του Κώστα Παλούκη
Η πορεία προς την δικτατορία του Μεταξά.
Η μέχρι τώρα κυρίαρχη ιστοριογραφική πρόσληψη για τον ελληνικό μεσοπόλεμο περιέγραφε μία κοινωνία δημοκρατικής εξαίρεσης από τον διεθνή ή ευρωπαϊκό κανόνα του φασισμού και των ολοκληρωτισμών. Όταν όλα τα άλλα έθνη είχαν φασισμό, στην Ελλάδα κυριαρχούσαν υγιείς δημοκρατικές δυνάμεις και ο φασισμός ποτέ δεν είχε μια ουσιαστική επιρροή. Το ίδιο το καθεστώς του Μεταξά «αποφασιστικοποιείται» και παρουσιάζεται σαν μια απλή δικτατορία που δεν είχε στην πραγματικότητα τα τυπικά φασιστικά χαρακτηριστικά. Φυσικά ούτε λόγος για τους άλλους φασισμούς οι οποίοι αναπτύχθηκαν ή τις τάσεις του ίδιου του κράτους. Έτσι, λοιπόν δεν υπάρχει φασισμός στην Ελλάδα, φασισμός δεν υπήρξε ποτέ.
Βασική συνισταμένη αυτού του αφηγήματος είναι ότι το ελληνικό έθνος είναι από την φύση του δημοκρατικό και αντιστασιακό και ως εκ τούτου αντιφασιστικό. Με αυτόν τον τρόπο, ο ελληνικός μεσοπόλεμος ενσωματωνόταν σε ένα ιστορικό συνεχές τόσο με τον ελληνοϊταλικό πόλεμο όσο και με την εθνική αντίσταση ή καλύτερα αντίστροφα η οπτική της αντίστασης επεκτεινόταν χρονικά πίσω στο μεσοπόλεμο. Το έθνος το οποίο ως μια απέραντη πλειοψηφία αντιστάθηκε ομόθυμα εναντίον του κατακτητή διαμορφώθηκε στον ελληνικό μεσοπόλεμο και ουδείς νομιμοποιείται να σπιλώσει τον δημοκρατικό και εγγενή αντιφασιστικό αυτόν χαρακτήρα.
Το αφήγημα αυτό αναδείκνυε τον ρεπουμπλικανικό χαρακτήρα του βενιζελικού καθεστώτος το οποίο επικράτησε μετά την μικρασιατική καταστροφή από την δημοκρατική και αντιμοναρχική “Επανάσταση του Πλαστήρα” το 1922. Ανήγαγε, έστω και κριτικά, ως πρότυπο το βενιζελικό αστικό εκσυγχρονιστικό σχέδιο της κοινωνικής πολιτικής, της κοινωνικής ειρήνης της βιομηχανικής ανάπτυξης και της οικονομικής ευημερίας υποβαθμίζοντας τα στοιχεία του αυταρχισμού και της σκανδαλώδους αστικής διαχείρισης. Πρόβαλε τον καταλυτικό και προοδευτικό ρόλο του προσφυγικού στοιχείου στην οικονομία, την κοινωνία και τον πολιτισμό αποκρύβοντας πολλές σκοτεινές πλευρές. Ανεχόταν ως έναν βαθμό την παρουσία του ΚΚΕ καθώς το παρουσίαζε σαν ένα ακίνδυνο παιδί διακατεχόμενο από την “αρρώστια του αριστερισμού”, ενώ εξαφάνιζε από το ιστορικό κάδρο άλλες εκδοχές του ελληνικού κομμουνισμού χωρίς καν να μπαίνει στον κόπο να τις κρίνει. Σε κάθε περιπτωση υποβάθμιζε τις αυταρχικές πλευρές του ελληνικού μεσοπολέμου ως ατυχείς εκδηλώσεις μιας κακής νοοτροπίας των στρατιωτικών ή ενός περιττού αντικομμουνισμού. Τέλος, αρνιόταν πεισματικά τα φασιστικά χαρακτηριστικά του μεταξικού καθεστώτος και πέταγε στην εξωιστορικότητα τον ρόλο των μικρών φασιστικών οργανώσεων.
Η ιστοριογραφική αυτή αναπαράσταση εντασσόταν σε ένα αριστερό λαϊκοπατριωτικό-λαϊκό δημοκρατικό αφήγημα για το ελληνικό έθνος το οποίο ηγεμόνευσε την μεταπολιτευτική περίοδο και επικράτησε στα πλαίσια του “κοινωνικού συμβολαίου” του ΠΑΣΟΚ. Ουσιαστικά, εξέφρασε τις ελπίδες για μια δημοκρατική πορεία προς τον σοσιαλισμό και η οποία προϋπέθετε μια αριστερή ανάγνωση για τον ομοιογενή χαρακτήρα του ελληνικού έθνους ικανή να ηγεμονεύσει και να εκπροσωπήσει το σύνολο του έθνους και όχι μόνο την εργατική τάξη με τους αναγκαίους πολιτικούς, κοινωνικούς, αλλά και ιδεολογικούς συμβιβασμούς.
Η σταδιακή υπονόμευση του κοινωνικού συμβολαίου τις δεκαετίες του 1990 και 2000 με κρίσιμη τομή την καθολική διάρρηξη την δεκαετία του 2010 με τη μνημονιακή πολιτική επέτρεψε την αμφισβήτηση και την προσπάθεια για μια νέα ανάγνωση της ελληνικής ιστορίας. Αυτό συνέβη τόσο από τους φορείς της αστικής ιδεολογίας όσο και από φορείς που διεκδικούν την εκπροσώπηση της εργατικής τάξης και των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων. Οι πρώτοι στοχοποιούν την αριστερά και την κόκκινη βία, ενώ οι δεύτεροι αποκαλύπτουν τον φασιστικό και αυταρχικό χαρακτήρα της ελληνικής αστικής τάξης στις διάφορες ιδτορικές περιόδους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο μεσοπόλεμος σταδιακά “ξαναδιαβάζεται”.
Την περίοδο της προετοιμασίας των βαλκανικών πολέμων (1909-1912) αλλά και κατά την διάρκεια της πολεμικής δεκαετίας (1912-1922, βαλκανικοί πόλεμοι, Α΄ Παγκ. Πόλεμος, Ουκρανική εκστρατεία, μικρασιατική εκστρατεία), το Κόμμα των Φιλελευθέρων εισήγαγε για πρώτη φορά στην ελληνική πολιτική την αναπαράσταση της ταξικά διαιρεμένης κοινωνίας. Ταυτόχρονα, προέτασσε τον “εθνικό σοσιαλισμό” σαν ένα “λειτουργιστικό” σχέδιο μοντέρνας οργάνωσης της κοινωνίας και της οικονομίας με βάση το οποίο οι δύο μοντέρνες τάξεις θα συνεργάζοντααν με αμοιβαία ωφέλεια μέσα σε ένα δημοκρατικό έθνος. Σε αυτήν την κατεύθυνση οι κυβερνήσεις προσέφεραν το πρώτο συνολικό εργατικό προστατευτικό νομικό πλαίσιο και ένα πλαίσιο ελεύθερης δράσης της εργατικής τάξης. Με αυτόν τον τρόπο επιδίωξαν να ενσωματώσουν τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα στην μεγαλοαστική ουτοπία της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Ταυτόχρονα, το παλαιό πολιτικό προσωπικό ορθώθηκε ως αντίπαλος αλλά και ως εναλλακτικό αστικό σχέδιο στον μοντερνισμό του βενιζελισμού. Ο αντιβενιζελισμός υπερασπιζόταν μια αδιαίρετη ταξικά κοινωνία στην οποία υποτίθεται ότι η κοινωνική ανέλιξη ήταν δομικό και αναπόσπαστο στοιχείο της πυραμιδωτής ιεραρχικής δομής της. Με αυτόν τον τρόπο, ενσωματώθηκαν στο σχέδιο του κωνσταντινισμού μια σειρά από εργατικά και αγροτικά λαϊκά στρώματα τα οποία αρνούνταν τον εκσυγχρονισμό και τον μοντερνισμό υπερασπίζοντας τις πατριαρχικές αξίες της ελληνικής παραδοσιακής κοινωνίας. Και τα δύο αυτά εναλλακτικά αστικά σχέδια ενείχαν στη γένεσή τους το ιδεολογικό “σπέρμα” του ελληνικού φασισμού.
Η λαϊκή εμπλοκή στον πόλεμο με τους διάφορους εξωτερικούς εχθρούς, αλλά και στον εθνικό διχασμό, δηλαδή εμφύλιο πόλεμο των δύο εναλλακτικών αστικών σχεδίων, επέτρεψε μια καθολική πολιτικοποίηση-στρατιωτικοποίηση του συνόλου της κοινωνίας η οποία δεν μπόρεσε να σταματήσει μέσα σε μια ημέρα. Οι εμπλεκόμενοι στρατιώτες στον πόλεμο έφεραν μια “κουλτούρα του πολέμου” η οποία απεικόνιζε την πολεμική σύγκρουση ως μια πάλη για τον ίδιο τον πολιτισμό, καθώς τόσο οι άμαχοι όσο και οι πολεμιστές και από τις δύο πλευρές πίστευαν ότι πολεμούσαν για τον ίδιο τον τρόπο της ζωής τους, τον εθνικό τους πολιτισμό και την θρησκεία τους ενάντια στον απολίτιστο και βάρβαρο εχθρό. Αυτή η «κουλτούρα της πολεμικής βίας» μεταφέρθηκε στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό με πρωτοβουλία της αστικής τάξης. Για παράδειγμα, το «κίνημα» των Επιστράτων στα πλαίσια του Εθνικού διχασμού στα 1916 αποτελούσε δύναμη κρούσης του αντιβενιζελισμού και φορέα μίσους και βίας. Πρόκειται για συμμορίες, χωρίς φραγμούς, που δεν δίσταζαν να προχωρήσουν και σε ομαδικές πολιτικές δολοφονίες, ενώ καταφέρονταν με ρατσιστικά συνθήματα εναντίον των προσφύγων και των Κρητικών. Ο Ιωάννης Μεταξάς κόμπαζε ότι αυτός ήταν ο οργανωτής τους και το θεωρούσε «τιμή του» και «αιωνία δόξα».
Αλλά δεν είναι μόνο οι “Επίστρατοι”. Το πατερναλιστικό καθεστώς του Δημητρίου Γούναρη την περίοδο 1921-1922 θα πρέπει να ενταχθεί στο πλήθος των αποτυχημένων φασισμών αντιμετωπίζοντας τους οργανωμένους εργάτες ως “εθνική απειλή”, ενώ θαύμαζε ανοιχτά το μουσολινικό καθεστώς επιδιώκοντας την αντιγραφή πρακτικών του. Από την άλλη, η “επανάσταση αξιωματικών”, της τριανδρίας Νικόλαου Πλαστήρα, Στυλιανού Γονατά και Δημήτριου Φωκά εγκαινιάζει την ελληνική μεσοπολεμική περίοδο αφήνοντας σημαντικές ιδεολογικές παρακαταθήκες για το μέλλον. Συγκεκριμένα, παρά το δημοκρατικό ριζοσπαστιστικό πρόσημο, ο “επαναστατικός χαρακτήρας” του νέου καθεστώτος νομιμοποιούσε την στρατιωτική βία απέναντι στους εχθρούς του. Προφανώς, δεν είναι μια απλή υπόθεση η εκτέλεση τριών πρωθυπουργών, δύο υπουργών και ενός αρχιστρατήγου, δηλαδή η εκτέλεση των έξι αντιβενιζελικών ως υπευθ΄νων για τη Μικρασιατική καταστροφή. Και όπως αποδείχτηκε με την πολύνεκρη καταστολή της απεργίας στο Πασαλιμάνι τον Αύγουστο του 1923 μπορούσε πολύ εύκολα να διευρυνθεί σε κάθε είδους εσωτερικό εχθρό. Οι πολεμικές συνθήκες κληρονόμησαν λοιπόν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στον κρατικό μηχανισμό και στα αστικά κόμματα την ηθική της καταφυγής στην βία σε βάρος των εργατικών στρωμάτων. Τον Μάρτιο του 1925 η κυβέρνηση Ανδρέα Μιχαλακόπουλου ήρθε αντιμέτωπη με ένα κύμα απεργιακών κινητοποιήσεων (σιδηροδρομικοί, υπάλληλοι φωταερίου, λιμενεργάτες αλλά και του ευρύτερου δημοσίου τομέα). Χρησιμοποιώντας την ρητορική του εσωτερικού εχθρού νομιμοποίησε την για άλλη μια φορά άσκηση διευρυμένης στρατιωτικής βίας κηρύσσοντας τα σωματεία σε ημιπαρανομία.
Ο κίνδυνος για την πυροδότηση μιας εξέγερσης που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε επανάσταση δεν θεωρήθηκε ποτέ απλά μια βερμπαλιστική επαγγελία των κομμουνιστών, αλλά πάντοτε μια εν δυνάμει εξέλιξη και ένας σοβαρός κίνδυνος. Ενδεικτική είναι π.χ. η περίπτωση της λαϊκής εξέγερσης στην Κρήτη, ένα τόπο συνδεδεμένο με τον βενιζελισμό, ή στα 1934 η εξέγερση στην Καλαμάτα, έναν τόπο συνδεδεμένο με τον αντιβενιζελισμό. Εξάλλου, κάθε απεργιακό ξέσπασμα έμοιαζε με μία μικρή εξέγερση. Τέλος, η ύπαρξη και η ιδεολογική επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης και της Σοβιετικής Ένωσης ως πρότυπο εργατικού παραδείσου, όχι μόνο δεν περιόριζαν, αλλά ενίσχυαν αυτούς τους φόβους. Ο αστικός και ο κομμουνιστικός τύπος συχνά διεξήγαγαν ολόκληρους πολέμους λέξεων με αντικείμενο τις συνθήκες της ΕΣΣΔ. Ο ελληνικός μεσοπόλεμος χαρακτηρίζεται από την σκληρή ταξική σύγκρουση, με μεγάλη διάρκεια, με πολλούς νεκρούς κυρίως από την πλευρά της εργατικής τάξης, με πολλούς τραυματίες, με σκληρή καταστολή και ποινικοποίηση του «εσωτερικού εχθρού».
Χρειαζόταν όμως μια συνολική ρητορική η οποία θα νομιμοποιούσε την ακραία βία εναντίον του εσωτερικού εχθρού. Το ερώτημα ποιος είναι ο φορέας του πολιτισμού και της ηθικής συνιστούσε το κύριο διακύβευμα γύρω από το οποία διαμορφώθηκε η ιδεολογική ταξική αντιπαράθεση ανάμεσα στους φορείς της ιδεολογίας του αστισμού και του κομμουνισμού. Οι αστοί από τη μία θεωρώντας τους ίδιους φορείς του πολιτισμού και της ηθικής αντιμετώπιζαν την εργατική τάξη ως ανεύθυνο και παρεκκλίνον ή εν δυνάμει παρεκκλίνον παιδί. Οι “επικίνδυνες τάξεις” τέθηκαν με αυτόν τον τρόπο εκτός αστικού πολιτισμού, εθνικού κορμού και εθνικής ιδεολογίας. Τα “λαϊκά στρώματα” “παραβιάζουν” νόμους και “κανονες” είτε πρόκειται για οργανωμένες απεργιακές συγκεντρώσεις των κομμουνιστών οργανώσεων είτε αυθόρμητα απεργιακά ξεσπάσματα είτε μια διάχυτη ανυποταγή και απειθαρχία σε καθημερινό κοινωνικό επίπεδο μπροστά στον αγώνα για την επιβίωση, όπως π.χ. όταν εργάτες τρώνε και δεν πληρώνουν σε εστιατόριο, είτε για κανονιστικές αποκλίσεις σε ζητήματα ερωτικά ή έμφυλων ιεραρχήσεων. Οι αστοί πίστευαν λοιπόν πως ότι ήταν δικό τους πατερναλιστικό καθήκον να ηθικοποιήσουν τις παρεκλίνουσες ηθικά εργατικές τάξεις. Εάν οι ίδιες δεν αποδέχονταν αυτόν τον ρόλο, έπρεπε να τους επιβληθεί. Το δικτατορικό καθεστώς του Πάγκαλου έφερε στο ιδεολογικό προσκήνιο την ανάγκη της ηθικοποίησης φτιάχνοντας ένα νομικό πλαίσιο ακόμα και για την γυναικεία ενδυμασία, ενώ ταυτόχρονα χρησιμοποιούσε τον στρατό για να ελέγξει τα εργατικά σωματεία σε συμμαχία με πρωτοφασιστικά στοιχεία. Το καθεστώς αυτό ενός ιδιότυπου αντιβασιλικού φασισμού απέτυχε να ολοκληρώσει την πορεία του και τις φασιστικές του τάσεις, ώστε να μετατραπεί από δικτατορία σε καθαρό φασισμό. Αυτό δεν αναιρεί όμως τις προθέσεις του. Η ανατροπή της δικτατορίας του Πάγκαλου προέκυψε με ένα ακόμη πραξικόπημα διατηρώντας τον ρόλο του στρατού σε καθοριστικό παράγοντα της εσωτερικής πολιτικής ζωής της νέας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Σε κάθε περίπτωση το καθεστώς Πάγκαλου κληροδότησε στην κοινοβουλευτική δημοκρατία το οργανωτικό εξοπλισμό με παρακρατικές ομάδες και ειδικές υπηρεσίες παρακολούθησης των κομμουνιστών.
Παράλληλα, οι κομμουνιστές εργάτες υιοθετούσαν και τα δύο διακυβεύματα, δηλαδή τόσο το ζήτημα της επανάστασης όσο και το ζήτημα του ηθικού εκπολιστισμού. Επιστρέφοντας στους αστούς την κατηγορία περί ανηθικότητας και εκφυλισμένου αστικού πολιτισμού, αναλάμβαναν οι ίδιοι για την τάξη τους το έργο της αυτό-ηθικοποίησης και του ηθικού εκπολιτισμού. Δεν θα ήταν πια ούτε οι φιλελεύθεροι δημοκρατικοί παράγοντες, ούτε οι κυρίες των φιλανθρωπικών οργανώσεων που θα επιτελούσαν αυτό το έργο για χάρη των φτωχών και των εργατών, αλλά οι ίδιοι οι φτωχοί και οι εργάτες ως συνειδητό υποκείμενο. Οι κυρίαρχοι λαϊκοί και αστικοί ηθικοί κώδικες εντάχθηκαν σε ένα εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο, δράση και στόχο, δηλαδή τον αγώνα για την εργατική αυτοχειραφετησία. Ταυτόχρονα, οι κομμουνιστές εργάτες διακήρυσσαν ολοένα και περισσότερο την ανάγκη μιας αληθινής επανάστασης, δηλαδή της κοινωνικής επανάστασης. Ο μετασχηματισμός του ΣΕΚΕ σε ΚΚΕ το 1924φέρνει στο προσκήνιο το κομμουνιστικό σχέδιο ως πρόταση αντιβίας στην βία του κράτους: “η δικτατορία της μπουρζουαζίας δεν θα ανατραπή παρά μόνον δια της δυνάμεως και της βίας και οφείλει να αντικατασταθή δια της δικτατορίας των εργατών και των χωρικών μέχρις της τελικής νίκης του κομμουνισμού”. (Ριζοσπάστης, 17/11/1923)
Από τη μία ο αστικός κόσμος περιγράφει τους κομμουνιστές σαν βάρβαρους που θέλουν να σφάξουν, να κρεμάσουν, να αρπάξουν και να ατιμάσουν κι θέτει ως πατερναλιστικό καθήκον και να κρατήσουν τις εργατικές τάξεις μακριά από τον φύσει ανηθικο κομμουνισμό που απειλεί να τις παρασύρει. Από την άλλη το ΚΚΕ παρουσιάζει την πλουτοκρατία σαν “το αιμοβόρο τέρας που χάριν των ταπεινών συμφερόντων της δεν διστάζη να μεταχειρισθή οποιαδήποτε ακατανόμαστη πράξη.” (Ριζοσπάστης, 13/12/1923.) Οι δύο λοιπόν πολιτικοί λόγοι εξορίζουν τον ταξικό εχθρό έξω από το πεδίο του πολιτισμού τον οποίο οι ίδιοι υπερασπίζονται. Μέσα από αυτήν την ρητορική νομιμοποιείται η επαναστατική βία και θεμελιώνεται το κλίμα ενός ήπιου εμφυλίου πολέμου. Και οι δύο ταξικοί πόλοι υπερασπίζονται αρχές του πολιτισμού που οι εχθροί δολοφόνοι καταστρατηγούν. Με άλλα λόγια το φάσμα του κομμουνισμού και του φασισμού γεννιούνται μαζί και είναι σύμφυτα με την ελληνική μεσοπολεμική κοινωνία καθώς εμφανίζονται ως δύο εναλλακτικές επαναστάσεις.
Η διατήρηση της αβασίλευτης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας εδράζεται περισσότερο στην δυνατότητά της να ενσωματώνει στην καθημερινή πρακτική της τις αυταρχικές παραδόσεις που της κληρονόμησαν τα πραξικοπήματα. Ο νόμος περί ιδιώνυμου αδικήματος που ψήφισε το 1929 η νέα κυβέρνηση Βενιζέλου έθεσε τον κομμουνισμό εκτός εθνικού κορμού και ουσιαστικά εκτός κοινωνίας, ενώ παράλληλα θεμελίωσε την Διεύθυνση Ειδικής Ασφαλείας του Κράτους, μια υπηρεσία με ειδικό σκοπό την παρακολούθηση των κομμουνιστών. Συγκεκριμένα ο Βενιζέλος φαίνεται να ακολουθεί την υπάρχουσα πολιτική που εφάρμοζε την ίδια περίοδο ο γερμανός καγκελάριος Μπρύνιγκ και τον οποίον οι βενιζελικές εφημερίδες στηρίζουν, αλλά και να ταυτίζεται με τα αντίστοιχα σχέδια του γερμανού καγκελάριου για ένα προεδρικοκεντρικό μοντέλο ημι-κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης. Μέσα από αυτήν την οπτική, η Β΄ Ελληνική Δημοκρατία και ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός εντάσσονται καλύτερα στο διεθνές περίγυρο ως μία «δημοκρατική εξαίρεση» με τάσεις συμπόρευσης στον «διεθνή αυταρχικό κανόνα» και ενέχει περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές με την πορεία και την εξέλιξη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η κατασταλτική βία αστυνομίας και στρατού, η οργάνωση της Ειδικής Ασφάλειας, οι φυλακίσεις, τα βασανιστήρια, οι νεκροί εργάτες και οι τραυματισμοί σε διαδηλώσεις, οι εκτοπίσεις και οι φυλακίσεις, οι διώξεις των αριστερών δημοσίων υπαλλήλων, η απαγόρευση της απεργίας στους δημοσίους υπαλλήλους, η ιδεολογική τρομοκρατία μέσα από τον αστικό τύπο, η συζήτηση για απαγόρευση της απεργίας, η ενίσχυση των εθνικιστικών και φασιστικών ενώσεων, αλλά κυρίως η υπερψήφιση του ιδιώνυμου ήδη από το 1929 και αργότερα του νόμου για τις εκτοπίσεις μετατρέπουν ολοένα και περισσότερο μέσα στην τετραετία την βενιζελική διακυβέρνηση σε ένα είδος «κοινοβουλευτικής δικτατορίας».
Ο φασισμός και όχι η δημοκρατία υπήρξε πάντοτε η ιδεολογία της αστικής απάντησης στην δράση του εργατικού κινήματος και της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής αριστεράς. Το πολιτικό κλίμα μετά την δολοφονία ενός αστυνομικού από τον Μιχάλη Μπεζεντάκο ήταν ενδεικτικό. Το αρχηγείο της αστυνομίας διαμόρφωσε ένα προώθησε στον τύπο ένα ολόκληρο συνομοσιολογικό σενάριο. Σύμφωνα με αυτό λειτουργούσε «πλήρες δίκτυο συστηματικής και τρομοκρατικής οργανώσεως εις τας Αθήνας και τον Πειραιά διευθυνομένης υπό ξένων πρακτόρων της Γκεπεού». Διευθυντικά στελέχη παρουσιάζονταν οι διπλωματικοί υπάλληλοι και εκτελεστικά όργανα οι έλληνες φανατικοί κομμουνιστές. Γενικά, η Γκεπεού σε όλη την Ελλάδα παρουσιάζεται να έχει καταστρώσει ολόκληρο σχέδιο τρομοκρατικών πράξεων, με συνδυασμό δολοφονιών, σημαινόντων προσώπων, επικίνδυνων στην κομμουνιστική ιδεολογία. Οι κομμουνιστές δεν θεωρούνται έλληνες, αλλά πράκτορες της Μόσχας και προδότες της πατρίδας τους. Η εφημ. Ελληνική ζητούσε την επιβολή του νόμου του Λιντς από τον αφυπνισμένο λαό και καλούσε τις εθνικιστικές οργανώσεις «ν’ αναλάβουν τον αγώνα εναντίον των ανάνδρων αυτών δολοφόνων», αφού «οι κομμουνισταί ήρχισαν αυτοί τας εκτελέσεις» αφού «η χειρ του Κράτους παραλύη». Επίσης, ζητούσε την άμεση σύσταση εθνικού δικαστηρίου που θα τουφεκίζει επί τόπου τους συλλαμβανόμενους κομμουνιστές.(Ελληνική, 3-4/8/1931)
Τα ίδια στοιχεία μπορεί κανείς να διαβάσει σε όλο το εύρος του αστικού τύπου. Οι εθνικιστικές ομάδες που ιδρύονται και ιδιαίτερα τα περίφημα ΕΕΕ δεν ήταν μια περιθωριακή οργάνωση, αλλά η δράση της διαφημιζόταν και ενισχυόταν από όλες τις αστικές εφημερίδες. Η οργάνωση με την σαφή στήριξη της φλιβενιζελικής δοίκησης της Θεσσαλονίκης οργάνωσε το 1931 το μεγάλο πογκρόμ σε βάρος των εβραίων, ενώ πρωταγωνιστούσε καθημερινά σε βίαιες συγκρούσεις με κομμουνιστές και εργάτες. Χρηματοδτούταν από τον δήμο και διάφορα αστικά στοιχεία της πόλης, ενώ η εφημ. Μακεδονία υποστήριζε πως οι ελληνικές αρχές ελέγχουν την εθνικιστική κίνηση ώστε να μην γίνει ποτέ επικίνδυνη. Στα 1933 ο συνήγορος της ΕΕΕ με αρκετή δόση αυταρέσκειας δηλώνει πως αν “πριν από το Κάμπελ η ΕΕΕ είχε 12 παραρτήματα και 3.000 μέλη, τώρα έχει 27 παραρτήματα και 7.000 μέλη”. Την ίδια χρονιά, η ΕΕΕ οργάνωσε κάθοδο στην Αθήνα με τον σιδηρόδρομο και διοργάνωσε μεγάλη φασιστική φιέστα στον Άγνωστο Στρατιώτη με την παρουσία υπουργών, εκπροσώπων των κομμάτων, του αρχιεπισκόπου, στρωτιωτικών και την πλήρη δημοσιογραφική κάλυψη του αστκού τύπου. Με άλλα λόγια η ρητορική του φασισμού είχε ενσωματωθεί στην κοινοβουλευτική δημοκρατία η οποία λειτουργούσε ως ένα ιδιότυπο “δημοκρατικό” αντικομμουνιστικό αυταρχικό καθεστώς. Εκτός από την ΕΕΕ δρούσαν και άλλες εθνικιστικές οργανώσεις, όπως η Παμφοιτητική Εθνική Ένωση, η οποία οργάνωνε τους φοιτητές εναντίον των κομμουνιστών και διέθετε μια παρακρατική δράση μεσαίου μεγέθους. Η οργάνωση Ελλήνων Εθνικιστών, η οργάνωση “Εθνικοφρόνων Σοσιαλιστών, Τρίανια”, η οργάνωση Εθνικού Κυρίαρχου Κράτους ήταν οι σημαντικότερες φασιστικές οργανώσεις οι οποίες δρούσαν λίγα χρόνια πριν από το πραξικόπημα του Μεταξά. Το 1934 οι εθνικιστικές ομάδες οργάνωσαν το Πρώτο Συνέδριο Εθνικιστικών Οργανώσεων με σκοπό την ίδρυση ενός Εθνικού Μετώπου ως απάντηση στο Παλλαϊκό Μέτωπο που προωθούσε πλέον το ΚΚΕ. Τα περισσότερα από τα στελέχη αυτών των ομάδων αναλαμβάνουν σημαντικά πόστα στο μεταξικό καθεστώς, ιδιαίτερα στην ΕΟΝ. Η δράση των φασιστών ήταν καθημερινή σε όλες τις γειτονιές, ακόμα και στις προσφυγικές περιοχές. Ο Ριζοσπάστης μας πληροφορεί για την δράση και την οργάνωση στο Περιστέρι της φασιστικής οργάνωσης Σιδηρά Ειρήνη στην οποία δραστηριοποιούνται «καμιά δεκαριά άνθρωποι που δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να πίνουν κάθε βράδυ». (Ριζοσπάστης, 1/6/33)
Στον δρόμο προς την δικτατορία του Μεταξά
Στα μέσα του 1936 φαίνεται ότι “κλείνει” το μεγάλο ρήγμα στο εσωτερικό της ελληνικής εργατικής τάξης, καθώς ολοκληρώνεται μια μεγάλη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης και ενοποίησης των διαφόρων ρευμάτων της εργατικής τάξης κάτω από το ΚΚΕ. Μια διαδικασία η οποία λάβαινε χώρα ατελώς σε κάθε σωματείο, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε εργοστάσιο ή εργαστήριο σε όλο το μεσοπόλεμο. Παράλληλα, το ΚΚΕ επεκτείνεται σε πολλούς βιομηχανικούς κλάδους, όπως και στον προσφυγικό πληθυσμό, κυρίως βιομηχανικό προλεταριάτο, ενώ διατηρεί ή ενισχύει την επαφή του με άλλες εργατικές ή αγροτικές εθνικοτοπικές ομάδες. Ταυτόχρονα, το ΚΚΕ έχει εγκαταλείψει τον υπεραριστερισμό και συνδέει πιο ομαλά τα οικονομικά με τα πολιτικά αιτήματα. αναδεικνύεται σε τρίτο κόμμα στις εκλογές και κύριος και ηγεμονικός εκπρόσωπος μιας ενοποιημένης εργατικής τάξης. Με αυτόν τον τρόπο, διεκδικεί ρόλο στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό εγκαταλείποντας την θέση του περιθωρίου και εμπνέει την εργατική τάξη για μεγαλύτερες και πιο αποφασιστικές ρήξεις, ενώ προκαλεί φόβο στο αστικό στρατόπεδο. Στα 1936 η προοπτική ρυθμιστικού ρόλου της Αριστεράς θα επηρεάσει τις εξελίξεις. Με τον διορισμό του Μεταξά σε μια κυβέρνηση με την συμμετοχή όλων των αστικών κομμάτων φαίνεται για πρώτη φορά πως η αστική τάξη κλείνει τα δικά της εσωτερικά της ρήγματα και ενοποιείται απέναντι στον εργατικό και κομμουνιστικό εχθρό. Το πραξικόπημα δεν ήταν μια ξαφνική παρέμβαση στρατιωτικών, αλλά το “βάθεμα” μιας οικουμενικής κυβέρνησης ως απάντηση στον εσωτερικό εχθρό. Με άλλα λόγια, το ίδιο το κοινοβουλευτικό καθεστώς αποφάσισε συνειδητά να αφήσει πίσω του το δημοκρατικό επικάλυμμα και να επιτρέψει να γίνει και επίσημα αυτό που ούτως ή αλλιώς ήταν ήδη δρομολογημένο.