθερότητα του συστήματος με τη ριζοσπαστικοποίηση της στρατιάς των ανέργων. Μαζικά στην εκτόπιση εργασίας συμβάλλει η σύγχρονη μεγάλη επιχείρηση που σ’ έναν ανισότιμο ανταγωνισμό εξοντώνει τη μικρομεσαία επιχείρηση. Παρατηρείται, ωστόσο εμμονή στη δημιουργία μικροεπιχειρήσεων στις υπηρεσίες (στη χώρα μας ιδίως στην εστίαση), που είναι σχετικά εργασιοβόρες κυρίως στο χώρο της νεολαίας. Στην τεχνολογική και κρισιακή αύξηση της ανεργίας αντιδρά συνειδητά και το αστικό κράτος προωθώντας την «κοινωνική οικονομία», με δημιουργία συνεταιριστικών επιχειρήσεων από ανέργους. Πρόκειται για επιχειρήσεις θνησιγενείς ή φυτοζωούσες, που δραστηριοποιούνται κυρίως στο χώρο των κοινωνικών υπηρεσιών, επιβαρύνοντας αδύναμα στρώματα και απελευθερώνοντας απ’ το «κοινωνικό κράτος» πολύτιμους πόρους για το κεφάλαιο. Είναι θεσμός καθιερωμένος στην ΕΕ, που ουσιαστικά ανακυκλώνει την ανεργία, καλλιεργώντας το πνεύμα της επιχειρηματικότητας. Στην ίδια κατεύθυνση ανακύκλωσης της ανεργίας κινούνται και τα προγράμματα του ΟΑΕΔ, που αναβαθμίστηκαν επί ΣΥΡΙΖΑ με παραχώρηση του επιδόματος ανεργίας στους εργοδότες και επέκταση των προγραμμάτων από πεντάμηνα και οκτάμηνα σε δωδεκάμηνα… Ότι το κεφάλαιο αντιδρά στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό και σε καινοτομίες, που συνεπιφέρουν και ανεργία, για να υπηρετήσει τα άμεσα συμφέροντά του, επιβεβαιώνεται απ’ το θεσμό του «επιχειρηματικού κράτους». Το κράτος ιδρύει καινοτόμες επιχειρήσεις. Όταν αποδειχτεί η επιτυχία τους στην αγορά οι καπιταλιστές τότε μόνο χωρίς διακύβευμα, ιδρύουν τέτοιου είδους επιχειρήσεις. Η εχθρότητα του κεφαλαίου προς τη νέα τεχνολογία επιβεβαιώνεται και απ’ τη μακρόχρονη ιδιοποίηση της πατέντας.
Εξάλλου, η εισαγωγή τεχνολογίας δεν επιβάλλεται πάντοτε αυτόματα με μοναδικό γνώμονα τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Η επέκταση των δραστηριοτήτων του σε βάρος της εργασίας ή άλλων ζωτικών δικαιωμάτων του ανθρώπου (βλ. οικολογική καταστροφή) είναι και επίδικο της ταξικής πάλης και όχι αναπόφευκτη εξέλιξη.
Τούτων δοθέντων, μπορεί κανείς να διακινδυνεύσει την πρόβλεψη ότι η αντικατάσταση του ανθρώπου από ρομπότ δεν είναι πιο κοντά απ’ ό,τι φανταζόμαστε (Καθημερινή, 16/10). Παρά την αντικειμενική τάση της τεχνολογίας να περιορίζει την εργασία, αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να ολοκληρωθεί στον καπιταλισμό. Το ίδιο το σύστημα του καπιταλισμού είναι ασύμβατο με μια τέτοια προοπτική. Αφού μόνον η εργατική δύναμη παράγει νέα αξία και υπεραξία και όχι η μηχανή. Καπιταλισμός όμως χωρίς υπεραξία δεν μπορεί να υπάρξει. Στον καπιταλισμό η μείωση της εργασίας όταν παίρνει τη μορφή ανεργίας, ελαστικής εργασίας, συρρίκνωσης των εισοδημάτων, είναι κατάρα και δυστυχία.
Μόνο στη διαδικασία ανατροπής του καπιταλισμού και τελικά στον κομμουνισμό μπορεί η εργασία να προστατευθεί, να γίνει ανθρωπινότερη, να αλλάξει χαρακτήρα. Οι μετασχηματισμοί που εισάγει η αντικαπιταλιστική επανάσταση και ολοκληρώνονται στον κομμουνισμό: «Οδηγούν στην κατάργηση της εκμετάλλευσης και αγοραπωλησίας της εργατικής δύναμης. Στο πλαίσιο αυτό, η εργασία – ως όρος και δρόμος για την εξασφάλιση των αναγκαίων προς το «ευ ζην» – γίνεται εθελοντική προσφορά στο κοινωνικό σύνολο και όχι καταναγκαστική δραστηριότητα για ατομικό βιοπορισμό· δρόμος αυτοπραγμάτωσης και όχι αλλοτρίωσης» (ΝΑΡ, Πρόταση Προγραμματικής Διακήρυξης, σ. 30).