του Λεωνίδα Βατικιώτη
Προφανώς αν δεν είχαν προηγηθεί πέντε ολόκληρα χρόνια περικοπών και φορομπηξίας, που θα ζήλευε κι η Θάτσερ, ο Τσίπρας δεν θα καμάρωνε για το πλεόνασμα που εμφανίζει ο προϋπολογισμός. Έχουμε την υποχρέωση όμως να του αναγνωρίσουμε ότι οι θετικές δημοσιονομικές επιδόσεις αποτελούν δικό του επίτευγμα. Επίσης ότι Παπανδρέου και Σαμαράς θα ήθελαν πολύ να καταθέσουν ένα τέτοιο προσχέδιο προϋπολογισμού, όπως αυτό που κατατέθηκε τη Δευτέρα 3 Οκτωβρίου στη Βουλή, αλλά δεν τα κατάφεραν, δικαιούνται επομένως να κοιτούν τον Τσίπρα με φθόνο.
Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ πέτυχαν να οδηγήσουν τη δημοσιονομική πειθαρχία σε επίπεδα πρωτόγνωρα, έστω κι αν αυτό το δημοσιονομικό πλεόνασμα κρύβει άφθονη δημιουργική λογιστική μιας και το πλεόνασμα του 2015 ύψους 0,7% (έναντι στόχου για έλλειμμα της τάξης του 0,25%) σχηματίστηκε εξαιρουμένης της στήριξης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Σε υποσημείωση δε, αναφέρεται ότι «οι εφάπαξ δαπάνες για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μέσα στο 2015 είχαν επίπτωση της τάξης του 4,1% του ΑΕΠ στο αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης». Με τη σύμφωνη γνώμη ωστόσο των δανειστών δεν συμπεριλήφθηκαν.
Αντίστοιχης ωστόσο εύνοιας δεν έτυχαν οι κοινωνικές δαπάνες που σήκωσαν το βάρος της προσαρμογής. «Η βελτίωση του πρωτογενούς αποτελέσματος έναντι του στόχου αποδίδεται κυρίως στις αυξημένες σε σχέση με τις εκτιμήσεις του προϋπολογισμού εισπράξεις εσόδων σε δημοσιολογική βάση κατά 900 εκ. ευρώ περίπου καθώς και στις μειωμένες σε σχέση με τις εκτιμήσεις δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού κατά 700 εκ. ευρώ». Επομένως το «κατόρθωμα» της υποτιθέμενης κοινωνικά ευαίσθητης κυβέρνησης των ΣΥΡΙΝΕΛ που εξελέγη με πρόγραμμα ανατροπής της λιτότητας και στήριξης των λαϊκών εισοδημάτων οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην επιβολή επιπλέον λιτότητας. Ούτε η «πίτα» αυξήθηκε, ούτε οι απολήψεις από την ΕΕ (που μειώνονται σταθερά από χρόνο σε χρόνο) μεγεθύνθηκαν, ούτε έριξαν λεφτά τα περίφημα ελικόπτερα.
Τσίπρας και Καμμένος θα συνεχίσουν στον ίδιο δρόμο που άνοιξαν Σαμαράς και Παπανδρέου και για το 2017. Τα τακτικά έσοδα του προϋπολογισμού τον επόμενο χρόνο θα φτάσουν στα 50,53 δισ. ευρώ από 48,43 δισ. που προέβλεπε ο προϋπολογισμός το 2016. Την μεγαλύτερη συμβολή σε αυτή την αύξηση θα έχουν οι έμμεσοι φόροι που το 2017 θα φτάσουν τα 26,27 δισ. ευρώ από 24,74 δισ. το 2016. Οι έμμεσοι φόροι επομένως θα αυξηθούν κατά 1,53 δισ. ευρώ μέσα σε ένα μόνον χρόνο. Το δρόμο της λιτότητας θα ακολουθήσουν και οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού για το 2017 που θα μειωθούν περαιτέρω: από 44,5 δισ. που προβλέπονταν στον φετινό προϋπολογισμό σε 43,59 δισ. ευρώ.
Την ίδια ώρα που οι δαπάνες θα μειώνονται και οι φόροι θα αυξάνονται η χρεωκοπημένη Ελλάδα θα καταβάλλει στους δανειστές της 5,55 δισ. ευρώ μόνο για τόκους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, που το 2017 θα φτάσει τα 330,07 δισ. ευρώ, από 326,57 δισ. το 2016 και 321,33 δισ. το 2015. Σταθερή αύξηση επομένως παρουσιάζει το δημόσιο χρέος, ως απόλυτο μέγεθος, και τα 3 αυτά χρόνια που ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στην εξουσία ή έχει την ευθύνη σχεδίασης της οικονομικής πολιτικής. Την ωμή αυτή πραγματικότητα που καθιστά περιττή κάθε συζήτηση περί βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (μιας και μόνο ένας ηλίθιος θα χαρακτήριζε βιώσιμο το ελληνικό χρέος που θα φτάσει στο 181% του ΑΕΠ το 2017) επιχειρεί να διασκεδάσει η κυβέρνηση καμαρώνοντας για την υιοθέτηση του δείκτη Μικτών Χρηματοδοτικών Αναγκών, βάσει του οποίου οι ετήσιες μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες θα παραμένουν έως 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα κι έως 20% μακροπρόθεσμα. Ρύθμιση που το μόνο πρόβλημα το οποίο επιλύει αφορά στις αποπληρωμές του 2022 και 2023 που κυμαίνονται στο 19% και 16% του ΑΕΠ (του 2015). Μέχρι τότε οι πληρωμές θα είναι σημαντικά χαμηλότερες του ορίου του 15%. Συγκεκριμένα: 2017-8%, 2018-6%, 2019: 9%, 2020 – 8%, 2021-10%. Αν λοιπόν επιχειρήσουν να οδηγήσουν τις αποπληρωμές στο 15% του ΑΕΠ στο πλαίσιο της επικείμενης αναδιάρθρωσης το νέο κατόρθωμα της κυβέρνησης θα είναι να αυξήσει τις ετήσιες αποπληρωμές και τις εκροές δημόσιων εσόδων ακόμη και κατά 50% μέσο όρο…
Η υπερχρέωση επομένως, στην οποία βυθίζεται η Ελλάδα, όσο αρνείται να προχωρήσει σε παύση πληρωμών επί του δημοσίου χρέους και καταγγελία των Μνημονίων και των Δανειακών Συμβάσεων, έρχεται να συμπληρώσει τη συνεχιζόμενη πολιτική περικοπών και υπερφορολόγησης.
Το αυξημένο ειδικό βάρος της φορολογικής πολιτικής ομολογείται ξεδιάντροπα στο προσχέδιο του προϋπολογισμού, σα να πρόκειται για την πιο συνηθισμένη οικονομική πολιτική κι όχι για τεκμήριο άγριου νεοφιλελευθερισμού. Αναφέρεται κατά λέξη: «Η δημοσιονομική σταθεροποίηση επιδιώκεται σε μεγάλο βαθμό μέσω της φορολογικής πολιτικής. Πέραν των μέτρων που νομοθετήθηκαν τον Αύγουστο του 2015, η Συμφωνία Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος προβλέπει για την περίοδο 2016-2018 παρεμβάσεις για την επίτευξη εξοικονόμησης πόρων ύψους 3% του ΑΕΠ σωρευτικά (από τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, από τη μεταρρύθμιση της φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, από τις αλλαγές στους συντελεστές ΦΠΑ και από την αναμόρφωση των μισθολογίων στον δημόσιο τομέα και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης)». Ευτυχώς που δεν βγήκε η επάρατος Δεξιά…
Η συνέχιση της πολιτικής της λιτότητας από τους ΣΥΡΙΝΕΛ θα οξύνει περαιτέρω τη φτώχεια και τις κοινωνικές ανισότητες που περιγράφει ο κρατικός προϋπολογισμός στις πρώτες του κιόλας σελίδες. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Την περίοδο 2007-2011, το μέσο ελληνικό νοικοκυριό αντιμετώπισε ετήσια μείωση του καθαρού, πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματός του άνω του 8%, ενώ το 2012 τα νοικοκυριά στο χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κλίμακας κατείχαν το 6,4% του συνολικού εισοδήματος, σε αντίθεση με τα νοικοκυριά στο υψηλότερο 20%, που κατείχαν το 40,3% του συνολικού εισοδήματος». Ο καταιγισμός νέων φόρων που ψηφίστηκαν Μάιο και Ιούνιο του 2016 για να εφαρμοστούν με την είσοδο του νέου χρόνου (σε καφέ, τσιγάρα, ηλεκτρονικά τσιγάρα, καύσιμα, τηλεφωνία, ΦΠΑ, μπύρες, κ.α.) θα κάνει τους φτωχούς φτωχότερους βαθαίνοντας τις κοινωνικές αντιθέσεις. Κι αυτό το κύμα φτωχοποίησης θα έχει φαρδιά πλατιά την υπογραφή ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Ανησυχητικές είναι και οι εξελίξεις στο μέτωπο της ανεργίας. Η κυβέρνηση επικαλείται την αργή αλλά σταθερή μείωση της ανεργίας από το επίπεδο ρεκόρ του 27,5% του 2013 στο 23,5% για το 2016. Ανεξάρτητα ωστόσο από αυτή την τάση είναι σε εξέλιξη μια άλλη τάση πολύ πιο σημαντική καθώς διαβρώνει σε βάθος τα γνωρίσματα της αγοράς εργασίας σε μια άκρως νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση. Ειδικότερα, σε αντίθετη τροχιά από την πτώση του γενικού ποσοστού της ανεργίας κινείται η ανεργία στις ηλικίες 55-64 ετών, με βάση τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Από 8,4% το 2011, πέρυσι έφτασε το 17% και φέτος το 18,6%. Αυξάνεται σταθερά δηλαδή αποκαλύπτοντας μια ένα σταθερό κύμα απόλυσης «ακριβών» εργαζομένων που αντικαθίστανται από νέους «φθηνότερους». Το επίδικο εδώ για τις επιχειρήσεις δεν είναι τίποτε άλλο από την μείωση του μισθολογικού κόστους. Εκμεταλλεύονται για την ακρίβεια τους χαμηλούς μισθούς που επιβλήθηκαν στους νέους με το δεύτερο μνημόνιο κι έχουν ήδη εμπεδωθεί στην αγορά για να κάνουν προσλήψεις όχι επειδή αυξάνονται παραγωγή και τζίρος, αλλά σαν μέσο αύξησης των κερδών ή κάλυψης των νέων φορολογικών βαρών. Εξετάζοντας υπ’ αυτό το πρίσμα τις προσλήψεις είναι εμφανές δεν σηματοδοτούν αύξηση των εργατικών εισοδημάτων, αλλά μείωση. Και μάλιστα ραγδαία…
Οι αρνητικές εξελίξεις στην αγορά εργασίας, σε αντίθεση με το κλίμα ευφορίας που διατρέχει το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού, επιβεβαιώνονται επίσης κι από την υποχώρηση των θέσεων πλήρους απασχόλησης η οποία αλληλοτροφοδοτείται από την αύξηση των θέσεων μερικής απασχόλησης. Στην αλληλοσύνδεσή τους οι δύο παραπάνω εξελίξεις συνθέτουν μια αγορά εργασίας που χρησιμοποιεί τη νέα γενιά των κακοαμειβόμενων και ανασφάλιστων ως πολιορκητικό κριό απέναντι στο δικαίωμα της σταθερής δουλειάς και του αξιοπρεπούς μισθού. Πρόκειται για δυναμικές που αν για την κυβέρνηση και την εργοδοσία σημαίνουν αισιοδοξία και εφησυχασμό, στο εργατικό κίνημα και την Αριστερά πρέπει να σημάνουν συναγερμό…